Εκπαίδευση και Οικονομία: Ανοιχτά Προβλήματα

Είναι δεδομένο ότι στην Ελλάδα το κράτος, όπως και κάθε υποκείμενο της οικονομίας, έχει περιορισμένους πόρους σε σχέση με τις απεριόριστες ανάγκες του. Μάλιστα, για αυτούς τους πόρους ανταγωνίζονται οι διάφοροι τομείς δημόσιας δράσης. Εδώ και δεκαετίες, ο δημόσιος διάλογος για τη σχέση εκπαίδευσης – οικονομίας περιορίζεται στο ύψος της δημόσιας δαπάνης για την εκπαίδευση, στο αν και πότε το 3% του ΑΕΠ θα ανέλθει στο 5%.

Δεν απασχολούν προβλήματα όπως: Οι πόροι οι οποίοι ήδη διατίθενται στην εκπαίδευση αξιοποιούνται αποδοτικά / αποτελεσματικά; Πόσο συμβάλουν στην προσέγγιση των στόχων για ανάπτυξη, απασχόληση και κοινωνική συνοχή; Πώς η οικονομία και η χώρα θα μπορούσαν να αντλήσουν από την εκπαίδευση περισσότερα ποσοτικά και ποιοτικά οφέλη; Είναι αναγκαία η συνεχής αξιολόγηση των δομών της εκπαίδευσης και ως προς τις οικονομικές τους διαστάσεις;

Φαίνεται πως αδιαφορούμε, μολονότι εμπειρικές μελέτες προειδοποιούν για προβληματικές πτυχές αυτής της σχέσης.

Στο πλαίσιο του άρθρου, θα αναφερθούμε επιγραμματικά σε δέκα ανοιχτά προβλήματα που ανιχνεύονται σε αυτή τη σχέση.

Τα ευρήματα των ερευνών δείχνουν την κατεύθυνση στην οποία πρέπει να κινηθεί σταδιακά αλλά σταθερά η χώρα στο πεδίο της εφαρμοσμένης πολιτικής εντός της επόμενης δεκαετίας.

1. Η συμβολή της εκπαίδευσης στον ρυθμό μεγέθυνσης – ανάπτυξης της οικονομίας και τη διανομή του πλούτου και του εισοδήματος. Ποσότητα και ποιότητα.

Έχει εκτιμηθεί ότι υπήρξε θετική, αλλά χαμηλή επίδραση της εκπαίδευσης στον ρυθμό μεγέθυνσης / ανάπτυξης της οικονομίας κατά τις πέντε τελευταίες δεκαετίες. Η διάσταση της ποσότητας έχει πλέον αντιμετωπισθεί, αφού το μέσο επίπεδο των ετών εκπαίδευσης του πληθυσμού της χώρας κινείται στο μέσο επίπεδο των χωρών του ΟΟΣΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνεπώς, προτεραιότητα αποτελεί ο σχεδιασμός και η εφαρμογή πολιτικών προώθησης κυρίως της ποιότητας.

2. Οι αποδοτικότητες των κοινωνικών και ιδιωτικών επενδύσεων και των δημόσιων πολιτικών στην εκπαίδευση και την κατάρτιση.

Έχουν εκτιμηθεί χαμηλές αποδοτικότητες συγκριτικά με άλλες χώρες οι οποίες κινούνται σε παρόμοιο επίπεδο ανάπτυξης. Τα ευρήματα υποδεικνύουν την ανάγκη για σχεδιασμό πολιτικών συγκράτησης ή μείωσης του κόστους και αύξησης των οφελών / αποτελεσμάτων από την εκπαίδευση – κατάρτιση.

3. Οι αποδοτικότητες και παραγωγικότητες των μονάδων εκπαίδευσης (πανεπιστήμια, ΤΕΙ, σχολικές μονάδες).

Έχουν εκτιμηθεί χαμηλές αποδοτικότητες και παραγωγικότητες, αφού μερικές μονάδες λειτουργούν στο 60-70% του δυνητικά άριστου επιπέδου λειτουργίας, με συνέπεια τη σημαντική απώλεια πόρων.

