Και όμως (η Γη) κινείται…
Όταν ο Γαλιλαίος (Galileo Galilei), στα τέλη του 16ου αιώνα, διατύπωσε την άποψη ότι η Γη κινείται, το «ιερατείο» της εποχής του τον οδήγησε σε δίκη, κατά την οποία, για να γλιτώσει τη ζωή του, παραδέχθηκε ότι έκανε λάθος. Εξερχόμενος της αίθουσας του δικαστηρίου όμως δεν άντεξε και έχοντας διαφύγει τον άμεσο κίνδυνο πλέον, ανέκραξε «ΚΑΙ ΟΜΩΣ ΚΙΝΕΙΤΑΙ». Κάπως έτσι έγινε και με τον Αλ. Τσίπρα. Αναγκάσθηκε να αποδεχθεί μια συμφωνία που είναι αντίθετη με τα πιστεύω και την πολιτική με την οποία εξελέγη, αλλά στη συνέντευξη που παραχώρησε στην ΕΡΤ δήλωσε πως «δεν πιστεύει» στην αποτελεσματικότητα αυτής της συμφωνίας.
Η συμφωνία έχει και θα έχει πολλές παρενέργειες στην οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας. Χωρίς αναδιάρθρωση του χρέους θα είναι ένα τρίτο Μνημόνιο που δεν προσφέρει αναπτυξιακή προοπτική. Η ελπίδα της αναδιάρθρωσης διατηρείται βέβαια ζωντανή, αλλά η συμφωνία εξακολουθεί να απαιτεί πρωτογενή πλεονάσματα που θα ανεβαίνουν το 3,5% του ΑΕΠ το 2018. Υπάρχει επομένως μεγάλη πιθανότητα τα υφεσιακά μέτρα να οδηγήσουν σε αστοχία ως προς την επίτευξη των στόχων του ελλείμματος, απαιτώντας νέες περικοπές. Τυχόν αποτυχία επίτευξης δημοσιονομικών στόχων θα επαναφέρει την απειλή του Grexit.
Το «αναπτυξιακό» πακέτο, που ο κ. Γιούνκερ διαμόρφωσε από υφιστάμενους και μη χρησιμοποιημένους πόρους των διαρθρωτικών ταμείων (ΕΣΠΑ), δεν είναι βέβαια νέοι πόροι, αλλά υπό προϋποθέσεις θα μπορούσε να προσφέρει στήριξη στην οικονομία. Το σημαντικό είναι να μην απαιτηθεί η «ιδία συμμετοχή», δηλαδή ελληνικοί πόροι που δεν υπάρχουν. Δεύτερη προϋπόθεση είναι η επικέντρωση της χρησιμοποίησης των πόρων για την παραγωγική ανάταξη της οικονομίας και όχι σε μη παραγωγικές δράσεις, όπως τα περασμένα χρόνια. Η περιγραφή των μέτρων και προαπαιτούμενων είναι λεπτομερής, αλλά αυτή των παροχών και αναπτυξιακών στόχων ασαφής ακόμη.
Πάντως, ο εξαναγκασμός του Αλ. Τσίπρα σε αποδοχή της συμφωνίας, με την απειλή της πιστωτικής ασφυξίας, απέδειξε και στον πιο δύσπιστο πως το διευθυντήριο της Ευρωζώνης υπαγορεύει αμείλικτες εντολές. Και χρησιμοποιεί ανελέητα τη θεσμική αρχιτεκτονική και οικονομική ισχύ. Η ελληνική κυβέρνηση υποχρεώνεται να συζητά με την «τρόικα» κάθε μέτρο που προτίθεται να λάβει, πριν το συζητήσει στο Κοινοβούλιο. Η δημοσιονομική / εθνική κυριαρχία αίρεται ανενδοίαστα λόγω της οικονομικής εξάρτησης της χώρας.
Η ευρωπαϊκή συνεργασία πριν από μια δεκαετία ήταν βασισμένη στη συναινετική εξεύρεση λύσεων. Σήμερα μετατρέπεται σε επιβολή της άποψης του ισχυρού.
Ο εξαναγκασμός σε άνευ όρων υποχώρηση του έλληνα πρωθυπουργού αποτελεί ήττα της διαπραγματευτικής ομάδας. Αποτελεί όμως ταυτόχρονα μεγάλη «ύβρι» για την ευρωπαϊκή Δημοκρατία. Διότι, πρώτον, ο ελληνικός λαός δεν αξίζει αυτή την αντιμετώπιση, δεύτερον, η Γερμανία εμπέδωσε και πάλι την εικόνα καχυποψίας, αφού δείχνει ότι «κάνει ό,τι θέλει» στην Ευρωζώνη, τρίτον, δημιούργησε μια ρωγμή στον γαλλογερμανικό άξονα, που θα δοκιμασθεί περαιτέρω και, τέταρτον, το χάσμα Βορρά – Νότου επανεμφανίσθηκε έντονο.
