«Μερακλής» και «Βορονώφ»
Διατρέξαμε συνοπτικά και «επί τροχάδην» την ιστορία της. Ανακαλέσαμε στη μνήμη εμπορικές φίρμες που δεν υπάρχουν πια και καθίσαμε νοερά για καφέ στο πάντοτε ασφυκτικά γεμάτο καφενείον «Σιγάλα», όπου έδιναν ραντεβού όσοι είχαν νταλαβέρια με τη Δικαιοσύνη. Όταν το Αρσάκειο εκπαιδευτήριο μετακόμισε στο Ψυχικό, στο τεράστιο μέγαρο στεγάστηκαν δικαστήρια. Καθώς δικαστήρια υπήρχαν και στο γειτονικό κτίριο της άλλοτε Βασιλικής Τυπογραφίας, μεταξύ των οδών Αρσάκη – Σανταρόζα, η περιοχή μεταβλήθηκε σε… άντρο της Θέμιδος και συγκέντρωνε συνέχεια κόσμο. Λειτουργούσαν, βέβαια, ένα-δύο στέκια και στην οδό Σανταρόζα, αλλά αυτά ήσαν ουζάδικα, όπως το περίφημο «Νούμερο 5», όπου το μεσημέρι μαζεύονταν οι συνήγοροι και τραβούσαν τα ουζάκια τους.
Συνεχίζοντας σήμερα τον περίπατό μας επισκεπτόμαστε την άλλη ιστορική στοά, τη στοά Ορφανίδου, που ξεκινούσε από τη Σταδίου απέναντι από το Αρσάκειο και «έβγαζε» στη Σοφοκλέους πλάι στο Χρηματιστήριο. Ήταν κυρίως κέντρο «σαράφηδων» όπου εκτελούνταν χρηματιστηριακές εργασίες. Αγόραζαν και πουλούσαν χρυσές λίρες λιανικώς και χονδρικώς σε μασούρια -ή με το ζύγι αν ήταν πολλές-, διενεργούσαν αγοραπωλησίες μετοχών και αναρτούσαν πίνακες με το «κλείσιμο χρηματιστηρίου». Σιγά σιγά, όμως, οι σαράφηδες αναβαθμίστηκαν σε συμβούλους επενδύσεων και μετακόμισαν σε νεόδμητα κτίρια υψηλών προδιαγραφών με προθαλάμους και μινιφορούσες γραμματείς. Το κενό που άφησαν στη στοά σύντομα καλύφθηκε από διάφορα μικρομάγαζα που πουλούσαν μπουφάν και διάφορα παρόμοια. Στην πραγματικότητα όμως αστέρας της στοάς ήταν ο διάσημος για περισσότερο από μισό αιώνα «Μερακλής», με τις φημισμένες τυρόπιτές του… Ήταν αδύνατον να περάσει κάποιος από τη στοά χωρίς να σταθεί για να γευθεί στα όρθια μια καυτή τυρόπιτα. Αλλά, εκτός από τους περαστικούς, πολλοί λοξοδρομούσαν και πήγαιναν στον «Μερακλή» για να κολατσίσουν στα γρήγορα. Αμέτρητοι ήταν οι μόνιμοι και πιστοί πελάτες που γεύονταν τις δημιουργίες του. Την κλασική τυρόπιτα και την άλλη σπεσιαλιτέ του, που είχε γέμιση άχνη ζάχαρη αντί για τυρί. Το μαγαζί δεν είχε τραπέζια για να κάθονται οι πελάτες. Ερχόταν λοιπόν στιγμές, προς το μεσημέρι, που γινόταν μέσα στη στοά συνωστισμός από ανθρώπους που βάδιζαν, αργά αργά, μασουλώντας μια τυρόπιτα που κράταγαν στο χέρι. Το καλοκαίρι έφτιαχνε και μια δικής του συνταγής δροσιστική λεμονάδα, πραγματικά πολύ εύγευστη. Αξέχαστη παραμένει στη μνήμη αρκετών γενεών η συμπαθητική φυσιογνωμία του.
