Η «αμαρτία» του ΔΝΤ, το χρέος και η «φυλακή» των δανειστών
Το ΔΝΤ φάνηκε ότι παίρνει τη σκληρότερη στάση, αφού επανέφερε τους διαπραγματευτές του στην Ουάσινγκτον, αναφέροντας πως υπάρχουν αγεφύρωτες διαφορές με την Ελλάδα. Στην πραγματικότητα, αυτό έγινε επειδή το ΔΝΤ δεν μπορεί να συμμετέχει σε διαπραγματεύσεις σε πολιτικό επίπεδο. Η κ. Λαγκάρντ θα συμμετάσχει φυσικά στο Eurogroup στις 18/6. Όμως υπάρχει και κάτι άλλο. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την περασμένη Πέμπτη, απέρριψε πάλι την άποψη του ΔΝΤ ότι οι ευρωπαίοι δανειστές, το 2010, χειρίστηκαν εντελώς λανθασμένα το πρώτο Μνημόνιο, πιέζοντας την Ελλάδα να μεταθέσει την απαραίτητη αναδιάρθρωση για το 2012
Οι διαφορές του ΔΝΤ δεν αφορούν μόνο τις ελληνικές θέσεις. Υπάρχει η βασική «αμαρτία» του οργανισμού, που, το 2010, παραβλέποντας τις τεχνοκρατικές του υποχρεώσεις προς τους μετόχους του, πήρε μέρος στη λεγόμενη «διάσωση» της Ελλάδας θεωρώντας το ιδιωτικό χρέος της βιώσιμο χωρίς την απαραίτητη αναδιάρθρωση. Αυτό το «λάθος», που αναγνώρισε το 2012, εμφανίζεται πάλι ως αγκάθι στη διαπραγμάτευση, καθώς το ΔΝΤ δεν μπορεί να συνεχίσει να χρηματοδοτεί το ελληνικό πρόγραμμα, που εξακολουθεί να μην είναι βιώσιμο, χωρίς σκληρά μέτρα.
Η Αθήνα ήδη δεν ανταποκρίθηκε σε υποχρέωση 300 εκατ. ευρώ προς το ΔΝΤ, μεταθέτοντας αυτή τη δόση και τις υπόλοιπες τρεις του Ιουνίου για τα τέλη του μήνα. Η νέα προθεσμία για τις 30 Ιουνίου, σε ό,τι αφορά την πληρωμή συνολικά 1,6 δισ. ευρώ, σημαίνει ότι η αξιοπιστία του ΔΝΤ σε περίπτωση αθέτησης πληρωμής θίγεται ανεπανόρθωτα, δεδομένου ότι το «λάθος» είναι γνωστό στους πελάτες και τους μετόχους του. Η μη επίτευξη συμφωνίας στις 18/6 θα οδηγήσει τη χώρα σε αθέτηση πληρωμών προς το ΔΝΤ αλλά και την ΕΚΤ τον επόμενο μήνα. Οι αθετήσεις αυτές, που δεν αποτελούν χρεοκοπία προς τον ιδιωτικό τομέα, δεν ενεργοποιούν CDS, αλλά είναι κάτι που η Ευρωζώνη θέλει οπωσδήποτε να αποφύγει, καθώς θίγει την αξιοπιστία της, θα προκαλούσε τεράστιες αναταράξεις, άτακτες κεφαλαιακές ροές και απώλειες στις παγκόσμιες αγορές.
Επί τέσσερις μήνες, ο Αλ. Τσίπρας προσπαθεί να καταλήξει σε συμφωνία με τους πιστωτές, διεκδικώντας δυνατότητα άσκησης αναπτυξιακής πολιτικής με βάση δημόσιες επενδύσεις και απορρίπτοντας «μεταρρυθμίσεις» που επιτείνουν την ύφεση. Οι δανειστές ισχυρίζονται ότι τα μέτρα που απαιτούν θα καταστήσουν πιο ανταγωνιστική την Ελλάδα, παρά την αποτυχία αυτής της πολιτικής μέχρι σήμερα και παρά το γεγονός ότι θα συρρικνώσουν περαιτέρω το ΑΕΠ και θα πλήξουν δραστικά τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα.
Πριν από μία εβδομάδα, ο πρωθυπουργός απέρριψε τις προτάσεις των «θεσμών», με τον χαρακτηρισμό «παράλογες», στην ομιλία του στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Το σχέδιο των «θεσμών» προβλέπει εννιάμηνη παράταση του ισχύοντος προγράμματος και εν συνεχεία τρίτο πακέτο με νέο δάνειο και Μνημόνιο. Σχετικά με το θέμα της άμεσης χρηματοδότησης, παρατείνει το μαρτύριο της σταγόνας και των προαπαιτούμενων.
