Μείναμε με το στόμα ανοιχτό….
Το σχετικό απόσπασμα από το βιβλίο του Μιχάλη Ιγνατίου είναι πολύ αποκαλυπτικό για τη δουλική στάση της κυβέρνησης Παπανδρέου και για αυτούς που είχε εμπιστευθεί ο ελληνικός λαός για το αύριο της χώρας και τη ζωή των παιδιών του. Αναφορικά με το πώς αποκτήθηκε η «ελληνική ιδιοκτησία» του προγράμματος είναι ενδιαφέρουσα η μαρτυρία δύο εκ των παρευρισκομένων στην πρώτη συνάντηση της ελληνικής ομάδας διαπραγμάτευσης και των επικεφαλής των κλιμακίων της «τρόικας».
Ο πρώτος συμμετείχε, όπως και ο δεύτερος, στην επίμαχη συνάντηση. Όμως ο πρώτος είχε λάβει μέρος και στις διαβουλεύσεις που ξεκίνησαν αμέσως μετά τις εκλογές, τον Οκτώβριο του 2009. Η περιγραφή του είναι αποκαλυπτική:
Σηκώνω τα χέρια ψηλά!
«Εμείς πήγαμε για να ακούσουμε επί της αρχής τι έχουν να μας πούνε, τι έχουν να προτείνουν. Περιμέναμε να μας δώσουν το κείμενο, ως είθισται. Και μείναμε με το στόμα ανοιχτό όταν ο κ. Παπακωνσταντίνου είπε στους επικεφαλής της ”τρόικας” ότι δεν είχε να προτείνει τίποτα απολύτως. Ο υπουργός δεν είχε τίποτα να μας δώσει. Η λογική ήταν «σηκώνω τα χέρια ψηλά και πείτε μου εσείς τι πρέπει να κάνω». Θυμάμαι ότι ο Τόμσεν του απάντησε ότι εσείς πρέπει να μας δώσετε τις προτάσεις σας.
Και φαντάσου ότι αυτή η σύσκεψη των ελληνικών Αρχών με τους υποψήφιους δανειστές έγινε μετά από πάρα πολλές άλλες συναντήσεις που είχαν γίνει σε χαμηλότερο επίπεδο για να ετοιμαστεί η σύσκεψη του υπουργού με τους επικεφαλής για το πρόγραμμα αυτό καθαυτό.
Είχαμε ξεκινήσει να μιλάμε με την ελληνική πλευρά ως Τρόικα, μαζί δηλαδή με το ΔΝΤ, από το Δεκέμβριο του 2009. Εκείνη την εποχή συναντούσαμε τον κ. Ζανιά και στελέχη του υπουργείου Οικονομικών.
Από την αρχή τους λέγαμε ότι η δημοσιονομική προσαρμογή πρέπει να γίνει κυρίως στον τομέα των δαπανών και όχι με αύξηση των φόρων. Και συνέχεια ο κ. Ζανιάς -σε συνεννόηση με τον πρωθυπουργό και τον
υπουργό- μας έλεγε:
Ζανιάς: Στην Ελλάδα οι φόροι πολύ λίγοι!
«Οι φόροι στην Ελλάδα είναι πάρα πολύ χαμηλοί, τα φορολογικά έσοδα είναι πάρα πολύ χαμηλά και άρα έχουμε χώρο να ανεβάσουμε τα φορολογικά έσοδα. Άρα δεν χρειάζεται να κόψετε τις πολλές δαπάνες».
Αυτή ήταν η συζήτηση που γινόταν. Ήταν λάθος η ελληνική θέση, και τους το είπαμε, αλλά ο κ. Παπανδρέου δεν άκουγε. Αυτός έδινε την έγκριση για οτιδήποτε παρουσίαζε ο κ. Παπακωνσταντίνου.
Και μ’ αυτά και μ’ εκείνα φτάσαμε από το Δεκέμβρη του 2009 μέχρι τον Απρίλιο του 2010, που ξεκινήσαμε να συζητάμε περί προγράμματος, και αυτή η άποψη δεν είχε αλλάξει ως άποψη, ως γενικότητα, όχι ως κάτι συγκεκριμένο. Δηλαδή δεν μας παρουσίασαν ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα πώς θα αυξήσουν τα έσοδα και πώς θα επιτύχουν την προσαρμογή. Μας λέγανε τα γενικά: θα γίνουν πιο αποτελεσματικοί οι μηχανισμοί, θα πιάσουν τη φοροδιαφυγή, θα πατάξουν τη διαφθορά, ό,τι λέει και ο Βαρουφάκης τώρα. Τα ίδια πράγματα. Ό,τι λέει ο Βαρουφάκης τώρα μας τα έλεγε ο Παπανδρέου τότε.
