Η ηθική της «διάσωσης» και η διάσωση της «ηθικής»

Σήμερα η διαφορά επανέρχεται στο προσκήνιο, καθώς το ΔΝΤ επιδιώκει «διαρθρωτικές» αλλαγές, ενώ οι ευρωπαίοι δανειστές επιμένουν στη δημοσιονομική συμπίεση, διότι αρνούνται να αναλάβουν την ευθύνη για την αποτυχία του προγράμματος «διάσωσης» ή να αποδεχθούν αναδιάρθρωση του χρέους, αποδεχόμενοι απώλειες, που κάθε επενδυτής (δανειστής) αντιμετωπίζει ως πιθανότητα.

Υπενθυμίζουμε ότι το 2012, με το PSI, η χώρα αναγνώρισε μερική χρεοκοπία. Με τη διευθέτηση αυτή συμπληρώθηκε η μεταφορά των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας από τον ιδιωτικό στον δημόσιο τομέα. Λέμε συμπληρώθηκε, διότι η πρώτη έγινε με τη μεταφορά του χρέους από τον ιδιωτικό (τράπεζες) στον δημόσιο τομέα («θεσμοί») το 2010…

Τα ΜΜΕ και οι δανειστές αποκαλούν τη μεταβίβαση των δανειακών υποχρεώσεων από τον ιδιωτικό στον δημόσιο τομέα (συμπεριλαμβανομένου του νέου δανεισμού που επεβλήθη το 2010), «διάσωση», παρά το γεγονός ότι είναι αδιέξοδη και δεν επιτρέπει προοπτική ανάπτυξης της χώρας. Επιπλέον, κανένας από τους ευρωπαϊκούς λαούς, που στο όνομά τους εξορκίζεται ο περίφημος «ηθικός κίνδυνος», δεν έδωσε στην Ελλάδα πόρους σε όρους πραγματικής οικονομίας. Δόθηκαν χρηματοοικονομικές εγγυήσεις και δάνεια που επιτρέπουν στην Ελλάδα να αποπληρώνει τους δημόσιους δανειστές, που έσωσαν τους ιδιώτες (τράπεζες) από την αναδιάρθρωση των πιστώσεών τους, δηλαδή την ανάληψη του χρηματοπιστωτικού κινδύνου που συνοδεύει κάθε επένδυση.

Για την κατανόηση των διαφορών ανάμεσα στους δανειστές, αρκεί να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη του ελληνικού ΑΕΠ, όπως κατεγράφη από το ΔΝΤ, και την εξέλιξη του πρωτογενούς ισοζυγίου, που δείχνει τη διαφορά δαπανών και εσόδων της χώρας πριν από την πληρωμή δανειακών υποχρεώσεων (τόκων).

Οι προβλέψεις του ΔΝΤ για το ΑΕΠ αναθεωρούνται συστηματικά, από το 2010, προς τα κάτω και ενώ το 2008 αυτό οφειλόταν στην παγκόσμια κρίση, στη συνέχεια αυτό ήταν αποκλειστικό αποτέλεσμα της εφαρμογής των δραματικών και σε μικρό χρονικό διάστημα μέτρων λιτότητας, που συρρίκνωσαν δραστικά την ελληνική οικονομία. Απλώς η χώρα δεν άντεχε την εξαγωγή των πλεονασμάτων που της επιβλήθηκαν. Και αν το πρώτο Μνημόνιο τραυμάτισε βαριά την οικονομία, το δεύτερο της έδωσε τη χαριστική βολή.

Όπως ακριβώς οι ιδιώτες πιστωτές απέφυγαν να αναλάβουν τις απώλειες το 2010, έτσι και σήμερα οι «θεσμοί» (ΕΚΤ και Επιτροπή) επιχειρούν να αποφύγουν την απαραίτητη αναδιάρθρωση του χρέους, προσποιούμενοι ότι το πρόγραμμα «βγαίνει» και πρέπει να ολοκληρωθεί. Το ΔΝΤ δεν θέλει να ρισκάρει νέα δικά του κεφάλαια εάν το χρέος δεν αναδιαρθρωθεί, αν, δηλαδή, δεν αποδεχθούν τη διευθέτησή του οι ευρωπαϊκοί θεσμοί-δανειστές.

Βέβαια, η εφαρμογή σκληρής λιτότητας για πέντε χρόνια έχει δημιουργήσει μια νέα κατάσταση. Η ελληνική οικονομία συντηρείται σε καθεστώς μικρών πρωτογενών πλεονασμάτων με αποφυγή νέων μέτρων λιτότητας, δεν μπορεί όμως να πληρώνει τόκους χωρίς νέα αφαίμαξη εισοδημάτων. Χωρίς τις εκκρεμούσες δόσεις των μνημονιακών χρόνων, τον Ιούνιο ελλοχεύει αθέτηση πληρωμών προς ΔΝΤ ή ΕΚΤ. Αυτή η αθέτηση δεν είναι πιστωτικό γεγονός, αφού δεν ενεργοποιεί CDS και μπορεί να ρυθμισθεί στο πλαίσιο της Ευρωζώνης. Όμως οι δανειστές επιμένουν προκειμένου να διασώσουν την «ηθική» των επιλογών του 2010, την ευθύνη των οποίων αρνούνται να αναλάβουν, ώστε να πληρωθούν στο ακέραιο. Η διάσωση της ηθικής εξασφαλίζει την ηθική της διάσωσης.


Σχολιάστε εδώ