Το ερώτημα στο δημοψήφισμα είναι οι όροι μιας συμφωνίας και όχι το ευρώ ή η Ευρώπη

Οι ελπίδες που διεφάνησαν για κατάληξη σε συμφωνία διαψεύσθηκαν, με υπερακοντιστή το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο σήμερα αναμετρά τις συνέπειες της στάσεως και γενικότερα της πολιτικής του με την καθυστέρηση προς το παρόν της πληρωμής από την Ελλάδα της οφειλόμενης δόσεως.

Οι διαφορές μεταξύ των δύο πλευρών είχαν περιορισθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό σε ό,τι αφορά το πρόγραμμα των δημοσιονομικών στόχων. Είναι δυνατόν μια ολόκληρη Ευρωπαϊκή Ένωση να μην μπορεί να διαχειρισθεί διαφορές ενός ή δύο δισ. ευρώ και να εξωθεί την κατάσταση στα άκρα για να μη θιγεί η πολιτική ορθοδοξία των σκληρών της λιτότητας;

Είναι επίσης δυνατόν, έπειτα από πέντε ή έξι χρόνια καταστρεπτικής λιτότητας και υφέσεως, η Ευρωπαϊκή Ένωση να επανέρχεται και να εμμένει στην ίδια καταστροφική πολιτική; Πολύ περισσότερο ακόμη να στοχοποιεί τομείς, όπως ο τουρισμός και η ναυτιλία, που είναι από τους ελάχιστους τομείς που είναι ακόμα όρθιοι και στηρίζουν την οικονομία της χώρας;

Τίθεται ειδικότερα ιδιαίτερο θέμα με την πρόταση για κατάργηση του ευνοϊκού φορολογικού καθεστώτος των νησιών του Αιγαίου. Είναι γνωστές οι Τουρκικές επιβουλές. Τα νησιά στο Αιγαίο έχουν ανάγκη από στήριξη για να αποτραπεί η οικονομική τους εξάρτηση από τη γειτονική Τουρκία, για προφανείς λόγους εθνικής ασφάλειας.

Σε ό,τι αφορά τη ναυτιλία, η εμμονή των Ευρωπαίων εταίρων και δανειστών είναι περίεργη και ύποπτη. Το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της Ελληνικής ναυτιλίας είναι υπερπόντιο και συνδέεται με τη διεθνή παρά με την ελληνική αγορά. Η ναυτιλία συμβάλλει όμως θετικά, σ’ ένα πολύ σημαντικό ποσοστό, στην Ελληνική οικονομία με το ναυτιλιακό συνάλλαγμα και τις θέσεις εργασίας. Είναι εμφανής η προσπάθεια του ξένου παράγοντα να χρησιμοποιήσει την επιρροή του στο Ελληνικό κράτος για να πλήξει την ανταγωνιστική γι’ αυτούς Ελληνική ναυτιλία, όπως και τον Ελληνικό τουρισμό.

Η εμμονή επίσης σε μειώσεις μισθών και συντάξεων, μετά τα όσα έχουν συντελεσθεί ως αποτέλεσμα των συνταγών λιτότητας της «τρόικας», αποτελεί πραγματική ύβρι όχι μόνο προς τον Ελληνικό λαό που τα υφίσταται αλλά και προς τον κοινό νου. Τι επιπλέον επιδιώκεται με την πολιτική αυτή;

Το ίδιο και πολύ πιο αδυσώπητο ερώτημα τίθεται με την περίφημη πρόταση της περικοπής 400 εκατ. ευρώ από τις αμυντικές δαπάνες. Σημειώνεται ότι, ύστερα από επανειλημμένες περικοπές, ο προϋπολογισμός των αμυντικών δαπανών περιορίσθηκε στα 550 εκατ. ευρώ. Ο προϋπολογισμός αυτός δεν επαρκεί ούτε για την κάλυψη των στοιχειωδών λειτουργικών δαπανών.

Η περικοπή του στα 150 εκατ. ευρώ ισοδυναμεί με αφοπλισμό της χώρας, σε μια περίοδο που κορυφώνονται από την άλλη πλευρά του Αιγαίου οι εξοπλισμοί αλλά και οι αμφισβητήσεις, οι διεκδικήσεις και οι προκλήσεις. Ο καθένας μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του για το τι θα επακολουθούσε εάν η Ελλάδα υπέκυπτε σε τέτοιου είδους τελεσίγραφα.