Η αντίδραση των συναδέλφων του ΔΝΤ που είχαν μεγαλύτερη εμπειρία από αφρικανικές χώρες και από άλλες χώρες και λοιπά ήταν αυτή:
Χειρότεροι και από το Κονγκό ήμασταν!
«Σε όλες τις χώρες που έχουμε πάει για να ετοιμάσουμε προγράμματα με τις κατά τόπους Αρχές, είτε ήταν το Κονγκό είτε η Αφρική και η Ασία είτε ήταν η Λατινική Αμερική, υπήρχε πάνω στο τραπέζι μια πρόταση της εθνικής πλευράς, των Αρχών. Είναι πρώτη που βλέπουμε, και το βλέπουμε στην Ελλάδα, μια ευρωπαϊκή χώρα, να μην υπάρχει τίποτα, να μην υπάρχει κάτι που προτείνουν οι ίδιοι. Αυτοί περιμένουν τι θα τους πούμε εμείς»».
«Τι απάντησαν στον κ. Παπακωνσταντίνου;»
«Και ο Τόμσεν και οι δικοί μας του είπαμε αφού δεν έχεις κάτι έτοιμο, θα καθίσουμε εμείς μεταξύ μας [δηλαδή η Τρόικα] να ετοιμάσουμε μια πρόταση, την οποία θα σας φέρουμε αύριο μεθαύριο, για να συζητήσουμε επί κάτι συγκεκριμένου, δεν μπορούμε να συζητάμε γενικά. Να ετοιμάσουμε ένα χαρτί που θα λέει τρία τέσσερα πράγματα. Και πράγματι, σε συνεργασία και σε συνεννόηση με τις αρμόδιες υπηρεσίες, μαζέψαμε τα απαραίτητα στοιχεία και «κατασκευάσαμε» μια λίστα με μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής, από την πλευρά κυρίως των δαπανών.
Εμείς δεν είπαμε αύξηση φόρων. Όχι. Το μοναδικό που είπαμε ήταν ναι στην αύξηση του ΦΠΑ. Όλα τα άλλα ήταν στο επίπεδο των δαπανών. Όμως γιατί είπαμε ναι στην αύξηση του ΦΠΑ; Διότι είναι ένα μέτρο που αποδίδει γρήγορα. Δεν μας άρεσε ως μέτρο. Αλλά η κρισιμότητα της κατάστασης, και επειδή οι ελληνικές Αρχές κοιμόντουσαν ύπνο βαθύ και η διορία του Μαΐου κρεμόταν σαν σπαθί πάνω από την Ελλάδα, απαιτούσε ταχεία απόδοση. Προτείναμε από τη μία την αύξηση του ΦΠΑ και από την άλλη μέτρα για τη σαφή μείωση των δαπανών του κράτους. Δηλαδή να μειωθούν οι δαπάνες για τους μισθούς, να γίνει αναθεώρηση του ασφαλιστικού συστήματος και μείωση ή πλήρης κατάργηση του χρόνου των πρόωρων συντάξεων κ.ά.».
«Ωραία. Και όλα αυτά τα παρουσιάζετε στους Έλληνες συνομιλητές σας, σωστά;»
«Βεβαίως και τα παρουσιάζουμε (…). Όταν τα παρουσιάσαμε, ξεκίνησε μια συζήτηση (debate) του κατά πόσο θα πρέπει να αφαιρεθούν πράγματα από τη μείωση δαπανών και να προστεθούν μέτρα για την αύξηση των εσόδων. Αυτή ήταν η ελληνική αντίδραση. Η ελληνική κυβέρνηση προτιμούσε να μην πάρει τόσα πολλά μέτρα από την πλευρά των δαπανών, αλλά πρότεινε να δούμε ξανά τα μέτρα από την πλευρά των εσόδων. Δηλαδή φόρο στα τσιγάρα και στα ποτά, στο πετρέλαιο, αριστερά και δεξιά… Φόρο στο εισόδημα, στους έκτακτους φόρους κ.λπ. Εμείς λοιπόν πήραμε τις σκέψεις τους, διότι σκέψεις ήταν, δεν μας παρουσίασαν ένα συγκεκριμένο σχέδιο, πήραμε τις σκέψεις τους για να δούμε τι μας δίνει το καθένα από αυτά που πρότειναν, για να δούμε αν φτάνουνε.
Και καταλήξαμε στο μείγμα μέτρων, το μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής που συμπεριλήφθηκε στο Μνημόνιο. Και αφέθηκαν κάποια μέτρα για αργότερα, τα οποία δεν προσδιορίσαμε. Είπαμε ότι χρειάζονται επιπλέον μέτρα για τα επόμενα χρόνια, τα οποία θα προσδιορίσουμε στην επόμενη αξιολόγηση».