Για ποιον χτυπά η καμπάνα

Δεν πέρασαν παρά δεκαοκτώ ώρες από τη στιγμή που ο πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας δημοσίευσε ένα άρθρο στην έγκυρη γαλλική συντηρητική εφημερίδα «Μοντ» και πολλοί ευρωπαίοι αξιωματούχοι και εκπρόσωποι των «θεσμών», που στη διαπραγμάτευση εκφράζουν τους δανειστές, άλλαξαν -για λίγο- μελωδία στις δηλώσεις τους. Έγιναν περισσότερο ευγενικοί και ευαίσθητοι, άρχισαν να βλέπουν μια συμφωνία εφικτή και γενικά υιοθέτησαν πιο θετική στάση. Ακόμη και ο «πολύς» κ. Σόιμπλε αντί να εκφωνεί τελεσίγραφα για την τήρηση των κανόνων -που η χώρα του έχει, εν πολλοίς, επιβάλει- άρχισε να στρέφεται σε πολιτικές κατηγορίες, όπως ότι ο Τσίπρας έδωσε πολλές και ανέφικτες προεκλογικές υποσχέσεις στον ελληνικό λαό. Λες και οι εθνικές δημοκρατικές διαδικασίες στις χώρες-μέλη υπόκεινται στη δική του κρίση και θα πρέπει να εξετάζονται με τα δικά του εθνικά κριτήρια. Έχει ενδιαφέρον να δούμε τι θα απαντούσε αν έλληνας υπουργός δήλωνε κάτι για το προεκλογικό πρόγραμμα του κόμματός του ή κάτι σχετικά με το γεγονός ότι οι ευρωπαϊκές συνθήκες τροποποιούνται με κείμενα που εγκρίνονται διά περιφοράς από πρωθυπουργούς και αρχηγούς κρατών, χωρίς προσφυγή σε έγκριση των λαών ή -έστω- των εθνικών Κοινοβουλίων.

Η εξήγηση είναι απλή.

Ο έλληνας πρωθυπουργός για πρώτη φορά είπε όλα τα πράγματα με το όνομά τους. Μίλησε φυσικά για τα λάθη, τα αδιέξοδα και την αποτυχία του Μνημονίου, σε ανοικτή επιστολή προς ευρωπαίους πολίτες και μάλιστα σε μια ευρέως διαδεδομένη γλώσσα και από τις στήλες μιας συντηρητικής εφημερίδας, σε μια χώρα με μεγάλη ευαισθησία σε θέματα δημοκρατίας και εθνικής ανεξαρτησίας. Τόνισε τις υποχωρήσεις των ελλήνων διαπραγματευτών και περιέγραψε την τακτική των «θεσμών» στη διαπραγμάτευση. Έθεσε όμως και το καίριο θέμα του σεβασμού του θεμελιώδους δικαιώματος των ευρωπαϊκών λαών για εκλογή κυρίαρχης κυβέρνησης, σε αντιδιαστολή με την αυταρχική επιβολή όρων από μη εκλεγμένους αξιωματούχους.

Τέλος, αναφέρθηκε καθαρά στο βασικό πρόβλημα της σημερινής κυρίαρχης ευρωπαϊκής πολιτικής, δηλαδή τη διαμόρφωση Ευρωζώνης πολλαπλών ταχυτήτων.

Το άρθρο Τσίπρα φυσικά ενόχλησε όλους όσους σχεδιάζουν το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης χωρίς διαφανείς δημοκρατικές διαδικασίες και πίσω από την πλάτη των ευρωπαϊκών κοινωνιών, καθώς αναφέρθηκε στη σύγκρουση δύο στρατηγικών για την Ευρώπη και έθεσε ζήτημα δημοκρατίας στη διαμόρφωση πολιτικών.

Για τον λόγο αυτό, η προσωρινή αλλαγή ύφους των αξιωματούχων, προκειμένου να αποφευχθεί κλιμάκωση μιας συζήτησης πάνω στα σοβαρά αυτά θέματα, που απασχολούν πολλούς λαούς.

Αν συνδυάσουμε το γεγονός αυτό με την αποστολή ολοκληρωμένης πρότασης της ελληνικής πλευράς ως κείμενο εργασίας για επίτευξη «έντιμου συμβιβασμού», το Quintet (Μέρκελ, Ολάντ, Ντράγκι, Λαγκάρντ, Γιούνκερ) αποφάσισε να αναθέσει στον κ. Γιούνκερ να καλέσει τον Τσίπρα στις Βρυξέλλες για κατάθεση πρότασης από πλευράς των «θεσμών».

