Η ώρα της μεγάλης απόφασης για τον πρωθυπουργό

Αυτή η διαπίστωση έλαβε χώρα κατά κοινή ομολογία, αφού και ο Τύπος τις επόμενες ημέρες της ομιλίας του κινήθηκε σε αυτό το πλαίσιο. Όπως ήταν επόμενο, δικαιολογημένα διερωτήθηκα: Πού να οφείλεται, άραγε; Στο ότι δεν γνωρίζει τον κίνδυνο που αντιμετωπίζει από τις συνιστώσες του κόμματός του ή, αντιθέτως, στο ότι γνωρίζει και ακριβώς για να προλάβει οτιδήποτε δυσάρεστο μελλοντικά επέδειξε προς τους συντρόφους του αυτήν τη συμπεριφορά;

Βέβαια, μέσα στις επόμενες μέρες, είτε το θέλουν είτε δεν το θέλουν οι σύντροφοι ακροατές του, η κυβέρνηση θα κάνει ένα από τα δύο: Ή θα υπογράψει ό,τι της πουν (δηλαδή, ό,τι της σερβίρουν) ή θα αρνηθεί και, όπως είναι επόμενο, θα αναλάβει την ευθύνη για οτιδήποτε προκύψει, με πρώτο και κύριο να οδηγήσει τη χώρα, όπως συνηθίζεται να λέγεται τελευταία, σε «πιστωτικό γεγονός». Άλλη προοπτική δεν φαίνεται να υπάρχει. Έτσι, και σε αυτό το πλέγμα (αλλιώς, το κοκτέιλ) εκδοχών, δικαιολογείται απολύτως οιοσδήποτε εκνευρισμός ή, έστω, και δυσκολία του πρωθυπουργού. Εάν επαληθευθεί η πρώτη εκδοχή, θα έχουμε μια εκ των πραγμάτων και συγχρόνως οδυνηρή διάψευση όσων είχε κατά καιρούς υποσχεθεί. Εάν συμβεί το δεύτερο, ο μη γένοιτο, «θα ανοίξει ο ασκός του Αιόλου» ή, αλλιώς, η πατρίδα μας θα έχει μετατραπεί, κατά τη ρήση του εθνάρχη Κωνσταντίνου Καραμανλή, «σε ένα απέραντο φρενοκομείο» και κανείς μα κανείς δεν θα ήθελε να βρίσκεται στη θέση του Αλ. Τσίπρα.

Έτσι, λοιπόν, είναι απολύτως κατανοητός ο διαπιστωθείς εκνευρισμός. Κατανοητή είναι ακόμη και η παρατηρηθείσα φραστική αναμέτρηση με ορισμένους από τους πραγματικούς ή φανταστικούς εχθρούς του μέσα στην ΚΕ. Ωστόσο, οι καίριες αποφάσεις, είτε το θέλουν οι σύντροφοι είτε όχι, δεν θα ληφθούν στην ΚΕ, έστω κι αν διαφωνούν με απύθμενο πάθος. Αυτό μπορούν να το κάνουν. Μόνον αυτό, όμως, και τίποτε περισσότερο, με αποτέλεσμα το αρχικό δίλημμα, «αν θα υπάρξει συμφωνία ή όχι», να παραμένει τόσο απλό αλλά και τόσο βαθύ σε σημασία και νόημα.

Θα τολμούσα έτσι να πω ότι, χωρίς να το θέλουμε, επιστρέψαμε στο βράδυ των εκλογών της 25ης Ιανουαρίου. Μόνον που έχουν περάσει τέσσερις μήνες και από τότε τα «λεφτά έχουν τελειώσει» και επαναλαμβάνεται συνεχώς το ερώτημα: Ποιος φταίει; Μήπως οι εταίροι μας δεν έδωσαν χρονικά ή άλλα περιθώρια στη νέα ελληνική κυβέρνηση; Μήπως την αντιμετώπισαν με υπερβολική ή, έστω, σχετική δυσπιστία ή και καχυποψία; Μήπως δεν την άκουσαν με την απαιτούμενη προσοχή και κατανόηση; Ή μήπως ευθύνεται και η κυβέρνηση για έλλειψη προετοιμασίας; Όποια από αυτά κι αν συντρέχουν, ένα είναι το γεγονός: Δεν κρίθηκαν εκεί τα πράγματα. Κρίθηκαν στο ότι αυτό που εκφράζει ο ΣΥΡΙΖΑ, που νίκησε στις εκλογές, δεν είναι συμβατό με το σημερινό ευρωπαϊκό πλαίσιο.

Η δε εκλογική νίκη του, ως ενός μικρού κόμματος σε μια μικρή χώρα, δεν μπορεί να το μεταβάλει ουσιαστικά. Απομένει άρα να αποφασίσει μόνον η κυβέρνηση αν θέλει να ζήσει στη συγκεκριμένη σημερινή Ευρώπη, και όχι σε «κάποια άλλη», όπως την έχουν φανταστεί οι της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ. Βέβαια, στις μέχρι τώρα δημοσκοπήσεις ο ελληνικός λαός έχει δείξει τις προτιμήσεις του, που όμως δεν συμβαδίζουν απαραιτήτως με τις διαθέσεις της τελευταίας. Αυτό και μόνο καθιστά πιο δύσκολη τη θέση του πρωθυπουργού, αφού θα πρέπει να λάβει ίσως και την πιο επώδυνη απόφαση… Οψόμεθα, λοιπόν, ες Φιλίππους…


Σχολιάστε εδώ