Η άλλη άποψη…

Μπορούσε να είχε τελειώσει η περιπέτεια από το 2012…

«Η ευχή ”κουράγιο, Έλληνες” του επιτρόπου Όλι Ρεν τον Μάιο του 2010, όταν η χώρα μπήκε στο πρώτο Μνημόνιο, μπορεί να τα έλεγε όλα. Δυστυχώς όμως λίγοι αισθάνθηκαν τη βαθιά σημασία αυτών των δύο λέξεων.

Η περιπέτεια που ξεκίνησε μπορούσε να έχει οδηγηθεί σε ένα τέλος αν οι πολιτικές δυνάμεις είχαν συμφωνήσει σε δύο περιπτώσεις να αναλάβουν την ευθύνη και το (πρόσκαιρο) πολιτικό κόστος των σκληρών αποφάσεων που χρειαζόταν για να βγούμε από την κρίση διαρκείας:

1. Το 2012, επιτρέποντας στην κυβέρνηση Παπαδήμου να ολοκληρώσει το πρόγραμμα αντί να οδηγηθούμε στις διπλές εκλογές.

2. Το 2014, αν η κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου έκλεινε το πρόγραμμα φέρνοντας στη Βουλή τη συμφωνία που επιδίωκε αψηφώντας το κόστος».

***

Διά χειρός…

…του Γιώργου Καραμπελιά, εκδότη της εφημερίδας «ΡΗΞΗ», από το άρθρο με τίτλο «Το μεγάλο παιγνίδι: Οι Μεγάλες Δυνάμεις υποδαύλισαν την ελληνική κρίση»:

Παίγνιο η Ελλάδα της πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων!

«Η στρατηγική του ΔΝΤ, από την αρχή της κρίσης, ήταν επικεντρωμένη σε έναν βασικό στόχο. Να προκαλέσει, μέσω της Ελλάδας, μια αποδυνάμωση της ευρωπαϊκής οικονομίας, τόσο μέσα από τη διαιώνιση της ελληνικής κρίσης και την αποδυνάμωση του ευρώ όσο και με το να πλήξει τις ευρωπαϊκές οικονομίες και τράπεζες μέσα από τα χρέη της Ελλάδας, αρχικώς, και πιθανώς άλλων υπερχρεωμένων ευρωπαϊκών χωρών στη συνέχεια. Γι’ αυτό είχε διαρκώς μία αντιφατική από πρώτη άποψη παρουσία. Από τη μία πλευρά επέμενε διαρκώς στο κούρεμα του ελληνικού χρέους, ιδιωτικού ή δημόσιου, επιδιώκοντας δηλαδή να πλήξει τις ευρωπαϊκές τράπεζες και τα δημόσια οικονομικά των Ευρωπαίων δανειστών της Ελλάδας, ενώ ταυτόχρονα έδειχνε την πιο σκληρή στάση στις διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα, σαμποτάροντας αναρίθμητες φορές τις συμφωνίες. Ο περιβόητος Πολ Τόμσεν ανταμείφθηκε εξάλλου για τον ρόλο του σε αυτό το σατανικό παιχνίδι με την εκτίναξή του στην ηγεσία του ΔΝΤ. Συμφέρον των Αμερικανών ήταν να διαιωνίζεται η κρίση, να αιμορραγεί η Ευρώπη και παράλληλα να δημιουργούνται οι πιθανές προϋποθέσεις για ένα πιθανό grexit, σε βάθος χρόνου, που θα αφαιρούσε από την Ευρώπη την παρουσία της, μέσω της Ελλάδας, σε αυτήν την αποφασιστική γεωπολιτικά περιοχή του κόσμου.

Δηλαδή, η Ελλάδα, μέσω πρακτόρων, χρήσιμων ηλιθίων και ενεργουμένων, μεταβλήθηκε στο παίγνιο της πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων, με βαρύτατο τίμημα για τον ελληνικό λαό».