Η ρευστότητα για τις δανειακές υποχρεώσεις της ελληνικής κυβέρνησης θα προέλθει από τα δεσμευμένα 10,9 δισ. του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, από αύξηση του ορίου εντόκων γραμματίων και από την καταβολή τμήματος της εκκρεμούσης δόσης των 7,2 δισ. ευρώ, με αντάλλαγμα περικοπές στις συντάξεις, αυξήσεις φόρων και άλλα μέτρα, κυρίως στην αγορά εργασίας και τις ιδιωτικοποιήσεις.
Υπάρχουν φυσικά διαφωνίες σχετικά με τους όρους που θα γίνουν αυτά αλλά και με το αν θα ακολουθήσει νέο πρόγραμμα ή όχι. Η παράταση μέχρι τον Μάρτιο του 2016 προφανώς συμπίπτει με την ολοκλήρωση του προγράμματος του ΔΝΤ, υποδηλώνοντας τον νέο προσωρινό συμβιβασμό μεταξύ των δανειστών. Το ΔΝΤ θα επανέλθει φυσικά όταν η συμφωνία που τώρα προσπαθούν να επιβάλουν, θα περιλαμβάνει τις ελληνικές υποχωρήσεις που υποδεικνύει, ώστε να καταστεί το χρέος προσωρινά πάλι «βιώσιμο», γεγονός που θα επιτρέπει στην Ελλάδα να συνεχίσει να καταβάλει δόσεις.
Σε περίπτωση αδυναμίας επίτευξης συμφωνίας μέχρι τα τέλη Ιουνίου, που θα επιτρέψει στη χώρα να τηρήσει τις υποχρεώσεις προς τους «θεσμούς», η κυβέρνηση ζήτησε την ανάληψη από τον ευρωπαϊκό ESM των υποχρεώσεων προς την ΕΚΤ (6,7 δισ.) που λήγουν Ιούλιο και Αύγουστο, ώστε να διατηρηθεί ηρεμία στις αγορές.
Όμως, η συμφωνία που προτείνουν μέχρι τώρα οι δανειστές δεν ανταποκρίνεται στην ανάγκη ανάταξης της ελληνικής οικονομίας και δεν προσφέρει αναπτυξιακή προοπτική. Για τον λόγο αυτό η ελληνική πλευρά διεκδικεί διευθέτηση του χρέους τώρα, διότι χωρίς αυτή το πρόβλημα θα εμφανισθεί πάλι ύστερα από μερικούς μήνες, δηλαδή μετά την πληρωμή των δανειακών υποχρεώσεων του καλοκαιριού.
Την Παρασκευή, οι πιέσεις προς την κυβέρνηση αυξήθηκαν σε μεγάλο βαθμό. Ύστερα από σύσκεψη με τον πρωθυπουργό και τους υπουργούς που προΐστανται κρίσιμων τομέων, «πολιτικό» κλιμάκιο διαπραγματευτών αναχώρησε για τις Βρυξέλλες σε μια προσπάθεια να επιτευχθεί σύγκλιση.
Ουσιαστικά, οι πιστωτές θα πρέπει να υποχωρήσουν, μεταξύ άλλων, σε δύο μέτρα που είναι άκρως ανεπιθύμητα: Την αύξηση του ΦΠΑ στην ηλεκτρική ενέργεια από το 13% στο 23%, τη μείωση των συντάξεων και μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, που παραβιάζουν το κοινοτικό κεκτημένο. Σε αντάλλαγμα, η Αθήνα θα πρέπει να αποδεχτεί τις υπόλοιπες αυξήσεις στον ΦΠΑ και τις μεταρρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένων της αύξησης των κατώτατων ορίων συνταξιοδότησης και της κατάργησης των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων. Όλα αυτά θα αποφασισθούν σε σχέση με το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων. Οι ευρωπαίοι δανειστές αρνούνται όμως αναδιάρθρωση χρέους, καθώς θέλουν να αποσπάσουν όσο το δυνατόν περισσότερους πόρους πριν από την αναπόφευκτη αυτή κατάληξη. Γι’ αυτό άλλωστε επιμένουν στις ιδιωτικοποιήσεις και τα μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα. Για τον ίδιο λόγο δεν θέλουν αναγνώριση της χρεοκοπίας τώρα. Η επιμονή τους να μεταφέρουν, το 2010, στις πλάτες των ελλήνων φορολογουμένων τις αναπόφευκτες απώλειες μιας εγκληματικής μετατροπής ιδιωτικού σε δημόσιο χρέος δεν επιτρέπει παρερμηνείες. Αυτή είναι και η διαφορά ευρωπαίων δανειστών και ΔΝΤ. Η Ελλάδα επίσης επιμένει ότι δεν θέλει νέο πρόγραμμα «διάσωσης», κάτι για το οποίο επιμένουν οι δανειστές. Για τους λόγους αυτούς τα πράγματα δεν είναι απλά. Αν η ελληνική πλευρά αποδεχθεί «ενδιάμεση» συμφωνία χωρίς σίγουρη αναδιάρθρωση χρέους, τα περιθώρια αντοχής της θα εξαντληθούν σύντομα. Διότι η χώρα θα παραμένει σε μια «φυλακή χρέους» χωρίς αναπτυξιακή προοπτική.