Μια ανεκτή συμφωνία είναι εφικτή
Το πιο ενθαρρυντικό είναι το γεγονός ότι έχει καταστεί συνείδηση σε ισχυρούς διεθνείς παράγοντες, με πρώτο παράδειγμα τις ΗΠΑ, ότι μια συμφωνία για την Ελλάδα πρέπει απαραιτήτως να περιλαμβάνει μια μορφή αναδιαρθρώσεως και απομειώσεως του χρέους. Η αποτυχία, άλλωστε, για τους γνωστούς λόγους, να αντιμετωπισθεί η οικονομική κρίση στην Ελλάδα, από το 2010, με άμεση αναδιάρθρωση του χρέους, είναι το προπατορικό αμάρτημα της καταστρεπτικής πολιτικής που εφαρμόσθηκε.
Προφανώς, δεν είναι τυχαία, από την άποψη αυτή, η δημοσίευση της εκθέσεως του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου λίγο πριν από το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου. Το ΔΝΤ, το οποίο πρωτοστάτησε προηγουμένως στον ρόλο του κακού κατά τις διαπραγματεύσεις που ναυάγησαν, βγήκε μπροστά τη φορά αυτή. Έθεσε ευθέως το θέμα της βιωσιμότητας του Ελληνικού χρέους.
Για πρώτη φορά επίσης η Αμερικανική πλευρά δεν περιορίσθηκε σε παραινετικές δηλώσεις και εκκλήσεις. Πήρε συγκεκριμένη θέση ότι το Ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο και ότι πρέπει να εξετασθεί η αναδιάρθρωση και η απομείωσή του. Τη θέση αυτή επανέλαβε εμφατικά ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών Τζακ Λιου σε ομιλία του στο Ινστιτούτο Μπρούκιγκς, υπογραμμίζοντας παραλλήλως ότι μια αποτυχία στη διαπραγμάτευση και ενδεχόμενη έξοδος της Ελλάδος από την Ευρωζώνη θα ήταν γεωπολιτικό λάθος. Η γεωπολιτική διάσταση της Ελληνικής κρίσεως είναι προφανής και επιτακτική στην Αμερικανική προσέγγιση. Πρέπει να υπογραμμιστεί επίσης η δυναμική θετική παρέμβαση της Γαλλίας.
Το νεότερο στοιχείο σε ό,τι αφορά μια ενδεχόμενη αναδιάρθρωση του Ελληνικού χρέους είναι η εντολή Ντάισελμπλουμ προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τον Σταθεροποιητικό Μηχανισμό ESΜ να εξετάσουν τη βιωσιμότητα του Ελληνικού χρέους μετά την υποβολή του Ελληνικού αιτήματος για ένα νέο δάνειο βοήθειας. Υπό το πνεύμα αυτό, καλείται εκ των πραγμάτων, ως ένας από τους τρεις «θεσμούς» των δανειστών, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να πάρει θέση για τη βιωσιμότητα του Ελληνικού χρέους. Τη θέση υπέρ της αναδιαρθρώσεως του Ελληνικού χρέους υποστηρίζει επίσης η Ρωσία και άλλες δυνάμεις στους κόλπους του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Ενδεικτική από την άποψη αυτή ήταν η παρέμβαση του Ρώσου Προέδρου Πούτιν στη Διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ. Ενδεικτική ήταν επίσης η κριτική που άσκησαν στη Διευθύντρια του ΔΝΤ για το Ελληνικό θέμα πολλές χώρες-μέλη, μεταξύ αυτών μεγάλες χώρες των BRICS, όπως η Βραζιλία και η Ινδία. Ενδεικτική, τέλος, είναι και η θέση της Κίνας, που ασκεί πιέσεις για μια γρήγορη λύση στο Ελληνικό πρόβλημα γιατί υπολογίζει ότι αυτό θα συμβάλει στη σταθερότητα στην Ευρωζώνη.
Οι Κινεζικές όπως και οι Αμερικανικές ανησυχίες γίνονται σήμερα καλύτερα αντιληπτές μετά τη μεγάλη αστάθεια που έχει σημειωθεί προσφάτως στις Κινεζικές χρηματαγορές. Ο δείκτης Shanghai Composite έχασε το 30% περίπου της αξίας του από τις αρχές του Ιουνίου, με τις απώλειες να φτάνουν τα 3,2 τρισ. δολάρια. Αντίστοιχη πορεία ακολούθησαν και οι άλλες αγορές της Κίνας.