***

Διά χειρός…

…του καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale των ΗΠΑ Στάθη Καλύβα, από συνέντευξή του στα «Νέα», στον Μανώλη Πιμπλή, με την αφορμή της έκδοσης του βιβλίου του «Καταστροφές και θρίαμβος»:

Κράτος ευέλικτο…

«Η Ελλάδα κινείται ανάμεσα σε δύο πόλους: ο ένας είναι το μοντέλο της κεντρικής διοίκησης τύπου Γαλλίας που υποστήριξε ο Καποδίστριας (ένα αποτελεσματικό κράτος) και ο άλλος το μοντέλο των μικρών αυτοδιοίκητων κοινοτήτων το οποίο συχνά εξιδανικεύεται, παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι προεστοί και οπλαρχηγοί ασκούσαν εξουσία με αρκετή καταπίεση προς τους τοπικούς πληθυσμούς. Οι εκλογές και ο κοινοβουλευτισμός ήρθαν νωρίτερα στην Ελλάδα από άλλα κράτη, γεγονός σπουδαίας σημασίας έστω και αν το κόστος ήταν το πελατειακό σύστημα. Σε αυτό το πάντρεμα, πάντως, παραδοσιακών αποκεντρωμένων δομών και συγκεντρωτικού βεμπεριανού κράτους βασίστηκε ή εξέλιξη της Ελλάδας, κάτι που, παρά τα προβλήματά του, πιστεύω ότι κατέστησε το κράτος αρκετά ευέλικτο».

«Την επιτυχία του ελληνικού κράτους την αποδίδω σε τρεις λόγους. Ο πρώτος είναι οι ελληνικές ελίτ που διακρίνονταν από εξωστρέφεια και κοσμοπολιτισμό, ίσως και γιατί δεν βρίσκονταν στα όρια του κράτους αλλά διεσπαρμένες εκτός συνόρων, καθώς η εσωτερική φτώχεια έσπρωχνε σε διασπορά. Συχνά τα εγχειρήματά τους ήταν πρωτοπο-ριακά και αυτός που κάνει πρώτος μια κίνηση έχει το πλεονέκτημα. Ο δεύτερος λόγος είναι το συμβολικό κεφάλαιο της αρχαίας ελληνικής κληρονομιάς και ο τρίτος ότι σε κρίσιμες ιστορικές καμπές η χώρα τάχθηκε με τους καλύτερους συμμάχους».

***

Διά χειρός…

…του καθηγητή Χρήστου Γιανναρά από την επιφυλλίδα του στην «Καθημερινή»:

Αν υπήρχε έστω ένας επίσκοπος…

«Θα μπορούσε, για δεύτερη φορά μετά την εφιαλτική Τουρκοκρατία, μέσα στις εκκλησιές να σωθεί το ”πολυτίμητο τζιβαϊρκόν” της αρχοντιάς των Ελλήνων: η συνέχεια της γλώσσας, η συνέχεια του αθλήματος της κοινωνίας των σχέσεων (η ενορία – κοινότητα), η υψηλή καλλιέργεια του τραγωδικού ήθους, της ζωγραφικής και μουσικής ευαισθησίας. Αν υπήρχε έστω ένας επίσκοπος που να καταλαβαίνει τη λαϊκή μας παράδοση όχι σαν ιδεολογία και φολκλόρ, αλλά ως τη μόνη κοινωνικά ριζοσπαστική αντιπρόταση στον μηδενισμό και ολοκληρωτισμό του Ιστορικού Υλισμού – του ΣΥΡΙΖΑ ή του ΔΝΤ και των ”αγορών”, αδιάφορο.

Το ιστορικό μας τέλος των Ελλήνων δεν τεκμαίρεται από το γεγονός ότι όλα τα πολιτικά κόμματα, χωρίς εξαίρεση, έχουν μόνο διαχειριστική, ιστορικο-υλιστική αντίληψη της πολιτικής, την ίδια με τους δανειστές μας – μετράνε τη ζωή με το χρήμα, την ευτυχία με την καταναλωτική ευχέρεια. Το ιστορικό μας τέλος βεβαιώνεται κυρίως από το γεγονός ότι δεν υπάρχει επίσκοπος που να καταλαβαίνει ότι η ”πόλις”-πατρίδα θεμελιώνεται στο ”νόημα” της ύπαρξης και συνύπαρξης και όχι στο ”πρωτογενές πλεόνασμα” εισοδημάτων».


Σχολιάστε εδώ