Ήταν πόλεμος;

Τόσο από την ερμηνεία της Συνθήκης Εγγυήσεως όσο και από τις αρχές του διεθνούς δικαίου, προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι:

(α) Η Συνθήκη Εγγυήσεως δεν παρέχει δικαίωμα στρατιωτικής επέμβασης.

(β) Η Συνθήκη Εγγυήσεως εγγυάται τη διατήρηση της συνταγματικής τάξης του 1960 και όχι τη διχοτόμηση και τη στρατιωτική κατοχή της Κύπρου και τη συστηματική παραβίαση των δικαιωμάτων των πολιτών που το Σύνταγμα προστατεύει. Είναι σαφής η Συνθήκη (άρθρο 2):

«Η Ελλάς, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Τουρκία, λαμβάνουσαι υπό σημείωσιν τας υποχρεώσεις της Δημοκρατίας της Κύπρου τας καθιερουμένας υπό του άρθρου 1, αναγνωρίζουν και εγγυώνται την ανεξαρτησίαν, την εδαφικήν ακεραιότητα και την ασφάλειαν της Δημοκρατίας της Κύπρου, ως και την κατάστασιν πραγμάτων την καθιερωθείσαν υπό των θεμελιωδών άρθρων του Συντάγματός της.

Αναλαμβάνουν επίσης την υποχρέωσιν όπως απαγορεύσουν, καθ’ όσον εξαρτάται εξ αυτών, πάσαν δραστηριότηταν έχουσαν σκοπόν να ευνοήσει αμέσως ή εμμέσως τόσον την ένωσιν της Δημοκρατίας της Κύπρου με παν άλλο Κράτος όσον και την διχοτόμησιν της Νήσου».

Όμως, σε ό,τι αφορά τη μονομερή, αυθαίρετη και εξόχως αντινομική ερμηνεία της Συνθήκης Εγγυήσεως από την Τουρκία, για να δικαιολογήσει την τουρκική εισβολή, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες και ορισμένες γνωματεύσεις διεθνούς κύρους διεθνολόγων.

Προτού τεθεί σε ισχύ η Συνθήκη Εγγυήσεως ζητήθηκε από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών όπως γνωματεύσει επί του κύρους της εν λόγω Συνθήκης. Η γνωμάτευση, την οποία ετοίμασε ένας από τους σημαντικότερους διεθνολόγους του αιώνα που μας πέρασε, ο Hans Kelsen, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να ερμηνεύεται η Συνθήκη Εγγυήσεως. Ο Kelsen, αν και παρατήρησε ότι η σύναψη της Συνθήκης Εγγυήσεως είναι κατ’ αρχάς έγκυρη σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, εντούτοις προχώρησε σε περαιτέρω σχόλια αναφορικά με το άρθρο 3 της Συνθήκης, που προβλέπει για δικαίωμα επέμβασης. Παραθέτουμε ορισμένα σημαντικά αποσπάσματα από τις σχετικές επισημάνσεις:

«Το άρθρο 3 της Συνθήκης Εγγυήσεως φαίνεται ότι, όπως προκύπτει τόσο από τους όρους του όσο και από τις περιστάσεις υπό τις οποίες συνάφθηκε, αποσκοπεί να καλύψει κυρίως περίπτωση κατά την οποία το Κυπριακό Σύνταγμα ανατρέπεται από εσωτερική επανάσταση, η οποία στοχεύει είτε στον περιορισμό των μειονοτικών δικαιωμάτων είτε σε ένωση με άλλο κράτος ή σε διχοτόμηση. Αν οι εγγυήτριες δυνάμεις είχαν δικαίωμα να αναλάβουν δράση στρατιωτικού χαρακτήρα, αυτό θα μπορούσε υπό ορισμένες προϋποθέσεις να δικαιολογηθεί ως αυτοάμυνα. Αυτές οι περιστάσεις θα προέκυπταν αν, κατά τη διάρκεια μιας επανάστασης, γινόταν ένοπλη επέμβαση κατά των στρατευμάτων μιας εγγυήτριας δύναμης που βρίσκονται σταθμευμένα στην Κύπρο. Το δικαίωμα αυτό αυτοάμυνας όμως δεν πηγάζει από τη Συνθήκη Εγγυήσεως, αλλά από το γενικό διεθνές δίκαιο, όπως περιορίζεται από το άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη».

Βεβαίως, καμιά «ένοπλη επέμβαση κατά των στρατευμάτων μιας εγγυήτριας δύναμης» δεν υπήρξε. Συνεπώς, ζήτημα νομιμότητας της τουρκικής εισβολής δεν τίθεται.

Κάτι όμως που θα πρέπει ιδιαίτερα να επισημάνουμε είναι η προφανής δικαιολόγηση της τουρκικής εισβολής και του «πολέμου» εξαιτίας του πραξικοπήματος. Στο πραξικόπημα, όπως καλά γνωρίζει ο κ. Ακιντζί, αντισταθήκαμε και πολλοί έλληνες Κύπριοι θυσίασαν τη ζωή τους στην αντίσταση. Αντισταθήκαμε στη χούντα των Αθηνών, ανεξάρτητα αν ήταν η «κυβέρνηση» της Ελλάδας, αλλά και στην ΕΟΚΑ Β, ανεξάρτητα αν την αποτελούσαν έλληνες Κύπριοι.

Θα αναμέναμε και από τους Τουρκοκύπριους, αν θεωρούν τη στρατιωτική κατοχή του 37% των εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας παράνομη, να την κατονομάσουν ως τέτοια και τουλάχιστον να την αμφισβητήσουν. Ο εξωραϊσμός της τουρκικής εισβολής με τη μετονομασία της «ειρηνευτικής επιχείρησης» σε «πόλεμο» δεν είναι πράξη αποκατάστασης της ιστορικής αλήθειας.


Σχολιάστε εδώ