Στοές της Αθήνας
Κάνοντάς τους όμως ένα πρόχειρο νοερό προσκλητήριο, αντιληφθήκαμε ότι οι στοές στην Αθήνα είναι «ως η άμμος της θαλάσσης» και δεν ξέρεις με ποια να ασχοληθείς. Όλες οι ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις έχουν στοές. Είναι οι περίφημες arcades, όπου στεγάζεται ό,τι εκλεκτότερο διαθέτει σε γκλαμουριά και γοητεία η πόλις, όπως, π.χ., η περίφημη Galleria Vittorio Emmanuelle του Μιλάνου. Στην Ελλάδα, αντιθέτως, δεν έχουμε στοές… γαλαζοαίματες. Εδώ συναντούμε εργαστήρια μικροκατασκευών ή καταχωνιασμένα κάτι περίεργα επαγγέλματα που σπανίως συναντάς σε ανοιχτούς χώρους. Στα χρόνια τα παλιά λιγοστές ήταν οι στοές της Αθήνας. Η ξέφρενη όμως «ανοικοδόμηση του ’50-’70» και η ανάγκη να αξιοποιηθεί οικονομικά κάθε μέτρο γης οδήγησαν μηχανικούς και εργολάβους να ανεγείρουν στοά σε κάθε κτίσμα. Στοές τυφλές και αδιέξοδες και άλλοτε διαμπερείς, που τουλάχιστον προφύλαγαν τους πεζούς από τη βροχή και το ξεροβόρι τον χειμώνα και από το λιοπύρι το καλοκαίρι. Επειδή, πάντως, το θέμα μου «τσίγκλισε» μνήμες, σκέφτηκα πως θα ήταν ευχάριστη μια βολτίτσα στις πιο αξιοσέβαστες, λόγω ηλικίας, αθηναϊκές στοές και όπως έλεγαν οι αρχαίοι «από Διός άρξασθαι», θα ξεκινήσουμε από την πιο διάσημη και την πλέον «πεπατημένη». Τη στοά Αρσακείου.
Με δαπάνες, κατά το μεγαλύτερο μέρος, του εθνικού μας ευεργέτη Απόστολου Αρσάκη χτίστηκε τον προπερασμένο αιώνα το τεράστιο κτίριο της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, επάνω σε ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο, για να στεγάσει εκπαιδευτήριο θηλέων, δηλαδή «παρθεναγωγείο», με σκοπό να μάθουν -λέει- τα κορίτσια γράμματα. Μαθήτριες της σχολής ήταν οι αξιολάτρευτες, από τους αθηναίους δανδήδες, Αρσακειάδες. Σύμφωνα με τα σχέδια, διανοίχτηκε μια διαμπερής στοά που διχοτομούσε κατά κάποιον τρόπο το ισόγειο του τεράστιου οικοδομήματος, τη γνωστή μας στοά Αρσακείου. Κύριο στοιχείο της ταυτότητάς της ήταν ο μεγάλος γυάλινος τρούλος που φώτιζε το εσωτερικό της, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ενός «αίθριου». Τα καταστήματα που προεβλέπετο να δημιουργηθούν μέσα σε αυτήν καθώς και περιμετρικά στο ισόγειο του μεγάρου, θα ενοικιάζονταν σε εμπορικές επιχειρήσεις, εξασφαλίζοντας στη Φιλεκπαιδευτική έσοδα για τους σκοπούς της. Έτσι, με κράχτη την ύπαρξη του εκπαιδευτηρίου, η περιοχή έγινε «πιάτσα» βιβλιοπωλείων, καθώς επί πολλές δεκαετίες ήταν εγκατεστημένα στα «ευρύτερα πέριξ» και κυρίως στην οδό Πεσμαζόγλου, που εξελίχθηκε σε ευνοούμενο δρόμο των βιβλιοπωλών. Ανάμεσά τους υπήρχε επίσης μαγαζί με κουζινικά, ονόματι «Δούζινα», και το παλαιοπωλείο του Σταυρίδη, που εξυπηρετούσε ενίοτε και ως ενεχυροδανειστήριο. Ο… «πρύτανης» των καταστηματαρχών της στοάς ήταν ο Ηλίας Κοκκώνης, με τις κάθε μεγέθους και ποιότητας ελληνικές σημαίες ξηράς και θαλάσσης, σημαιάκια του «ναυτικού αλφάβητου», «κύπελλα και έπαθλα» για κάθε φύσεως νικητές. Πουλούσε επίσης σημαίες και τα εμβλήματα άλλων κρατών και γενικώς μια ποικιλία αξεσουάρ για προσκόπους και κάμπινγκ. Άλλα «εξειδικευμένα» μαγαζιά, που έβρισκες μοναχά στη στοά, ήταν τα καταστήματα μουσικής. Πουλούσαν «παρτιτούρες» κλασσικής μουσικής αλλά και μοντέρνων συνθετών και τραγουδοποιών. Στοιβάζονταν σε «πάκα» επάνω στους πάγκους τα δισέλιδα έντυπα με τα εντυπωσιακά εξώφυλλα, που περιείχαν τους στίχους και τη μουσική των τελευταίων σουξέ.
Ήταν η εποχή όπου τα «άπταιστα γαλλικά» των κορασίδων πήγαιναν ντουέτο με τη δεξιοτεχνία τους στο πιάνο και ιδίως στις «Nocturnes» του Σοπέν. Ήταν στοιχεία απαραίτητα στον κατάλογο των προσόντων της νύφης στις διαπραγματεύσεις του συνοικεσίου. Μαζί με τις παρτιτούρες πωλούσαν καθετί σχετικό με τη μουσική. Βιβλία με βοηθήματα σολφέζ και αρμονίας αλλά και ανταλλακτικές χορδές βιολιού και κιθάρας και τα ειδικά «σαπουνάκια» για να γλιστρά το δοξάρι στο βιολί. Άρρηκτα δεμένα διαχρονικά με τη στοά ήταν τα φημισμένα μουσικά καταστήματα Γαϊτάνου, του Γρηγόρη Κωνσταντινίδη και αργότερα του Νικολαΐδη. Επί πολλά χρόνια μέσα στη στοά υπήρχε επίσης το μοναδικό ίσως κατάστημα στην Αθήνα που πουλούσε γνήσια βιεννέζικα έπιπλα. Στεκόσουν στις βιτρίνες τους και χάζευες τα γεμάτα χάρη και φινέτσα σαλονάκια, ένα «χάρμα ιδέσθαι». Παρέκει, στην είσοδο της στοάς από την Πανεπιστημίου, φιγουράριζε για πάρα πολλά χρόνια το ζαχαροπλαστείο «Bazar» Εξαρχόπουλου. Παραδόξως, εντελώς άσχετα, υπήρχε και ένα μαγαζί γυναικείων φορεμάτων, το «Σταρρ», το πρώτο, νομίζω, που καθιέρωσε τις δόσεις.
Όταν το εκπαιδευτήριο μετακόμισε στο Ψυχικό, στο κτίριο εγκαταστάθηκαν δικαστήρια, έτσι έγινε διάσημο το γωνιακό καφενείο «Σιγάλα» στο κέντρο της στοάς στην έξοδο προς την Αρσάκη, όπου συναντιόνταν από λίαν πρωί μέχρις αργά το βράδυ δικηγόροι, μηνυτές, κατηγορούμενοι, μάρτυρες και… ψευδομάρτυρες. Με δύο λόγια, όσοι είχαν νταραβέρια με τη Θέμιδα. Αλλά θα συνεχίσουμε στο προσεχές…