Την Ελλάδα θέλει να ρίξει στα βράχια ο Σόιμπλε

Με τον τρόπο αυτό, «πετώντας» δηλαδή την Ελλάδα εκτός Ευρωζώνης, ο γερμανός υπουργός Οικονομικών θέλει να στείλει μήνυμα προς τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, κυρίως αυτές του Νότου, ότι οι «επαναστάσεις» και τα «αριστερά πειράματα» δεν περνάνε. Παράλληλα θα διασφαλίσει τη συνέχιση της πολιτικής λιτότητας και την Ευρώπη υπό γερμανική διοίκηση.

Στην προσπάθειά του να βγάλει εκτός ευρώ την Ελλάδα, ο Β. Σόιμπλε χρησιμοποιεί ως μοχλό, ορισμένοι μιλάνε για άτυπη συμμαχία, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο κινείται σταθερά στη λογική των επώδυνων μέτρων, είτε πρόκειται για περικοπές μισθών-συντάξεων είτε για απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων. Πέραν αυτών, το ΔΝΤ θέτει ως όρο, για να συνεχίσει να συμμετέχει στο πρόγραμμα για την Ελλάδα, τη ρύθμιση (διαγραφή) του χρέους προκειμένου αυτό να καταστεί βιώσιμο. Θέση (απαίτηση), ωστόσο, που μέχρι στιγμής δεν γίνεται αποδεκτή από τους Ευρωπαίους. Η επιμονή του Ταμείου στο συγκεκριμένο ζήτημα ερμηνεύεται από ορισμένους ως ένδειξη ότι δεν επιθυμεί να δώσει άλλα χρήματα στη χώρα μας.

Τα σκοτεινά σχέδια του γερμανού υπουργού Οικονομικών θα μπορούσαν να ακυρωθούν στην πράξη στην περίπτωση που η Ευρωζώνη υιοθετούσε τις προτάσεις του Ζ. Κλ. Γιούνκερ με τη στήριξη των νέων κυβερνήσεων που θα προκύψουν μετά την Ελλάδα και σε άλλες χώρες, όπως η Ισπανία. Κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με ήττα για τον Β. Σόιμπλε, ο οποίος σταδιακά θα απομονωνόταν. Ο πολιτικός χάρτης στην Ευρώπη θα άλλαζε άρδην και θα τερματιζόταν η πολιτική της ακραίας λιτότητας, που έχει οδηγήσει ολόκληρους λαούς στη φτώχεια και στην εξαθλίωση.

Παρά τις προσπάθειες του γερμανού υπουργού Οικονομικών να σαμποτάρει τις διαπραγματεύσεις, η συμφωνία είναι πλέον θέμα χρόνου. Από την κυβέρνηση εκφράζεται αισιοδοξία ότι οι διαπραγματεύσεις θα έχουν θετική κατάληξη και ότι το αργότερο μέχρι το τέλος της άλλης εβδομάδας η συμφωνία θα είναι γεγονός. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, οι δύο πλευρές έχουν συμφωνήσει στα περισσότερα ζητήματα, ενώ σε όσα παραμένουν ανοιχτά η λύση που θα δοθεί θα είναι πολιτική και πιο συγκεκριμένα σε επίπεδο Τσίπρα, Μέρκελ, Ολάντ και Γιούνκερ. Άλλωστε, όπως έγραψε την περασμένη Κυριακή το «ΠΑΡΟΝ», το μήνυμα που είχε στείλει η καγκελάριος προς τον έλληνα πρωθυπουργό ήταν ότι εκείνη και όχι ο Σόιμπλε θα καθορίσει την πολιτική της Γερμανίας. Ανάλογο μήνυμα έστειλε και ο Αλ. Τσίπρας την περασμένη Τετάρτη με την επίσκεψή του στο υπουργείο Οικονομικών. Το μήνυμά του είχε ως αποδέκτες κυρίως τους δανειστές, στη βάση ότι τη στάση της Ελλάδας την καθορίζει εκείνος, ανεξάρτητα από τις φωνές που ακούγονται μέσα από την κυβέρνηση και τον ΣΥΡΙΖΑ.
Διαδικαστικά τώρα και σύμφωνα με πληροφορίες από αρμόδιες κυβερνητικές πηγές, κατά τη σημερινή (Σάββατο) συνεδρίαση της Ομάδας των Βρυξελλών (Brussels Group) θα οριστικοποιηθούν οι θέσεις των δύο πλευρών, ενώ η ελληνική θα δώσει απαντήσεις και εξηγήσεις σε όσα ζητήματα οι δανειστές εκφράζουν αντιρρήσεις ή επιφυλάξεις. Το κείμενο θα φτάσει στα χέρια των Άνγκ. Μέρκελ, Φρ. Ολάντ και Ζ. Κλ. Γιούνκερ, οι οποίοι σε ανοιχτή γραμμή με τον Αλ. Τσίπρα θα ρυθμίσουν τις απομένουσες εκκρεμότητες, ούτως ώστε να συνεδριάσει εκτάκτως το Eurogroup, πιθανότατα την προσεχή Πέμπτη λένε από την κυβέρνηση, προκειμένου να επικυρώσει τη συμφωνία και να ανάψει το «πράσινο φως» για την εκταμίευση της δόσης.

