Δημοψηφίσματα

Βαθιά πολιτικοποιημένος από τα νιάτα του ο παππούς, «πέταγε τη σκούφια του» για πολιτικές ανακατωσούρες που αποδιώχνανε τη ρουτίνα από την καθημερινότητα και του προσφέρανε ευκαιρίες για πολιτικολογία και τσακωμούς με τα αγύριστα κεφάλια των συναδέλφων του. Τότε, και με το πιο μικρό κυβερνητικό στραβοπάτημα, έβγαιναν τα μεγάλα μαχαίρια από τα θηκάρια των δημοσιογράφων. Φωτιά και λαύρα ήταν τα κύρια άρθρα των εφημερίδων που κάνανε τις καταστάσεις περισσότερο ανώμαλες. Ανείπωτη ηδονή του προκαλούσε διαβάζοντας κάθε τους φράση. Χαρά του τα συλλαλητήρια και οι μαχητικές διαδηλώσεις και «βούτυρο ήταν στο ψωμί του» όταν ανοιγότανε και κανένα κεφάλι… Και τώρα που κατάντησε ένα τρισάθλιο και θλιβερό γεροντάκι, ντυμένος με «στολή εκστρατείας» -όπως αποκαλούσε τις ριγέ πιτζάμες και τις μάλλινες παντόφλες του- κατανάλωνε το υπόλοιπο της ζωής του μετακινούμενος στο καθιστικό από πολυθρόνα σε πολυθρόνα, όπου τσάκιζε και κανέναν υπνάκο. Με το άκουσμα της είδησης λες και ζωντάνεψε. Άρχισε να μετράει πόσα δημοψηφίσματα διενεργήθηκαν στη χώρα μας από τότε που γίναμε κράτος. Σε επτά τα προσδιόρισε ο ομιλητής του ραδιοφώνου, προς ενημέρωση των μεταμεσονύκτιων ακροατών, αλλά καθώς ο παππούς έπαιζε στα δάχτυλα την ελληνική πολιτική ιστορία με τα «ντεσού» και τα παραπολιτικά της, λες και τον τσίμπησε μύγα.

«Τι λέει αυτό το ζώον;», φώναξε ξυπνώντας το αντιπαθητικό τεριέ της μαμζέλ Μαρίτσας της γεροντοκόρης που άρχισε να γαυγίζει μέσα στη νύχτα. Μετρώντας με τα δάχτυλα ο παππούς Νικολής, μια και δεν είχε τέτοια ώρα κομπιούτερ στο κρεβάτι, σκέφτηκε πως αντί να μετράει προβατάκια για να κοιμηθεί, κατάντησε να μετρά δημοψηφίσματα…». Το πήρε από δω, το τράβηξε από εκεί και έβγαλε το συμπέρασμα ότι δεν ήσαν επτά, όπως τα έβγαλε εκείνος ο αγράμματος, αλλά ότι ήταν ακριβώς «έξι συν ένα». Το «συν ένα» ήταν το πρώτο, του 1920, που αντί για δίλημμα είχε το ερώτημα αν συμφωνούν με την επιστροφή του Βασιλέως Κωνσταντίνου (παππού του τωρινού Κωνσταντίνου), που βρισκόταν εξόριστος στην Ιταλία λόγω της αντιδικίας του με τον Ελευθέριο Βενιζέλο και την «Αντάντ». Μα το θέμα τους, σκέφτεται ο παππούς, ήταν καθαρά προσωπικό. Μια βεντέτα ανάμεσα στους δύο κορυφαίους παράγοντες της Πολιτείας. Αμφισβήτηση για το πολίτευμα, που παρέμενε «βασιλευομένη δημοκρατία», δεν υπήρχε. Ο Κωνσταντίνος μόλις καθησύχαζαν τα πάθη θα επέστρεφε. Είναι μεγάλη βλακεία μια τζούφια ερώτηση να την κάνουμε δημοψήφισμα και να την προσμετράμε. Θυμήθηκε και έναν τρικούβερτο καβγά που έγινε σπίτι τους ανάμεσα σε δύο καλούς γείτονες που ήρθαν να ευχηθούν τον πατέρα στην ονομαστική του εορτή. Αιτία της φιλονικίας ήταν όταν πάνω στην κουβέντα έθιξαν το παραπάνω δημοψήφισμα, που διενεργήθηκε πριν από 30 περίπου χρόνια και διαφωνήσανε… βιαίως. Το αστείο είναι ότι ο ένας, αν και «πλέρια δημοκράτης», υποστήριζε την «ελέω Θεού βασιλεία», ο δε άλλος, βασιλόφρων εκ πεποιθήσεως, πρόβαλε επιχειρήματα άκρως δημοκρατικά και, πες πες, «φωνασκώντας» παραλίγο να έρθουν στα χέρια, υπέρμαχοι «θέσεων» που μια ζωή φανατικά πολεμούσαν.

Θυμάται ακόμα ο παππούς το δημοψήφισμα του 1946, που θα καθόριζε μεταξύ βασιλείας και δημοκρατίας το πολίτευμα της Ελλάδος. Υπήρχαν αιματηρές αντιπαραθέσεις και πολύς φανατισμός. Ένα μεσημέρι, λίγες μέρες πριν από το δημοψήφισμα, εμφανίστηκε στη γειτονιά μια ομάδα αγριωπών και ψωμωμένων νεαρών, η οποία σταμάτησε μπροστά στην ΕΒΓΑ. Ο πιο θηριώδης, που ενεργούσε ως επικεφαλής, πέταξε στη μούρη του μαγαζάτορα μια μεγάλη φωτογραφία του βασιλιά λέγοντας:

«Κόλλησε τη στη βιτρίνα». Καθώς ο μαγαζάτορας ούτε που κουνήθηκε από τη θέση του, το ντερέκι πριν αποχωρήσουν πρόσθεσε: «Σε δέκα λεπτά θα περάσουμε για να εξακριβώσουμε εάν την κόλλησες». Φανατικός κουκουές ο Εβγατζής αδιαφόρησε και πέταξε τη φωτογραφία πίσω από το ψυγείο. Συνεπείς στο ραντεβού τους οι νεαροί, κατέφθασαν φορμαρισμένοι. Ο επικεφαλής τους, δεινός στο «λέγειν», ρώτησε: «Γιατί δεν κόλλησες τη φωτογραφία, ρε;…» Ο Εβγατζής απάντησε ήρεμα: «Τόση ώρα την έφτυνα για να την κολλήσω με το σάλιο μου, αλλά δεν κόλλαγε με τίποτα…» Τότε παρενέβη ένας άλλος από την ομάδα, ένας σωστός «πεχλιβάνης», που στριφογύριζε στο στόμα μιαν οδοντογλυφίδα και είπε: «Και δεν μου λες, ρε. Πού θα την κόλλαγες αφού δεν έχει βιτρίνα το μαγαζί;». Και με αστραπιαία κίνηση αρπάζει από το κασόνι μια μπουκάλα γάλα ΕΒΓΑ και κατεβάζει την τζαμαρία της βιτρίνας κάνοντάς τη χίλια κομμάτια.


Σχολιάστε εδώ