Προτείνεται, μέσω «παρατηρητηρίου», οι μονάδες εκπαίδευσης να αξιολογούνται ώστε όσες παρουσιάζουν χαμηλές επιδόσεις να εισέρχονται σε πρόγραμμα βελτιστoποίησης της σχέσης εισροών – εκροών.

4. Μέγεθος των μονάδων εκπαίδευσης.

Έχει μετρηθεί ότι το μέγεθος των σχολικών μονάδων είναι μικρό, ο αριθμός των εκπαιδευομένων ανά εκπαιδευτικό είναι μικρός, συγκριτικά με τα ισχύοντα σε άλλες χώρες οι οποίες κινούνται στο ίδιο επίπεδο ανάπτυξης. Στις δύο πρώτες βαθμίδες της εκπαίδευσης, το μέσο μέγεθος κινείται περί το 50% του μέσου μεγέθους των σχολικών μονάδων των χωρών της Ευρωζώνης. Το πρόβλημα προφανώς δεν αναφέρεται στα μικρά νησιά και στα ορεινά χωριά της χώρας μας. Στην τρίτη βαθμίδα διαπιστώνεται μεγάλο εύρος στο μέγεθος των δομών εκπαίδευσης. Το μέγεθος των μονάδων εκπαίδευσης έχει σημαντικές επιδράσεις στο κόστος της εκπαίδευσης (οικονομίες-αντιοικονομίες κλίμακας / μεγέθους). Έχει βρεθεί ότι το ετήσιο δημόσιο κόστος ανά μαθητή, στις μικρού μεγέθους σχολικές μονάδες, είναι κατά 500-800 ευρώ υψηλότερο από το αντίστοιχο στις σχολικές μονάδες μεγαλύτερου μεγέθους (που και αυτό είναι μικρό σε σχέση με το μέσο μέγεθος στην Ευρωζώνη). Σε κάθε εκπαιδευτικό, κατά μέσο όρο, αντιστοιχεί μικρός αριθμός μαθητών. Σε κάθε μαθητή αντιστοιχούν, κα
τά μέσο όρο, περισσότερα τ.μ. κτιριακών υποδομών, ενώ σε κάθε ηλεκτρονικό υπολογιστή, περισσότεροι μαθητές, συγκριτικά με τους αντίστοιχους μέσους όρους στις χώρες της Ευρωζώνης. Κάθε χρόνο ρίχνουμε στην πυρά τα δωρεάν διανεμόμενα βιβλία, ενώ είναι γνωστό ότι οικονομικά ισχυρές χώρες τα χρησιμοποιούν για σειρά σχολικών περιόδων.

Τα ευρήματα αυτά υποδεικνύουν την ανάγκη για επανασχεδιασμό της «αρχιτεκτονικής» του συστήματος με κλείσιμο των διαρροών χρηματικών και ανθρώπινων πόρων.

5. Η διαδικασία χρηματοδότησης του συστήματος.

Εφαρμόζεται κεντρική και αποκλειστικά μέσω της προσφοράς χρηματοδότηση του συστήματος, χωρίς διαδικασίες αξιολόγησης και κοινωνικής λογοδοσίας.

Προτείνεται η σταδιακή διοχέτευση μέρους των διατιθέμενων πόρων μέσω της ζήτησης. Οι έρευνες εκτιμούν ότι έτσι θα προωθηθεί η αποδοτικότητα / αποτελεσματικότητα και η ποιότητα.

6. Η εναρμόνιση μεταξύ εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας, η υπερ-εκπαίδευση, η επαγγελματική εκπαίδευση – κατάρτιση.

Διαπιστώνεται δυσαρμονία μεταξύ των εκροών του συστήματος εκπαίδευσης και των αναγκών της αγοράς εργασίας, διεύρυνση του φαινομένου της υπερεκπαίδευσης, ασθενής τεχνικο-επαγγελματική εκπαίδευση και μαθητεία.

7. Η διαρροή εγκεφάλων (ανθρώπινου κεφαλαίου υψηλής εξειδίκευσης) σε άλλες οικονομίες.

