Εμπαιγμός από τους δανειστές μας

Το χειρότερο από όλα είναι ο εμπαιγμός που υφίσταται η χώρα μας από τους αξιωματούχους εταίρους μας στην Ευρωζώνη, που αναβάλλουν συνεχώς με διάφορες προφάσεις τη χρηματοδότηση της οικονομίας μας. Η δόση των 7,1 δισ. ευρώ είναι υποχρέωσή τους που προκύπτει από την τελευταία δανειακή σύμβαση που έχει υπογράψει η Ελλάδα με την «τρόικα». Οι συνεχείς αυτές αναβολές και η μη υπογραφή συμφωνίας είναι άγνωστο πού τελικά θα μας οδηγήσουν.

Ας προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε την αποκρυπτογράφηση των όσων λέγονται από την κ. Λαγκάρντ και τον κ. Σόιμπλε, οι οποίοι εκπροσωπούν τους δύο βασικούς παράγοντες της «τρόικας». Ο κ. Σόιμπλε δήλωσε προ ημερών ότι το πρόβλημα της ασφυξίας ρευστότητας είναι πρόβλημα της Ελλάδος και επομένως πρέπει να λυθεί από την ελληνική κυβέρνηση. Και απευθυνόμενος προς εμάς είπε: Λύστε μόνοι σας το πρόβλημά σας. Με τα λόγια αυτά ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας θέλησε να ξεκαθαρίσει ότι η συμφωνία πρέπει να γίνει αφού πρώτα αποδεχθεί η ελληνική κυβέρνηση όλες τις απαιτήσεις των δανειστών μας. Μια άλλη ερμηνεία που μπορεί να δοθεί στα λόγια του κ. Σόιμπλε είναι ότι μπορούμε να λύσουμε το πρόβλημά μας είτε με έξοδο από την Ευρωζώνη και επάνοδο στη δραχμή είτε με χρεοκοπία στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Ήδη στο εσωτερικό το κράτος έχει χρεοκοπήσει.

Η επικεφαλής του ΔΝΤ κ. Λαγκάρντ δήλωσε ότι η ΕΕ και η Ευρωζώνη πρέπει να αναζητήσουν τρόπο επίλυσης του ελληνικού προβλήματος με μια συμφωνία που να ικανοποιεί και τα δύο μέρη, δηλαδή Ελλάδα και δανειστές, και να είναι σταθερή και μακροπρόθεσμη. Και στη συνέχεια ζήτησε να διευκρινιστεί πλήρως το ασφαλιστικό καθεστώς, οι εργασιακές σχέσεις και το φορολογικό, ώστε στο μέλλον να μην υπάρχουν συνεχώς καινούργιοι όροι εις βάρος της Ελλάδος. Εάν αναλύσει κανείς την πρόταση Λαγκάρντ σε βάθος, θα δει ότι αν εφαρμοστεί μια μακροπρόθεσμη συμφωνία δεν θα έχουμε τη σημερινή κατάσταση των συνεχών αναβολών και του δίσκου επαιτείας που περιφέρει η Ελλάδα. Αυτή η συμφωνία θα πρέπει όμως να προσεχθεί ιδιαίτερα από την ελληνική κυβέρνηση, εάν τελικά εφαρμοστεί. Επίσης, υπάρχει και ένα πλεονέκτημα, ότι λόγω της σταθερότητάς της και του μεγάλου χρονικού διαστήματος που θα ισχύει η ελληνική κυβέρνηση θα είναι ικανή να καταρτίσει ένα μακροπρόθεσμο πρόγραμμα κοινωνικής και οικονομικής ανασυγκρότησης.

