Μια φορά και έναν καιρό
Μα δεν σταματάμε εδώ. Ο χρόνος ο αχόρταγος, που τρέχει και φεύγει με ιλιγγιώδη ταχύτητα, έφαγε κιόλας επτά ημέρες από τον Ιούνιο. Και ας ήτανε σαν χτες ακόμα, που, παραμονή Πρωτομαγιάς, λογομαχούσαν κάτι γέροι στο ΚΑΠΗ εάν η Πρωτομαγιά είναι αργία ή απεργία. Δεν θυμούμαι πριν από πόσα χρόνια, σχολιαρόπαιδα εμείς, τραγουδούσαμε: «Ο Μάιος μας έφτασε εμπρός βήμα ταχύ / να τον προϋπαντήσουμε παιδιά στην εξοχή…». Και είχε νόημα ο στίχος, διότι στο οκτατάξιο γυμνάσιο η σχολική χρονιά τελείωνε περί το τέλος Ιουνίου, ύστερα από τις προαγωγικές εξετάσεις, που άρχιζαν γύρω στις 10 με 12 του μηνός, ενώ τον Μάιο που προηγείτο, χαλάρωναν τα μαθήματα, με φινάλε τη σχολική μας εκδρομή ως ανταμοιβή για όσα τραβήξαμε ολοχρονίς στα θρανία. Προπολεμικά δύο ήσαν οι καθιερωμένες εκδρομές τον χρόνο. Μία τον χειμώνα, που μας πήγαιναν στο Παλαιό Ηράκλειο, στο εκεί εγκαταλελειμμένο τότε κτίριο του Λεοντείου, για να προφυλαχθούμε σε περίπτωση απρόβλεπτης κακοκαιρίας, και η άλλη τον Μάιο, στη Βάρκιζα, που ήτανε ένας έρημος και ακατοίκητος τόπος λες και ήταν η άκρη της γης. Υπήρχε ένα μοναδικό παραθαλάσσιο κεντράκι, το «Τρε ζολί», και ένα απέραντο πευκοδάσος. Στη Βάρκιζα πήγαινες οδικώς μόνο μέσω Βάρης, καθώς ο σημερινός δρόμος από τη Βουλιαγμένη με τις στροφές και τα γραφικά λιμανάκια τότε ήταν ανύπαρκτος. Τα λεωφορεία μας ξεφόρτωναν μπροστά στο «Τρε ζολί», αφήναμε τα σακίδιά μας (γυλιούς τα λέγαμε τότε) με τα φαγητά μας κάτω από τα πεύκα και αρχίζαμε το παιχνίδι, μέχρι την ώρα της επιστροφής. Αλλά και ενδιάμεσα, μέσα στον χρόνο, γίνονταν και εκδρομές καθαρά «εκπαιδευτικές», πότε στο Μεσολόγγι, πότε στις Μυκήνες, πότε στον Μαραθώνα, αλλά σε αυτές συμμετείχαν μόνον οι μεγαλύτερες τάξεις. Για να μη μένουμε όμως παραπονεμένοι, όταν φεύγανε τα αυτοκίνητα με τους τυχερούς, μας πήγαιναν βόλτα ποδαράτους πάνω στην Ακρόπολη, στο Αστεροσκοπείο ή στο «νταμάρι» στον Λυκαβηττό, εκεί που αργότερα στήθηκε το θέατρο, όπου το ρίχναμε στο παιχνίδι, συνήθως «κλέφτες και αστυνόμοι».
Κατά τα άλλα, στο δίδυμο Μάιος – Ιούνιος μπορεί να αντιμετωπίζαμε με χτυποκάρδι τις απρόβλεπτες ερωτήσεις των καθηγητών, που ήθελαν να καρατάρουν εάν εμπεδώσαμε τη «διδαχθείσα ύλη», ώστε να βγούνε ασπροπρόσωποι στη διεύθυνση, εμείς όμως τρέμαμε μην εισπράξουμε στο παραπέντε κανέναν κακό βαθμό που θα μας στερούσε το έπαθλο των κόπων μας. Ως αντιστάθμισμα, διαθέταμε πολλές ώρες σε πρόβες, προετοιμάζοντας την ετήσια σχολική εορτή ενώπιον «γονέων και κηδεμόνων», όπου πλην της βαθμολογίας μας, που εκφωνούσε κάποιος αρμόδιος, «παρουσιάζαμε» από σκηνής ποιήματα, μονόπρακτα και χορωδιακά, που αποδείκνυαν στους γονείς μας την πρόοδό μας – ότι τα λεφτά τους, δηλαδή, δεν πήγανε χαράμι… Άπλωναν καθίσματα και πάγκους στη μεγάλη αυλή για τους προσκεκλημένους γονιούς, στηνόταν στην άκρη και ένα βάθρο όπου ανεβαίναμε και λέγαμε το ποιηματάκι μας: «Ξέρεις την χώραν που ανθεί φαιδρά πορτοκαλέα / που κοκκινίζει η σταφυλή και θάλλει η ελαία;», απάγγελε με στόμφο ο ένας, και ακολουθούσε ένα κωμικό σκετσάκι με άλλους. Ντρέπομαι σαν θυμάμαι το ρεζιλίκι μου, όταν καμαρωτός πάνω στο βάθρο πήρα την κατάλληλη πόζα για να απαγγείλω το πατριωτικό ποίημα του Ραγκαβή: «Στη μέση το σπαθί μου / το άλογο μαζί μου / και σαν πουλί πετώ…», πλην όμως -αλίμονο- το ξέχασα και παρέμεινα άφωνος.
«Γυμνασιόπαις» στο «Λεόντειον Λύκειον» τότε εγώ, ήμουν μαθητής των πρώτων τάξεων του οκταταξίου γυμνασίου, που αντιστοιχούσαν στην 5η και στην 6η Δημοτικού, τάξεις που καταργήθηκαν σε κάποια από τις συνήθεις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις. Το σχολείο στεγαζόταν στην καρδιά της Αθήνας, σε ένα επιβλητικό τριώροφο κτίριο στην οδό Σίνα πλάι στο οφθαλμιατρείο. Ολοζώντανα παρέμειναν στη μνήμη μου τα χρόνια εκείνα και ανεξίτηλες έμειναν στη μνήμη μου οι μορφές και το ονόματα όλων των Freres και των ιδιωτών καθηγητών μας. Θυμάμαι την αυστηρότητα στη βαθμολογία της ορθογραφίας σε άγνωστο κείμενο και τη σχολαστικότητά τους με την καλλιγραφία στο τετράδιο «αντιγραφής». Θυμάμαι και τα ξεχασμένα πια μαθήματα Ωδικής και Χειροτεχνίας που κατείχαν εξέχουσες θέσεις στο «ωρολόγιον πρόγραμμα».
Από κάποιο «άνοιγμα» που υπήρχε προς την Πανεπιστημίου χαζεύαμε στα διαλείμματα τα ολοκαίνουργια κίτρινα τραμ που μόλις είχαν τεθεί σε κυκλοφορία, ενώ, λίγο πιο κάτω, το ζαχαροπλαστείο «Πικαντίλλυ» είχε σπεσιαλιτέ την τάρτα φράουλα.
Ήτανε αυτό που λέμε, «τα αξέχαστα χρόνια…».