«Τέλος καλό, όλα καλά» ή «το μη χείρον βέλτιστον»;

Οι ιστορικοί του μέλλοντος και οι πολιτικοί αναλυτές θα καταγράψουν τα συν και πλην της συμφωνίας -ούτως η άλλως επώδυνης για τον ελληνικό λαό-, τα σφάλματα που διαπράχθηκαν από τις κυβερνήσεις κατά τη κρίσιμη πενταετία 2010-2015, τις παραλείψεις και τους εφησυχασμούς, όλα απότοκα των παθογενειών του ελληνικού κράτους και της ελληνικής κοινωνίας. Ένα είναι βέβαιο. Ο πρωθυπουργός ενήργησε με υψηλό αίσθημα ευθύνης σε μια κρίσιμη στιγμή, αναλαμβάνοντας το βάρος και τις ευθύνες για την περαιτέρω πορεία της Ελλάδας στην Ευρώπη. Είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να φαντασθεί κανείς ότι έλληνας πρωθυπουργός θα προτιμούσε τη χρεοκοπία ή την έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη χωρίς να έχει εξασφαλίσει τον τρόπο επιβίωσης της χώρας αλλά και να αποτρέψει όλους τους κινδύνους που θα συνεπάγονταν για την εσωτερική κατάσταση αλλά και την αντιμετώπιση των εξωτερικών προκλήσεων. Η Ελλάδα, από την απόκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας, έχει βρεθεί και άλλες φορές σε ανάλογη θέση με τη σημερινή. Χαρακτηριστικότερη εκείνη επί πρωθυπουργίας Χαρίλαου Τρικούπη. Το τότε ελληνικό κράτος είχε δαπανήσει μεγάλα ποσά -που εξασφάλιζε με εξωτερικούς δανεισμούς- για την εκτέλεση σημαντικών αναπτυξιακών έργων υποδομής. Παράλληλα αντιμετώπισε και έναν ατυχή πόλεμο κατά της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Τώρα όμως γιατί η χώρα μας έφθασε σε παρόμοια κατάσταση; Οι ευθύνες όσων κυβέρνησαν τα τελευταία χρόνια είναι μεγάλες και τις επιμερίζονται όλοι, άλλοι περισσότεροι και άλλοι λιγότερο. Η κρίση χρέους, που μεταφέρθηκε και στις σχέσεις μας με τους κοινοτικούς εταίρους, ιδιαίτερα τη Γερμανία, επικεντρώθηκε κυρίως στις επιπτώσεις στην εσωτερική κατάσταση της χώρας. Δηλαδή στους κινδύνους υποβάθμισης όλων των πτυχών της οικονομικής και κοινωνικής μας ζωής, την απώλεια εισοδημάτων, την ανεργία, τη μετανάστευση και την υγειονομική περίθαλψη. Οι ενδεχόμενες δυσμενείς επιπτώσεις στα εθνικά θέματα, εν είδει ταμπού, δεν θίγονται. Η Ελλάδα, σε αντίθεση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, αντιμετωπίζει ακόμη σοβαρά προβλήματα εξωτερικής πολιτικής, π.χ., Κυπριακό, ελληνοτουρκικές σχέσεις, το πρόβλημα με τα Σκόπια κ.ά. Η διαπραγματευτική μας ικανότητα ασφαλώς δεν εξουδετερώνεται με την κρίση. Όμως αποδυναμώνεται σημαντικά. Απαιτούνται πολύ προσεκτικές κινήσεις στα θέματα εξωτερικής πολιτικής, γεγονός που το γνωρίζει καλά ο υπεύθυνος υπουργός, καθηγητής Νίκος Κοτζιάς. Ορισμένοι, μάλλον αδαείς περί την εξωτερική πολιτική, επένδυαν και παρότρυναν για εναλλακτικές λύσεις, όπως μια ενεργότερη συνεργασία με Ρωσία, Κίνα και γενικά τις χώρες BRICS. Όλα αποδείχθηκαν ουτοπικά. Όχι γιατί το «ανήκομεν εις την Δύσιν» είναι μονόδρομος, αλλά επειδή χώρες με μεγάλη διπλωματική παράδοση, όπως η Ρωσία και η Κίνα, σταθμίζουν τη συνεργασία τους με άλλες χώρες με βάση την ανάλυση κόστους – οφέλους. Και λίγες παρατηρήσεις για την Ευρωπαϊκή Ένωση στο σύνολό της. Ο ευρωπαϊκός Νότος, που εκφράζει βασικά το συναίσθημα και τις βαθιές ρίζες της Ευρώπης, αντέδρασε θετικά υπέρ της Ελλάδος επαναφέροντας το ενδιαφέρον για την ευρωπαϊκή ιδέα. Η Γερμανία και οι δορυφόροι της, οι νεόκοποι Ευρωπαίοι, ηττήθηκαν, τουλάχιστον ηθικά. Ο άτεγκτος και ανέκφραστος γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε για πρώτη φορά επικρίθηκε και στην ίδια τη χώρα του για τις ανυποχώρητες θέσεις του έναντι της Ελλάδος. Προ μηνών, από αυτές τις στήλες είχε επιχειρηθεί μια σύγκριση με τον πρίγκιπα Μέττερνιχ, υπουργό εξωτερικών της Αυστροουγγαρίας και από τους διασημότερους ευρωπαίους διπλωμάτες. Ο Μέττερνιχ, με τη διπλωματική του δεινότητα, εξασφάλισε εκατό χρόνια ειρήνης (1815-1915 ) στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Ο χέρ Σόιμπλε ενεργεί και οδηγεί την Ευρωπαϊκή Ένωση στη διάλυσή της. Η ελληνική διπλωματία πρέπει να επωφεληθεί από την αφύπνιση της Γαλλίας και του ευρωπαϊκού Νότου υπέρ της ευρωπαϊκής ιδέας, ακόμη και των ανοιχτών ή μύχιων ανησυχιών πολλών Ευρωπαίων, έναντι της γερμανικής ηγεμονίας τύπου Σόιμπλε.


Σχολιάστε εδώ