Το γεγονός ότι δεν υπήρξε ορατή πρόοδος στο Brussels Group της περασμένης Πέμπτης, αλλά και στο Euroworking Group, αποδίδεται στο γεγονός πως δεν υπήρξε σύγκλιση σε ακανθώδη ζητήματα, όπως το ύψος του δημοσιονομικού κενού, ο ΦΠΑ και το Ασφαλιστικό, με την πλευρά των δανειστών να εμμένει σε παράλογες απαιτήσεις.

Η εμπλοκή στο Brussels Group και στο Euroworking Group οδήγησε στην έκτακτη τηλεδιάσκεψη του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα με την Άνγκελα Μέρκελ και τον Φρανσουά Ολάντ προκειμένου μέσω της πολιτικής διαβούλευσης να δοθεί ώθηση στις διαπραγματεύσεις.

Ο Αλ. Τσίπρας φαίνεται αποφασισμένος να δώσει τη μάχη μέχρι τέλους προκειμένου να κάμψει τις αντιστάσεις των δανειστών και να βγάλει μια αξιοπρεπή συμφωνία.

Η ελληνική πλευρά, σε όλους τους τόνους, έχει καταγράψει τις προϋποθέσεις για το πλαίσιο της συμφωνίας και αυτές είναι:

α. Χαμηλά πρωτογενή πλεονάσματα για τα πρώτα χρόνια.

β. Μη υφεσιακά μέτρα που θα έχουν και αναδιανεμητικό προσανατολισμό. Δεν θα υπάρξουν περικοπές σε μισθούς / συντάξεις.

γ. Μεταρρύθμιση του ΦΠΑ ώστε να έχει αναδιανεμητικό χαρακτήρα και εισπραξιμότητα. (Δεν υπάρχει σενάριο για μέτρα 1,8 δισ. ευρώ).

δ. Μακροπρόθεσμη λύση με ελάφρυνση του χρέους και αναπτυξιακό πακέτο.

Σε ό,τι αφορά το συνταξιοδοτικό, θα υπάρξει μεταρρύθμιση προκειμένου να περιοριστούν οι πρόωρες συνταξιοδοτήσεις (χωρίς να θίγονται θεμελιωμένα δικαιώματα) και να ενοποιηθούν ασφαλιστικά ταμεία, ενώ η ελληνική κυβέρνηση δεσμεύεται για έναρξη διαλόγου και εκπόνηση αναλογιστικής μελέτης για τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, ξεκαθαρίζοντας ότι δεν προτίθεται να κόψει συντάξεις.

Ωστόσο, παραμένει το πρόβλημα με τη διαφορετική στάση ανάμεσα στους «θεσμούς». Κύκλοι του Μεγάρου Μαξίμου διευκρινίζουν πως αν δεν απαιτούνταν η συμφωνία τoυ ΔΝΤ, τώρα θα είχε κλείσει η συμφωνία. Είναι χαρακτηριστική η διαφοροποίηση μεταξύ των «θεσμών», αφού οι μεν Ευρωπαίοι (Κομισιόν και ΕΚΤ) ζητούν μια γρήγορη -ως το τέλος Μαΐου- συμφωνία, το δε ΔΝΤ, μέσω αξιωματούχων του, σημειώνει ότι «θα πρέπει να υπάρχει ολοκληρωμένη προσέγγιση, όχι μια γρήγορη και πρόχειρη δουλειά».


Σχολιάστε εδώ