Άλλος διάσημος της στοάς Ορφανίδου, που και αυτός ταυτίστηκε μαζί της, ήτανε ο «Βορονώφ των στυλογράφων». Για τους νεότερους, που αγνοούν τι εστί Βορονώφ, τους ενημερώνουμε πως ήταν ένας διάσημος γιατρός, ο οποίος, όπως έγραφαν οι εφημερίδες, «ανακάλυψε τη μέθοδο που καταργούσε τα γηρατειά και ξανάκανε νέους γεμάτους σφρίγος και ορμή μέχρι και τα ”χούφταλα” ακόμη». Ο «δικός μας» είχε το μικρό εργαστήριό του στο υπόγειο του κτιρίου και επισκεύαζε στυλογράφους, εμφανιζόμενος στο είδος του ως ισότιμος «αναζωογονητής» του Βορονώφ.
Υπήρξε εποχή που η κατοχή στυλογράφου αποτελούσε ένδειξη οικονομικής ευμάρειας, διότι κόστιζαν πανάκριβα. Φιγουράριζε το «πιαστράκι του» στο εξωτερικό μικρό τσεπάκι του σακακιού και όσο πιο λεφτάς ήταν ο κάτοχός του τόσο πιο πολλά πιαστράκια μοστραρίζονταν στο τσεπάκι. Ήταν μια αμερικανικής προελεύσεως επίδειξη πλούτου, μια μόδα που βρήκε στην Ελλάδα πολλούς μιμητές. Οι στυλογράφοι ήταν πολλών ποιοτήτων και κατηγοριών. Κυκλοφορούσαν στην αγορά χρυσοί, για να υπογράφουν συμβόλαια οι καπιταλίστες και συμφωνίες οι αρχηγοί κρατών. Οι «ανωτέρας τάξεως» στυλόγραφοι είχαν χαραγμένο στο καπάκι τους και το όνομα της μάρκας τους και ήταν πάντα το πιο ευπρόσδεκτο δώρο. Φυσικά, αν και τους πρόσεχαν «σαν τα μάτια τους», το κουσούρι τους ήταν ότι χάλαγαν συχνά. Ή θα πέφτανε και θα στράβωνε η πένα τους ή θα τρύπαγε το λαστιχένιο σωληνάκι που ήταν το ντεπόζιτο με το μελάνι, το οποίο ξεραινόταν και έφραζε τον αγωγό οπότε αναγκαστικά έπρεπε να πάει στον μάστορα. Η επισκευή τους δεν ήταν δύσκολη. Ήταν όμως λεπτοδουλειά που απαιτούσε επιδεξιότητα. Ο «Βορονώφ» τους επισκεύαζε με σχολαστικότητα και έβγαζε μεροκάματο.
… Στη ζωή, δυστυχώς, ενώ οι νέοι εξακολούθησαν να γερνούν, κανένας γέρος δεν ξανάνιωσε Το άστρο του δόκτορος Βορονώφ γρήγορα έσβησε, ο πανάκριβος στυλογράφος ξεπεράστηκε και εκτοπίστηκε από το ευτελές τύπου «Bic» και μόνο η στοά Ορφανίδου εξακολουθεί να ζει την καθημερινότητά της με συχνές αλλαγές. Στη γειτονιά της επί της Σοφοκλέους υπήρχε και μια άλλη μεγάλη πασίγνωστη στοά. Μια στοά που όλοι την είχαν ακουστά, αλλά ελάχιστοι την είχαν διασχίσει, και μοναχά το «σινάφι» του Τύπου την έτρωγε μερόνυχτα στη μάπα. Ήταν η στοά Πάππου, όπου στεγάζονταν γραφεία εφημερίδων και περιοδικών, λειτουργούσαν τυπογραφεία και διακινούνταν ανά τη χώρα τα κάθε λογής έντυπα από το εκεί εγκατεστημένο πρακτορείο Τύπου. Πριν οικοδομηθεί, ο χώρος ήταν μια τεράστια αλάνα διάσπαρτη από μικρά κτίσματα με ποικιλία επαγγελματιών. Αλλά η «περιγραφή» της θα συνεχιστεί στον επόμενο περίπατό μας…