Ένας παλιός Αθηναίος θυμάται…
Στην οδό Ακαδημίας εκείνα τα χρόνια διέμεναν πολλοί «επώνυμοι» και σχεδόν το κάθε νεοκλασικό κτίσμα ήταν και ένα «αρχοντικό» που στέγαζε κάποιο νοικοκυριό. Αλλά και στην οδό Σόλωνος πολλοί Αθηναίοι αυτόχθονες καθώς και επήλυδες έστηναν την «οικογενειακή τους εστία». Το αυτό συνέβαινε και στις οδούς Βουκουρεστίου, Νίκης, Αγίου Κωνσταντίνου, Ερμού ή την Αιόλου, σε όλο το κέντρο με δύο λόγια, ανάλογα με την κοινωνική θέση και το οικονομικό επίπεδο κάθε φαμίλιας.
Ειδικά επάνω στους λεγόμενους «εμπορικούς δρόμους», το ισόγειο του οικοδομήματος ήταν κατάστημα ή γενικώς «επαγγελματική στέγη» και στον επάνω όροφο είχε το σπίτι του συνήθως ο μαγαζάτορας. Τότε, που δεν υπήρχε ούτε ωράριο λειτουργίας καταστημάτων ούτε ωράριο εργασίας προσωπικού, ο συνδυασμός σπίτι-δουλειά βόλευε τον έμπορο, που μπορούσε να κατεβεί με «τα σώβρακα», που λέει ο λόγος, να πουλήσει κάτι σ’ έναν απροσδόκητο πελάτη καθ’ όλη τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου.
Στο κέντρο της πρωτεύουσας υπήρχαν τότε, ως επί το πλείστον, διώροφα και τριώροφα νεοκλασικά μέγαρα όπου στεγαζόταν ολόκληρος ο κρατικός μηχανισμός, κυβέρνηση, υπουργεία, τράπεζες, καταστήματα αλλά και ο ιδιωτικός εμποροοικονομικός τομέας. Αραιά και πού, ανάμεσα στην απαλότητα των κτιρίων ύψωνε το ανάστημά της και καμιά αυθάδης πολυκατοικία ή κανένα θηριώδες κτίριο, σαν να προφήτευαν τα μελλούμενα της Αθήνας.
Η ύπαρξη, πάντως, κατοικιών μέσα στην καρδιά της πρωτεύουσας δεν έδινε την αίσθηση μιας λαϊκής γειτονιάς. Η χιλιοτραγουδισμένη Αθήνα ήταν μια ανθρώπινη και κατοικήσιμη πόλη. Μια πόλη που «φορούσε πάντα τα καλά της», όπου και παιδιά μεγάλωναν, και καρδερίνες τραγούδαγαν στα κλουβιά τους, και γαρυφαλλιές μοσχομύριζαν στα μπαλκόνια, και επαναστατημένοι φοιτητές θορυβούσαν και τα έσπαγαν, και «πολισμάνοι» τους κυνηγούσαν, και λωποδύτες καιροφυλακτούσαν… Παρά ταύτα, κανένας δεν «είχε χάσει τον γάιδαρό του» για να αφήσει το κέντρο και να μετοικήσει σε προάστιο. Σε κεντρικότατο σημείο της πόλεως διέμενε ο Κωστής Παλαμάς.
Το σπίτι του βρισκόταν στον αριθμό 3 της οδού Ασκληπιού, όπου, πριν επιπέσει η μπουλντόζα, υπήρχε πάνω στην πρασινάδα της μιας από τις δύο μαρμάρινες ζαρντινιέρες, που πλαισίωναν την είσοδο, πινακίδα που ενημέρωνε τον περαστικό πως «Εδώ έζησε ο Κωστής Παλαμάς»
Αλλά και στη Σόλωνος έμενε μέχρι τον προ ολίγων ετών θάνατό του και ο Φρέντυ Γερμανός, ο οποίος δεν την άλλαζε με τίποτα… Γεννημένος στην «μπλε πολυκατοικία» των Εξαρχείων και μεγαλωμένος στα πέριξ του μουσείου, ένιωθε τη διαμονή του υπό τη σκιά του Λυκαβηττού ως το μεγαλύτερο δώρο που του έκανε η μοίρα. Και όταν οι υποχρεώσεις τον ανάγκαζαν να βγει από το σπίτι, γύριζε στο κονάκι του με την ίδια λαχτάρα που επέστρεφε ο πάλαι ποτέ Οδυσσέας στην Ιθάκη. Επίσης, πλην του Φρέντυ, πολλοί ήταν οι κατοικούντες στην ευρύτερη περιοχή, λόγω της γειτνιάσεως με το πανεπιστήμιο και τις σχολές του συγχρόνως, κυρίως σε αυτήν την περιοχή, ήταν εγκατεστημένα «ιατρεία» διαφόρων ειδικοτήτων, όπου παράλληλα τις περισσότερες φορές συστεγαζόταν και το σπίτι του γιατρού. Και ο άλλος μεγάλος των γραμμάτων μας όμως, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, κατοικούσε για καμιά σαρανταριά χρόνια στον επάνω όροφο του διώροφου σπιτιού της οδού Ευριπίδου 42, δηλαδή μέσα στην κεντρική αγορά. Στο ισόγειο ήταν τα γραφεία του ιστορικού περιοδικού «Διάπλασις των παίδων», του οποίου ο Ξενόπουλος υπήρξε «άτυπος συνιδιοκτήτης» και διευθυντής. Επρόκειτο για ένα θεοσκότεινο παλαιικό κτίσμα, πλην γεμάτο ζωή, μια πραγματική «κυψέλη» από τους λιγοστούς συνεργάτες του περιοδικού ή από επισκέπτες, φίλους λογοτέχνες του Ξενόπουλου και από «διαπλασόπουλα» που σύχναζαν στα γραφεία για να ανανεώσουν τις συνδρομές τους. Από το σπίτι αυτό ο μεγάλος μας συγγραφέας έφυγε κακήν κακώς, με τα ρούχα που φορούσε μόνο, μια νύχτα στα «Δεκεμβριανά», για να σωθεί, εγκαταλείποντας τα πάντα και χάνοντας ό,τι είχε και δεν είχε. Για την ιστορία και μόνο, το σπίτι ανατινάχτηκε από τους Ελασίτες για να το κάνουν οδόφραγμα.
Αλλά η ζωή δεν είναι μόνο σπίτι μου, σπιτάκι μου. Έχει και τις ανάγκες της, το φαΐ της, την ψυχαγωγία της.. Αλλά πάνω στην καθημερινότητα εκείνων των χρόνων μοιραία η στήλη θα επανέλθει.. Διότι μπορεί να ισχυρίζεται ο Λορέντζος Μαβίλης πως είναι «Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε», αλλά ο ίδιος το τελειώνει με τον στίχο: «Θέλουν – μα δε βολεί να λησμονήσουν».