Απαραίτητο για τη «γερμανική Ευρώπη» ένα ΔΝΤ στη διαπραγμάτευση!

Η τελευταία εβδομάδα εντατικών διαπραγματεύσεων στις Βρυξέλλες, σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο, ήταν στην πραγματικότητα μια ολική επαναφορά στο σημείο που ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις πριν από τη συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου 2015. Οι «θεσμοί» επέστρεψαν εκεί που πάντα ήταν: Στις απαιτήσεις της 5ης αξιολόγησης.

Στη φάση αυτή, η ελληνική πλευρά προέβη σε μια κίνηση που «εκθέτει» τους «θεσμούς» στα μάτια της κοινής γνώμης. Συγκεκριμένα, η διαπραγματευτική ομάδα κατέθεσε πρόταση που αποδεχόταν μεγάλο μέρος των απαιτήσεων των δανειστών, αλλά υιοθέτησε μια εσωτερική κατανομή των βαρών, η οποία μοιράζει το κόστος των μέτρων μεταξύ των περισσότερο και λιγότερο ευκατάστατων κοινωνικών ομάδων και ανέδειξε τον στόχο προστασίας των οικονομικά ασθενέστερων.

Ενώ αρχικά οι ευρωπαίοι πιστωτές δέχθηκαν τις προτάσεις αυτές ως βάση διαπραγμάτευσης, την επομένη επανέφεραν στο προσκήνιο το ΔΝΤ. Το ΔΝΤ ανέτρεψε την κλείδα κατανομής των βαρών που υιοθετεί η ελληνική πρόταση και προέβαλε την υιοθέτηση περικοπών εισοδήματος αντί φορολογικών μέτρων, μείωσε τα μέτρα φορολόγησης των επιχειρήσεων, ζήτησε αύξηση του ΦΠΑ, προδίδοντας έτσι το πρόσημο των επιβαλλόμενων μέτρων. Η ελληνική πλευρά αντέτεινε πως είναι δικό της θέμα η επιλογή των μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος. Έγινε όμως έτσι εμφανές πως οι δανειστές εκδηλώνουν πολιτική προτίμηση και επιδιώκουν εγκλωβισμό της κυβέρνησης σε αδιέξοδο.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η φιλοσοφία των Μνημονίων, δηλαδή η πολιτική λιτότητας, βασίζεται στην παραδοχή ότι η λύση του προβλήματος της Ελλάδος είναι η μείωση του κόστους εργασίας και η εφαρμογή διαρθρωτικών μέτρων (π.χ. στην αγορά εργασίας ή στο Ασφαλιστικό) που καταλήγουν στη μείωση μισθών και συντάξεων. Η παραδοχή αυτή είναι κεντρικό θέμα του «προγράμματος προσαρμογής» και παραμένει κεντρικός πυλώνας της διαπραγματευτικής στάσης των δανειστών.

Επιμένουν δηλαδή οι πιστωτές στη στρατηγική της υποτίμησης μισθών και συντάξεων και απορρύθμισης της αγοράς εργασίας. Θεωρούν ότι έτσι θα προωθήσουν την ανάκαμψη, ενώ στην πραγματικότητα προκαλούν μεγαλύτερη ύφεση. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα μέτρα (8,5 δισ.) που περιλαμβάνονται στην πρόταση των «θεσμών», που ήταν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων την Πέμπτη, εκτιμάται ότι θα έχουν ένα πρόσθετο υφεσιακό αποτέλεσμα στην ελληνική οικονομία, της τάξεως του 5% τουλάχιστον. Οδηγούν δηλαδή τη χώρα σε βαθύτερη ύφεση και καταστροφή του παραγωγικού δυναμικού.

Δεδομένου ότι η πρόταση της ελληνικής πλευράς εκθέτει τους ευρωπαίους δανειστές -χαρακτηριστική η προσπάθεια Γιούνκερ να αποποιηθεί τις προτάσεις για μείωση συντάξεων-, αυτοί χρησιμοποιούν το εκτός ευρώπης ΔΝΤ και «κρύβονται» πίσω από τις δικές του συνταγές. Παραμένουν άκαμπτοι προς τη νέα ελληνική κυβέρνηση, όπως ήταν και προς την προηγούμενη. Η διαφορά είναι ότι η προηγούμενη ήταν υποταγμένη ενώ η σημερινή αντιτίθεται στο μοντέλο της προωθούμενης «γερμανικής Ευρώπης» που καταργεί το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο.