Σίγουρα η «λύση» που επιβλήθηκε στην Ελλάδα είναι αποτρεπτική για «αριστερές» εναλλακτικές κυβερνήσεις σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και προτρέπει σε πιο «ήπιες» σοσιαλδημοκρατικές διεκδικήσεις. Όμως, το ζήτημα της πολιτικής στάσης της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας απέναντι στην πολιτική λιτότητας επανέρχεται δραματικά στο προσκήνιο. Ίσως αυτό αποδείξει πως η νίκη Σόιμπλε είναι μια πύρρειος νίκη.
Διότι μετά τη μεταχείριση που επιφύλαξαν στον έλληνα πρωθυπουργό, η «Ευρώπη» κατέστησε σαφές πως δεν είναι πια ίδια. Έγινε φανερό πως οι διεθνείς πιστωτές δεν σέβονται την εθνική κυριαρχία. Έγινε επίσης φανερό πως ο κ. Σόιμπλε εξακολουθεί να προφασίζεται ότι το πενταετές Μνημόνιο κόντευε να οδηγήσει τη χώρα στην ανάπτυξη. Φάνηκε επίσης πως με την αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης δεν γίνεται ανεκτή εναλλακτική πολιτική από αυτή της λιτότητας. Οι Έλληνες θα πρέπει να το αποδεχθούν. Ποιός όμως στην Ευρώπη θα εμπιστεύεται τη Γερμανία ύστερα από αυτό;
Στο εσωτερικό της χώρας, ο ΣΥΡΙΖΑ βγαίνει τραυματισμένος. Είναι βέβαια φυσικό, καθώς το «όχι» δεν μετατρέπεται -έστω και με εκβιασμό- σε «ναι» τόσο εύκολα. Όμως, είτε εκτός είτε εντός ευρώ, η χώρα έχει ανάγκη από άμεση πολιτική παραγωγικής ανάταξης και επενδύσεων, τόσο εξωγενούς (ξένες άμεσες επενδύσεις) όσο και μέτρων ενδογενούς ανάπτυξης. Η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να προωθήσει συνθήκες επενδυτικής ανάκαμψης ως αντίδοτο στην υφεσιακή συμφωνία. Η ρήτρα ανάπτυξης, επομένως, πρέπει να διεκδικηθεί, καθώς θα διευκολύνει τη βιωσιμότητα του χρέους. Η χώρα πρέπει να τροχοδρομήσει σε ράγες αξιόπιστης μείωσης του χρέους μέσω της ανάπτυξης, που θα μειώσει τα ποσοστά επικινδυνότητας (ρίσκου) της οικονομίας, προκειμένου να ενθαρρυνθούν οι ιδιωτικές επενδύσεις. Στο θέμα αυτό η στάση του ΔΝΤ λειτουργεί θετικά.
Ένας δημοσιονομικός χώρος για δημόσιες επενδύσεις θα διευκολύνει την προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων. Στο σημείο αυτό βοηθά το πακέτο των 35 δισ. Η αξιοποίηση του «πακέτου» Γιούνκερ μπορεί να αποδειχθεί καθοριστική για την αντιμετώπιση της υφεσιακής δράσης της συμφωνίας. Η διαχείρισή του θα πρέπει όμως να μη γίνει με τις μεθόδους του παρελθόντος. Η ΕΚΤ επίσης πρέπει αμέσως μετά τις 20 Ιουλίου να ενσωματώσει τη χώρα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, ώστε να αυξηθεί η ασφάλεια των χρηματοοικονομικών επενδυτών, προκειμένου να διευκολυνθεί η επιστροφή της χώρας στην άντληση δανεισμού από τις αγορές ομολόγων.
Τέλος, η αντιμετώπιση της ανάπτυξης θα πρέπει να σταματήσει να γίνεται μόνο με μακροοικονομικά εργαλεία. Η ενδογενής ανάπτυξη καλείται να συμβάλει. Πάντοτε σε περιόδους έλλειψης πόρων σε «μακρό» επίπεδο, η οικονομική πολιτική προσπαθεί να αξιοποιήσει το ενδογενές αναπτυξιακό δυναμικό σε μικροοικονομικό επίπεδο. Στο επίπεδο αυτό θα κριθεί η επιβίωση της μικρομεσαίας ελληνικής επιχείρησης, που χρειάζεται οπωσδήποτε εκσυγχρονισμό και ενέσεις καινοτομίας, αλλά η εξολόθρευσή της θα αλλάξει ριζικά το ελληνικό τοπίο. Οι τομείς της ανάπτυξης και παραγωγικής ανασυγκρότησης καλούνται να διευρύνουν τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις τους.