Ελλάδα και δανειστές πριν και μετά το δημοψήφισμα

Οι παρεμβάσεις των ευρωπαίων αξιωματούχων θα μπορούσαν να είναι, μέχρι ενός σημείου, κατανοητές και αποδεκτές από τη στιγμή που, τουλάχιστον στη θεωρία, είμαστε μια ευρωπαϊκή οικογένεια. Όμως οι έξωθεν παρεμβάσεις έβαιναν πέραν των θεμιτών ορίων. Επεκτείνονταν και σε υποδείξεις για τις μετά τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος πολιτικές εξελίξεις, γεγονός που συνιστούσε ωμή επέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις μιας χώρας-μέλους της Ένωσης και εκφοβισμό των πολιτών της. Το ηχηρό «ΟΧΙ» της μεγίστης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού φαίνεται να λειτούργησε θεραπευτικά στις παρορμητικές τάσεις ορισμένων ευρωπαίων αξιωματούχων και σκεπτόμενων προσώπων στους κύκλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ευκταίο, η σύνεση, που φαίνεται να επιστρέφει δειλά στις συμπεριφορές των υπευθύνων και από τις δύο πλευρές, να οδηγήσει σε μια έντιμη συμφωνία με τους δανειστές, οι οποίοι πρέπει να παύσουν να λειτουργούν μόνο ως δανειστές. Ωστόσο, χρήσιμο είναι να γίνουν ορισμένες επισημάνσεις για τη συμπεριφορά και της ελληνικής πλευράς σε όλο το διάστημα των ατέρμονων διαπραγματεύσεων με τους δανειστές. Πρέπει να εμπεδωθεί από όλες τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας ότι στις σχέσεις μεταξύ των κρατών δεν χωρούν συναισθηματισμοί και φιλίες, αλλά συμφέροντα, τα οποία είναι ευμετάβλητα. Δεύτερος χρυσός κανόνας είναι να αποφεύγεται η απομόνωση, γεγονός που η κυβέρνηση δεν το κατόρθωσε.
Ασφαλώς και υπήρχαν βίαιες προκαταλήψεις έναντι της αριστερής ελληνικής κυβέρνησης για ιδεολογικούς λόγους που δύσκολα θα ξεπερασθούν. Η εικόνα που κυριαρχούσε στα διεθνή και εγχώρια ΜΜΕ ήταν ότι η Ελλάδα ήταν μόνη εναντίον όλων ή όλοι εναντίον της Ελλάδας. Είμαστε, άραγε, μοναδικοί, μοναχικοί ή, το σωστότερο, προχειρολόγοι; Πολλούς εξέπληξε η «ανθελληνική» στάση των σλαβόφωνων χωρών της ανατολικής Ευρώπης, με προεξάρχοντα τον πολωνό πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου κ. Τουσκ, που ορισμένοι την απέδωσαν στην παραδοσιακή μη φιλική στάση έναντι της Ελλάδας επειδή συνδέουν τη χώρα μας με την ορθόδοξη Ρωσία. Η ερμηνεία αυτή είναι αβάσιμη. Απλώς οι βαλτικές και πολλές σλαβόφωνες χώρες, όλες πρώην μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας, συντάσσονται με το Βερολίνο, από το οποίο εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό οικονομικά και, εν μέρει, πολιτικά. Η ελληνική κυβέρνηση συνομιλούσε βασικά με τους αξιωματούχους των «θεσμών» και με το άτυπο διευθυντήριο Γερμανίας – Γαλλίας. Δεν προλάβαινε να στραφεί και προς άλλες κατευθύνσεις σε τακτικότερη βάση. Αληθεύει ότι ο πρωθυπουργός και ο υπουργός των Εξωτερικών πραγματοποίησαν πολλές επισκέψεις σε τρίτες χώρες και είχαν χρήσιμες επαφές με τους ομολόγους τους. Ιδιαίτερα ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς κατόρθωσε να προβάλει το γεωπολιτικό στοιχείο της Ελλάδας και τις συνέπειες που θα είχε μια αποσταθεροποίησή της για την ευρωπαϊκή και παγκόσμια ασφάλεια. Την αντίληψη αυτή είχε ασπασθεί και η Ουάσινγκτον, που όμως δεν άσκησε, για πολλούς και διαφόρους λόγους, την ίδια σταθερή πίεση προς τους ευρωπαίους εταίρους. Και μια τελευταία επισήμανση. Στις διεθνείς και διακρατικές σχέσεις ο καλύτερος σύμβουλος είναι ο πολιτικός ρεαλισμός και όχι οι ιδεολογίες. Δεν πρέπει να συγχέεται η εσωτερική με την εξωτερική πολιτική.


Σχολιάστε εδώ