Η χρησιμοποίηση του ΔΝΤ στα ευρωπαϊκά προγράμματα «διάσωσης» ήταν γερμανική επιλογή, διότι οι αρχές που εμπεριέχονται στις οικονομικές προδιαγραφές του, που γενικά απαιτούν μείωση δημοσίων δαπανών, υψηλότερους φόρους και ιδιωτικοποιήσεις -ακόμη και εν μέσω ύφεσης-, είναι μέρος της λεγόμενης «Συμφωνίας της Ουάσινγκτον», που βέβαια δεν βρίσκει κατανόηση σε άλλα μέρη του κόσμου. Είναι γνωστό πως οι περισσότερες ασιατικές χώρες διατηρούν πικρά αισθήματα για τις παρεμβάσεις του ΔΝΤ κατά την περίοδο της λεγόμενης «ασιατικής κρίσης» του 1997. Οι αναπτυσσόμενες χώρες θεωρούν ότι έχει εμφανώς προτίμηση στην υπεράσπιση των συμφερόντων των αναπτυγμένων οικονομιών της Δύσης και δημιουργούν ήδη εναλλακτικές λύσεις στο ΔΝΤ και την αδελφή διεθνή τράπεζα (π.χ. Τράπεζα BRICS).

Στο ευρωπαϊκό έδαφος, η εμπλοκή του ΔΝΤ σηματοδοτεί την προσπάθεια δημιουργίας μιας Ευρώπης πολλαπλών ταχυτήτων, στην οποία η χώρα μας θα είναι στη χαμηλότερη. Η «κινεζοποίηση» της Ευρωζώνης, που προωθεί η γερμανική ελίτ, δεν βρίσκει «στα σημεία» σύμφωνη την αμερικανική πολιτική, που δεν βλέπει με καλό μάτι τη χρηματοπιστωτική κυριαρχία της Γερμανίας, η οποία ταυτόχρονα δεν «συνεργάζεται» με τις ΗΠΑ στη ρύθμιση των παγκόσμιων αγορών. Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε λοιπόν ότι ενώ η αντιπροσωπεία του ΔΝΤ, υπό την -ευρωπαία- Κρ. Λαγκάρντ, «τορπιλίζει» τη συμφωνία για την Ελλάδα, με απαιτήσεις που ο Αλ. Τσίπρας δεν μπορεί να δεχθεί, την ίδια στιγμή ο -αμερικανός- εκπρόσωπος του διοικητικού μηχανισμού του Ταμείου στην Ουάσιγκτον, Τζ. Ράις, δηλώνει πως η αθέτηση πληρωμής την 30ή Ιουνίου δεν αποτελεί πιστωτικό γεγονός, προσφέροντας χρόνο στην ελληνική πλευρά.

Στο σύνθετο αυτό παιχνίδι, ο «πολύς» κ. Ντόναλντ Τουσκ ψέλλισε «the game is over», προσφέροντας δόλωμα πεντάμηνης παράτασης της δανειακής σύμβασης, με μια χρηματοδότηση ύψους 15,5 δισ., προκειμένου να εξασφαλισθεί η αποπληρωμή των δόσεων προς ΔΝΤ και ΕΚΤ μέχρι τον Οκτώβριο. Μέχρι να ξεπερασθεί δηλαδή ο κίνδυνος που αποτελεί για τις αγορές μια αθέτηση πληρωμών.

Την ίδια στιγμή, ο κ. Σόιμπλε ετοιμάζεται να «κάνει ταμείο» με την πρόταση του quartetto για περισσότερο έλεγχο στους ευρωπαϊκούς προϋπολογισμούς και θεσμική εξασφάλιση της λιτότητας, που με τη βοήθεια της αγοράς χωρίζει τις χώρες της Ευρωζώνης σε δανειστές και δανειζόμενους.

Είναι όμως η Ευρώπη μόνο μια αγορά; Στην Ελλάδα είναι πάντα χώρος συγκέντρωσης του Δήμου. Για τον λόγο αυτό η ελληνική διεκδίκηση συμβολίζει την αντίσταση στη «γερμανική Ευρώπη». Αυτή δεν έχει χρονικούς περιορισμούς και αρχίζει να αναπτύσσεται σε πολλούς ευρωπαϊκούς λαούς.


Σχολιάστε εδώ