Ο νέος αυτός παράγων υπεισέρχεται και στην αντιμετώπιση του Ελληνικού προβλήματος και συγκλίνει με τον γεωπολιτικό παράγοντα. Το Βερολίνο παραμένει ο σκληρός πυρήνας των αντιστάσεων εμμένοντας στη γνωστή μονοδιάστατη πολιτική της λιτότητας, παρά τα καταστροφικά αποτελέσματα της εφαρμογής της στην Ελλάδα, τους κινδύνους που αντιπροσωπεύει για την προοπτική της Ευρώπης και τις γεωπολιτικές και αποσταθεροποιητικές συνέπειες που θα είχε μια ενδεχόμενη έξοδος της Ελλάδος από την Ευρωζώνη. Τις τελευταίες επισημαίνουν με έντονο τρόπο και επιμονή οι ΗΠΑ.
Η απομείωση του χρέους και η διασφάλιση σημαντικών πόρων για την ανάπτυξη είναι εκ των ων ουκ άνευ για μια αποδεκτή από την Ελληνική πλευρά συνολική και βιώσιμη συμφωνία. Οι παράμετροι της αναπτύξεως και της μειώσεως του χρέους μπορούν να αντισταθμίσουν σ’ έναν βαθμό τους αναπόφευκτους σκληρούς όρους που θα προσδεθούν στο νέο αιτούμενο δάνειο.
Η Ελληνική πλευρά πρέπει όμως να δώσει σκληρή μάχη για να περιορίσει όσο μπορεί τους επαχθείς όρους, που θα είχαν καταστρεπτικές συνέπειες στις ελπίδες για αναπτυξιακή επανεκκίνηση και ανασυγκρότηση και θα έθεταν σε κίνδυνο τους λίγους οικονομικούς τομείς που παραμένουν ανταγωνιστικοί και όρθιοι. Θα δημιουργούσαν επίσης μεγάλο πρόβλημα στην άμυνα της χώρας και στην εθνική ασφάλεια.
Ειδικότερα, το ΦΠΑ 23% στον τουρισμό και στην εστίαση, η κατάργηση του ευνοϊκού φορολογικού καθεστώτος για τα νησιά του Αιγαίου, η απαράδεκτη περαιτέρω μείωση των αμυντικών δαπανών, η επιβολή δυσανάλογης φορολογίας στους αγρότες, η περαιτέρω μείωση μισθών και συντάξεων, η απώλεια του εθνικού ελέγχου στην ενέργεια, πρέπει να αποτελούν «κόκκινες γραμμές» για την Ελληνική πλευρά. Η δανειακή βοήθεια δεν πρέπει να πληρωθεί ακριβά με περαιτέρω αποσάρθρωση της Ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας και περαιτέρω υπονόμευση κάθε εθνικού ελέγχου.
Στο θέμα αυτό δεν προσφέρουν καλή υπηρεσία στη χώρα τα κόμματα της αντιπολιτεύσεως, όταν εμφανίζονται ότι είναι πρόθυμα για συμφωνία χωρίς όρους και «κόκκινες γραμμές», υπό τον φόβο της εξόδου της χώρας από το ευρώ. Το ευρώ και η Ευρώπη πρέπει να είναι ταυτισμένα με την προοπτική της αναπτύξεως, της ευημερίας και της εθνικής ασφάλειας της χώρας. Εάν αυτά δεν διασφαλίζονται, ποιο νόημα θα είχε για τη χώρα και το εθνικό της μέλλον το ευρώ ή η Ευρώπη; Υπό τις σημερινές περιστάσεις, είναι επιθυμία όλων να εξευρεθεί μια λογική, συμβιβαστική λύση που θα δώσει διέξοδο στη σημερινή κρίση. Η ευκταία όμως συνολική λύση πρέπει να περιλαμβάνει απομείωση του χρέους, αναπτυξιακή προοπτική και λογικούς όρους δημοσιονομικής προσαρμογής και μεταρρυθμίσεων που να αξίζουν το όνομά τους.
Σε αντίθεση περίπτωση, θα ήταν τραγικό το μεγάλο «Όχι» του Ελληνικού λαού στο δημοψήφισμα να χάσει κάθε νόημα και περιεχόμενο.