Εάν στο θέμα αυτό το ΔΝΤ έχει δίκιο, απογοήτευση προκαλεί το ότι η κ. Λαγκάρντ πιέζει ασφυκτικά την ελληνική κυβέρνηση να δεχτεί τροποποιήσεις στο Ασφαλιστικό και στις εργασιακές σχέσεις, σε ευθυγράμμιση με απαιτήσεις της Ευρωζώνης και της ΕΕ. Έτσι τώρα η ελληνική κυβέρνηση θα υποχρεωθεί να φέρει στη Βουλή για ψήφιση «νέο Μνημόνιο», μια συμφωνία δηλαδή που θα περιέχει δεσμεύσεις για την εφαρμογή σκληρών αντιλαϊκών μέτρων. Και ο δικός μας προβληματισμός είναι:

Γιατί η κυβέρνηση ανάλωσε πολύτιμο χρόνο σε διαπραγματεύσεις άνευ ουσίας και δεν έδωσε γρήγορη λύση στο πρόβλημα της ρευστότητας; Τώρα η αγορά, το κράτος και τα νοικοκυριά είναι υπό διάλυση. Τι έγιναν, άραγε, τα δάνεια που πλουσιοπάροχα λάμβανε η κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου από τους ευρωπαίους δανειστές μας; Γιατί η κατάρρευση του ελληνικού κράτους δεν έγινε το τελευταίο τετράμηνο (επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ) αλλά πιο πριν, από τις προηγούμενες κυβερνήσεις που κυβέρνησαν την Ελλάδα από το 2010 και μετά. Η κυβέρνηση χωρίς χρηματοδότηση από την Ευρωζώνη δεν είναι σε θέση πλέον να αντιμετωπίσει αυτήν την κατάσταση.

Λύσεις υπάρχουν, αλλά δεν υπάρχει πολιτική βούληση για την εφαρμογή τους. Και οι αντοχές της αγοράς και του ελληνικού λαού έχουν πλέον εξαντληθεί. Έτσι, πρέπει να επισπευσθεί η «των τοιούτων παθημάτων κάθαρσις», ώστε να σταματήσει η τραγωδία της Ελλάδος. Όσο η δική μας κατάσταση θα χειροτερεύει τόσο οι αξιώσεις των δανειστών μας θα είναι χειρότερες. Γιατί αυτό βολεύει τους δανειστές μας, που θέλουν να εκμεταλλευτούν κάθε ευκαιρία εις βάρος μας. Η ελληνική κυβέρνηση, στην απόγνωσή της από την έλλειψη ρευστότητας, προσπαθεί να λύσει το σοβαρό αυτό πρόβλημα με «παιχνίδια» και με φοροεπιδρομή. Κάρτες για τις εσωτερικές συναλλαγές, κληρώσεις αποδείξεων με δώρα, ακόμη και κυκλοφορία ενός παραποιημένου τάχα νομίσματος (ευτυχώς την ιδέα αυτή την εγκατέλειψε η κυβέρνηση). Όλα αυτά δεν οδηγούν, όμως, στη λύση του σοβαρού αυτού προβλήματος.

Η λύση που έχει απομείνει είναι ή η υποχώρηση της κυβέρνησης στις πιέσεις της «τρόικας» και η αποδοχή ενός νέου Μνημονίου με σκληρά, εξοντωτικά μέτρα ή η ρήξη με τους δανειστές και η επάνοδος στο εθνικό μας νόμισμα. Τη δραχμή τη φοβούνται οι αξιωματούχοι της Ευρωζώνης. Φοβούνται μήπως με την επάνοδο στη δραχμή η Ελλάδα πετύχει οικονομική ανάκαμψη. Με τη δραχμή το ελληνικό κράτος δημιούργησε περιουσίες, τις οποίες κατέστρεψε το ευρώ, όπως, για παράδειγμα, τη ΔΕΗ, τον ΟΤΕ, τα ΕΛΠΕ κ.λπ. Με το ευρώ ξεπουλάμε τα δημιουργήματα της περιφρονημένης δραχμής. Αυτή είναι και η σκληρή εκδίκησή της.

Ας σκεφτεί, λοιπόν, η κυβέρνηση ποια κατεύθυνση θα ακολουθήσει για να αποφύγει το ναυάγιο της τόσο ταλαιπωρημένης χώρας μας. Τώρα ταξιδεύει σε φουρτουνιασμένη, άγρια θάλασσα χωρίς πυξίδα.


Σχολιάστε εδώ