Η πρόταση των δανειστών διαμορφώθηκε όταν οι τρεις «θεσμοί» συναντήθηκαν με Μέρκελ και Ολάντ στη συνάντηση του Quintet (πενταμερής). Όλοι φαντάστηκαν πως βαίνουμε προς συμφωνία. Τι γνωρίζαμε όμως ήδη;

Γνωρίζαμε σίγουρα ότι οι δανειστές θέλουν οπωσδήποτε «μεταρρυθμίσεις» στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, θέλουν ιδιωτικοποιήσεις για αγορά αεροδρομίων κ.λπ., θέλουν αλλαγές στην αγορά εργασίας και στο Ασφαλιστικό. Η Ελλάδα ζητά, έναντι τέτοιων παραχωρήσεων, αναπτυξιακή προοπτική. Αυτή περιλαμβάνει οπωσδήποτε διευθέτηση του χρέους, που ακυρώνει ένα νέο Μνημόνιο. Αλλιώς το άρθρο Τσίπρα και η αναφορά του σε Ευρώπη δύο ταχυτήτων θα είναι κενό περιεχομένου. Και η κυβέρνηση, όταν επικαλείται τη λαϊκή εντολή, δεν θα μπορεί να δηλώσει: «…τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι».

Το περιεχόμενο της πρότασης των «θεσμών» – δανειστών εξέπληξε πολλούς. Είναι δε προφανές πως η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να το αποδεχθεί, καθώς αποτελεί καταστροφή της ελληνικής οικονομίας και δεν προσφέρει καμιά προοπτική ανάπτυξης.

Μόνο η γνώση του ευρύτερου πλαισίου μπορεί να ρίξει φως στα τεκταινόμενα. Κατ’ αρχάς, στη Σύνοδο G7 των ισχυρότερων βιομηχανικά χωρών, σήμερα Κυριακή, οι ΗΠΑ περιμένουν να δουν τι έχουν κάνει Ελλάδα και δανειστές για «να τα βρουν». Η οπισθοχώρηση του οικονομικού κλίματος στις ΗΠΑ, η στασιμότητα στην Ευρωζώνη και η προσπάθεια προώθησης της συμφωνίας ΕΕ – ΗΠΑ για το εμπόριο (ΤΤΙΠ), αποτελούν εξωτερικούς καταναγκασμούς για άρση της αβεβαιότητας. Παράλληλα, η γαλλογερμανική πρόταση για θεσμική «προώθηση» της Ένωσης στην επικείμενη Σύνοδο Κορυφής του Ιουνίου, αποτελεί σημαντικότατο ευρωπαϊκό ζήτημα, για το οποίο το ανοικτό ελληνικό θέμα συνιστά ενοχλητικό αγκάθι. Έτσι ερμηνεύεται η «σπουδή» των δύο πλευρών να καταθέσουν «ολοκληρωμένες» προτάσεις, που φυσικά είναι προσωρινές.

Όμως, οι εκατέρωθεν θέσεις προδίδουν τις προθέσεις και αποτελούν εργαλεία στη συνεχιζόμενη διαπραγμάτευση. Η άτεγκτη στάση των δανειστών αποτελεί επιλογή επιβολής και υποταγής, όχι αλληλεγγύης και στήριξης της Ελλάδας και φέρνει σε δύσκολη θέση και τους εγχώριους υποστηρικτές της λιτότητας. Συντηρεί, εξάλλου, το ρίσκο και την αβεβαιότητα στη σημερινή Ευρώπη της κρίσης και στέλνει μήνυμα γερμανικής κυριαρχίας στους ευρωπαϊκούς λαούς. Η πλευρά των δανειστών δείχνει ανικανότητα επίδειξης ευελιξίας και «μεγαλοσύνης», καθώς προσδιορίζεται από τη γερμανική αντίληψη, που εμφανίζει τεράστιο έλλειμμα, καθώς είναι βασισμένη στη δύναμη της ισχύος και παραβιάζει τις βασικές αρχές οικοδόμησης της Ευρώπης. Αντίθετα, η δύναμη του έλληνα πρωθυπουργού είναι η φωνή ενός λαού που απαιτεί δικαίωμα λόγου σε επίπεδο πολιτικής διαπραγμάτευσης, σε μια Ευρώπη που φιλοδοξούσε να είναι δημοκρατική. Αρκεί αυτή η φωνή να φτάνει στην κοινή γνώμη. Η καμπάνα για την ελληνική πλευρά σημαίνει πρόσκληση σε αγώνα επιβίωσης της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Για την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη σημαίνει προειδοποίηση για αυταρχική εκτροπή της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.


Σχολιάστε εδώ