Διαπιστώνεται μεγάλη διαρροή, με έξαρση του φαινομένου στα χρόνια της οικονομικής κρίσης. Έτσι, η ελληνική οικονομία υφίσταται το κόστος της επένδυσης σε εκπαίδευση και άλλες οικονομίες αποκομίζουν τα οφέλη. Προτείνεται η άμεση εφαρμογή πολιτικών ανάσχεσης αυτού του ρεύματος.

8. Η αξιολόγηση και η κοινωνική λογοδοσία.

Αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία ότι ενώ συζητείται επί αρκετά έτη, δεν έχει εμπεδωθεί σύστημα αξιολόγησης και κοινωνικής λογοδοσίας. Οι εμπλεκόμενοι στην πλευρά της προσφοράς, ενώ διαχειρίζονται το σύνολο των πόρων (ανθρώπινων και χρηματικών), ουσιαστικά δεν συμβάλουν στην καθιέρωση ενός αξιόπιστου συστήματος αξιολόγησης και κοινωνικής λογοδοσίας. Η αξιολόγηση θα πρέπει να συνδεθεί με τη χρηματοδότηση των μονάδων εκπαίδευσης.

9. Ανεπαρκές σύστημα διά βίου μάθησης.

Θα πρέπει να απασχολήσει το γεγονός ότι το ανεπαρκές σύστημα διά βίου μάθησης στερεί την οικονομία από την αξιοποίηση ανθρώπινου δυναμικού με επικαιροποιημένες γνώσεις, δεξιότητες, ικανότητες και στάσεις.

10. Απόσταση από τον βέλτιστο συνδυασμό αποδοτικότητας / αποτελεσματικότητας και ισότητας (υπό την έννοια της ισότητας ευκαιριών και όχι του εξισωτισμού), ανισότητες στην εκπαίδευση…

Θα πρέπει να αναζητηθεί νέο σημείο ισορροπίας πιο κοντά στο άριστο και σχεδιασμός πολιτικών μείωσης των ανισοτήτων.

Από όσα αναφέρθηκαν, συνάγεται ότι η εκπαίδευση σπαταλά πόρους της οικονομίας από τους περιορισμένους και δεν συμβάλει, στον βαθμό που δύναται, στην προώθηση της ανάπτυξης, της απασχόλησης και της κοινωνικής συνοχής. Ως εκ τούτου, είναι επιτακτική ανάγκη να διορθωθούν οι μέχρι σήμερα, ασύμβατες διαδρομές της εκπαίδευσης και της οικονομίας και να προωθηθεί η δόμηση «καναλιών» για αμοιβαία επωφελείς αλληλεπιδράσεις.

Αν αυτό γίνει με επιτυχία, τότε η εκπαίδευση θα συμβάλει περισσότερο στην προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης της οικονομίας και αυτή θα μπορεί να παρέχει μακροχρονίως ισχυρότερη χρηματοδοτική στήριξη στην εκπαίδευση.

Είναι σκόπιμο λοιπόν, στη χώρα μας, να καταστεί κοινή συνείδηση ότι η εκπαίδευση μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά στην ανάταξη του έθνους και την αξιοπρεπή πορεία του προς το μέλλον.

Όμως, για να επιτευχθεί αυτό, απαιτείται όραμα, πολιτική βούληση, κοινωνικοπολιτική συνεννόηση, τεχνοκρατικά επαρκώς τεκμηριωμένο σχέδιο και συντεταγμένη δράση. Προφανώς και δεν υποστηρίζουμε ότι ο σχεδιασμός και οι αποφάσεις στο πολυδιάστατο πεδίο της εκπαίδευσης θα πρέπει να κυριαρχούνται από την οικονομική οπτική.

Υποστηρίζουμε όμως ότι αυτή η οπτική όχι μόνο δεν πρέπει να αγνοείται, αλλά θα πρέπει να αξιοποιείται.

Το δάχτυλο δείχνει τον Ήλιο.

Ελπίζω ότι έστω και με καθυστέρηση, θα πάψουμε να κοιτάζουμε το δάκτυλο και θα ασχοληθούμε σοβαρά με τον Ήλιο.

Οι καιροί ου μενετοί.


Σχολιάστε εδώ