ΤΑ ΠΟΛΛΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΑΝΕΝΤΙΜΑ ΛΑΘΗ ΓΕΜΙΣΑΝ ΕΝΑ ΠΟΛΥ ΒΡΩΜΙΚΟ ΚΑΛΑΘΙ
Τόν Εφιάλτη πρόφτασα
κάπου στίς Θερμοπύλες
καί τήν κουβέντα αρχίσαμε
γιά φτώχεια καί γιά βίλες.
•••
Όταν εγώ τόν ρώτησα
γιατί έγινε προδότης
εκείνος μού απάντησε
πώς ήταν πατριώτης.
•••
Κι ο Λεωνίδας ποταπός
ένας Σπαρτιάτης βλάκας
πού έσφαζε καί θέριζε
γιά δόξα ο μαλάκας.
•••
Τί λές ακατονόμαστε
φίδι κολοβωμένο
ο Λεωνίδας ήτανε
ρόδο ευλογημένο.
•••
Χαράμισε τήν ζήση του
γιά κάτι τομαράκια
ωσάν εσένα άχρηστε
καί πήγε θυμαράκια.
•••
Τούς νόμους εσεβάστηκε
τούς Λακεδαιμονίους
πού νά σκεφτεί ο ήρωας
εσάς τούς δαιμονίους.
•••
Πού νά σκεφτεί ο έρημος
πώς πίσω απ’ τήν πλάτη
εσείς τού ετοιμάζατε
τήν πιό αισχρή απάτη.
•••
Εσύ δέν είσαι Έλληνας
είσαι ένα τομάρι
πού διά λόγον άγνωστο
σού κάνανε τήν χάρη,
•••
καί δέν σέ κατασφάξανε
διά τό έγκλημά σου
καί τώρα κοκορεύεσαι
ξύνοντας τ’ αχαμνά σου.
•••
Γιατί η Σπάρτη γύμναζε
άντρες νά μεγαλώσει
κι ο Λεωνίδας ήθελε
Πέρσες νά εξοντώσει.
•••
Καί βρέθηκες τομάριο
τήν δόξα ν’ αφανίσεις
κι εγώ νά βασανίζομαι
από τίς αναμνήσεις.
•••
Μίλησε ασυνείδητε
βρές δικαιολογία,
μήπως Περσίδες μάγισσες
σού έκαναν μαγεία;
•••
Έπαψες νά ‘σαι Έλληνας
πάνω είς στά κρεβάτια
Περσών Περσίδες γάμαγες
τούς πέταγες τά μάτια;
•••
Μέσα είς τό δισάκι σου
λιρών ακούω βρόντο
καί άλλα χαχανίσματα
νά τούς κρατούν σιγόντο.
•••
ΤΟΤΕ ΑΝΑΣΗΚΩΘΗΚΕ
ΣΦΑΙΡΑ Ο ΕΦΙΑΛΤΗΣ
ΚΑΙ ΕΙΠΕ ΣΤΟΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟ
Ο ΘΕΡΜΟΠΥΛΩΝ ΨΑΛΤΗΣ:
•••
«ΣΥ ΤΩΡΑ ΜΑΣΚΑΡΕΥΕΣΑΙ
ΤΟΝ ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟ.
ΚΑΚΟΜΟΙΡΕ ΑΠΟΓΟΝΕ
ΚΑΙ ΛΕΡΩΜΕΝΟ ΡΟΥΧΟ.
•••
ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΗΝ
ΕΛΛΑΔΑ ΣΑΣ
ΒΡΙΖΕΤΕ Τ’ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ.
ΕΓΩ ΤΡΙΑΚΟΣΟΥΣ ΠΡΟΔΩΣΑ
ΕΣΕΙΣ ΤΣΟΥΒΑΛΙΑ ΑΜΜΟΥ».
……………………………………………………….
Εκείνος, ο Εφιάλτης, ήταν ένας καί γνωστός.
Εκείνο όμως πού μέ ταλανίζει
είναι, πώς μονάχα ο παπάς τής κάθε
γειτονιάς, άν εξομολογηθεί θαρραλέα, θά δείξει
εκατοντάδες είς τό δεξιό ψαλτήριο τού Ναού.