Η ευκολία όμως με την οποία παραγνωρίζονται κορυφαία εθνικά συμφέροντα της χώρας, στο όνομα μιας δήθεν Ενωμένης Ευρώπης, αποκαλύπτει και τον βαθύτερο πυρήνα του προβλήματος. Η σημερινή Ευρώπη δεν είναι καθόλου αυτή στην οποία εντάχθηκε με μεγάλο ενθουσιασμό και πολλές προσδοκίες η Ελλάδα. Προσέβλεπε τότε στην εθνική της ασφάλεια, στην οικονομική της ανάπτυξη και στην αναβάθμιση του ρόλου και της διεθνούς της θέσεως, μέσα σε μια ισχυρή Ένωση, στον πολιτισμό και στις αξίες της οποίας αποτελεί και σημείο αναφοράς.

Οι προσδοκίες, δυστυχώς, δεν δικαιώθηκαν και οι ευθύνες για την κατεύθυνση που πήρε η Ευρώπη δεν μπορούν να επιρριφθούν στην Ελληνική πλευρά. Άλλες είναι οι ευθύνες της Ελληνικής πλευράς. Η σημερινή Ευρώπη είναι μια Ένωση αγορών, όχι μια πολιτική Ένωση. Ακόμη και ο προβαλλόμενος στόχος της επιταχύνσεως της πολιτικής ενώσεως, με την πρωθύστερη εισαγωγή του ευρώ ως ενιαίου νομίσματος, έμεινε μετέωρος. Χρησιμοποιείται όμως ως άλλοθι ανάγκης για να προωθηθεί η δημοσιονομική και η τραπεζική ενοποίηση, που επιβάλλει μεγαλύτερη ακόμη μεταφορά εθνικής κυριαρχίας, χωρίς να έχει εν τω μεταξύ συντελεσθεί ή χωρίς να διαφαίνεται η πραγματική πολιτική ενοποίηση.

Επιπλέον, το προηγούμενο αυτό χρησιμοποιείται ως επιχείρημα για τη μεταφορά σ’ ένα υπερεθνικό Ευρωπαϊκό κέντρο εθνικής κυριαρχίας και σε άλλους τομείς. Ένα παράδειγμα είναι τα σχέδια για Ευρωπαϊκή άμυνα και τη δημιουργία Ευρωστρατού.

Το κλείσιμο των τραπεζών και τον έλεγχο κεφαλαίων στην Ελλάδα δεν τον επέβαλε η Ελληνική κυβέρνηση. Αναγκάσθηκε να συμπράξει μετά την άρνηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να συντηρήσει το αναγκαίο επίπεδο ρευστότητας, με το επιχείρημα ότι η Ελλάδα δεν καλύπτεται πλέον με πρόγραμμα χρηματοδοτικής υποστηρίξεως.

Η δυσφορούσα για τη στάση της Ελληνικής κυβερνήσεως Ευρωπαϊκή Ένωση και η εσωτερική αντιπολίτευση έχουν κάθε συμφέρον να παραχαράξουν το ερώτημα που τίθεται στο δημοψήφισμα και αφορά τους όρους μιας συμφωνίας. Το παρουσιάζουν ότι αφορά δήθεν το δίλημμα εντός ή εκτός Ευρωζώνης και Ευρώπης. H πόλωση αυτή, σε συνδυασμό με το κλείσιμο των τραπεζών, βοηθά στην υπονόμευση της σημερινής κυβερνήσεως. Βοηθά επίσης ειδικότερα την αντιπολίτευση να συγκαλύπτει τη σύμπλευσή της με τους όρους που προτείνουν οι εταίροι και να ελπίζει σε μια προοπτική αριστερής παρενθέσεως.

Η κατάσταση όμως της χώρας απαιτεί άμεσες προσπάθειες για την επίτευξη μιας αποδεκτής συμφωνίας, που θα περιλαμβάνει διευθέτηση και του χρέους. Σε διαφορετική περίπτωση, δεν επικρέμμεται μόνο ο κίνδυνος διχασμού του λαού. Είναι βέβαιο ότι κάτω από την πίεση της ανάγκης, οι θέσεις θα ριζοσπαστικοποιηθούν και θα τεθεί τότε άμεσα θέμα ανατροπών, που δεν τίθενται σήμερα από το ερώτημα του δημοψηφίσματος.


Σχολιάστε εδώ