Διαπραγμάτευση χωρίς ρήξη: Συζητήσεις χωρίς νόημα

Τα μέτρα ήδη είναι γνωστά, όπως τα παρουσιάσαμε στο άρθρο μας της περασμένης Κυριακής (Ασφαλιστικό, φορολογικό, εργασιακό). Η κυβέρνηση κατανάλωσε πολύτιμο χρόνο, ένα δίμηνο περίπου, για διαπραγματεύσεις που εκ των προτέρων ήταν καταδικασμένες. Η προσπάθεια που καταβλήθηκε δεν είχε κανένα νόημα, γιατί οι δανειστές μας κατάλαβαν ότι υπάρχει διαπραγμάτευση χωρίς ρήξη. Διαπραγμάτευση χωρίς ρήξη είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Οι αντίπαλοι, όταν καταλάβουν ότι τυχόν διαφωνίες στις συζητήσεις δεν πρόκειται να οδηγήσουν σε δυσμενή γι’ αυτούς εξέλιξη, γίνονται με το δίκιο τους απαιτητικοί και ανυποχώρητοι στις επιδιώξεις τους. Η ελληνική κυβέρνηση είχε την εντύπωση ότι θα μπορούσε να πείσει την «τρόικα» να δείξει πολιτική ευαισθησία και αυτή ήταν η επιδίωξη και είναι ακόμη. Σας θυμίζουμε ότι ο κ. Τσίπρας δήλωσε πως θα θέσει σε πολιτική βάση το πρόβλημα της χώρας μας στην προ ημερών Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ. Όμως αυτά τα επιχειρήματα δεν είναι ικανά να συγκινήσουν τους εταίρους μας. Η ΕΕ και κατά μείζονα λόγο η Ευρωζώνη δεν μπορούν να αλλάξουν και να ακολουθήσουν πορεία δημοκρατική, όπως δήλωσε και ο νυν πρόεδρος της Κομισιόν κ. Γιούνκερ, στις 2 Φεβρουαρίου 2015, στην εφημερίδα «Φιγκαρό». Η πλήρης δήλωση του κ. Γιούνκερ είναι η εξής: «Δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατική επιλογή, αντίθετη με τις επικυρωμένες ευρωπαϊκές συνθήκες». Αυτό σημαίνει ότι η πολιτική της ΕΕ δεν αλλάζει και συνεπώς δεν μπορεί να γίνει δημοκρατική. Για να έχουμε ελπίδες για μια λογική επίλυση του ελληνικού προβλήματος επί πολιτικής βάσεως, πρέπει η ΕΕ να αλλάξει πολιτική, πράγμα που δεν γίνεται. Η ΕΕ (και η Ευρωζώνη) φιλοδοξεί να καθαιρέσει την εκλεγμένη από τον λαό κυβέρνηση και να αναλάβει την εξουσία ο κ. Στουρνάρας, που είναι τυφλό όργανό της. Αυτά λοιπόν πρέπει να έχει υπόψη του ο Τσίπρας και να μη μιλά για επίλυση του οικονομικού μας προβλήματος σε πολιτική βάση. Και η συμφωνία με την Ευρωζώνη δεν έχει κανένα στοιχείο ότι επηρεάστηκε από τη σημερινή οικονομική και κοινωνική κατάσταση της Ελλάδος. Αποκλειστικά και μόνο επηρεάστηκε από την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των δανειστών μας και από την αντιδημοκρατική αντίληψη των αξιωματούχων της ΕΕ, της Ευρωζώνης και των εταίρων μας. Δυστυχώς αυτή είναι η πραγματικότητα.

Το γεγονός που θα καθορίσει και τις μελλοντικές εξελίξεις στην Ελλάδα είναι εάν θα ψηφιστεί η επικύρωση της συμφωνίας από τη Βουλή. Πολλοί βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ έχουν ήδη δηλώσει ότι θα καταψηφίσουν τη συμφωνία. Ενώ, αντίθετα, ορισμένοι βουλευτές της ΝΔ δηλώνουν ότι θα ψηφίσουν υπέρ της συμφωνίας. Επομένως, μπορεί η συμφωνία να περάσει με μια σύμπραξη βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ. Μήπως αυτό είναι μια πρόβα για τη δημιουργία κυβέρνησης «μεγάλου συνασπισμού»; Επιδίωξη της Ευρωζώνης και της ΕΕ είναι η δημιουργία του συνασπισμού αυτού. Οπότε θα υπάρχει πλέον μια κυβέρνηση υποτακτική, που θα δέχεται όλες τις υποδείξεις και όλα τα μέτρα που θα εξυπηρετούν τα συμφέροντα των δανειστών μας και μόνο. Το επόμενο βήμα, ασφαλώς, θα είναι η υλοποίηση των μέτρων του νέου Μνημονίου. Και εδώ ακριβώς είναι που θα πρέπει ο ΣΥΡΙΖΑ να ρίξει τα βάρη στους ώμους εκείνων που μπορούν να αντέξουν νέα «κουρέματα» των αποδοχών τους, για να μπορέσει η μεσαία τάξη να αποκτήσει επιτέλους ένα ανεκτό όριο διαβίωσης. Δυστυχώς, μέχρι τώρα δεν είδαμε καμία προσπάθεια προκειμένου να εισπράξει το Δημόσιο τα δικαιώματά του από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό ορισμένων. Αντίθετα, έχει απογυμνώσει από τα αποθεματικά τους τους δήμους, τα νοσοκομεία, τα εκπαιδευτικά ιδρύματα και τα ασφαλιστικά ταμεία. Και αν υποθέσουμε ότι ο περιορισμός των συντάξεων δεν θεωρείται μέσο κατάρρευσης ενός κράτους, το ερώτημα είναι: Πώς είναι δυνατόν να λειτουργήσει ένα κράτος χωρίς τις υπηρεσίες που εξυπηρετούν βασικές ανάγκες των πολιτών; Αυτή η κατάρρευση του κρατικού μηχανισμού δεν είναι αποτέλεσμα των κακών χειρισμών της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Ξεκίνησε και άνθισε από το 2010 και κορυφώθηκε επί κυβερνήσεως Σαμαρά – Βενιζέλου, παρά το γεγονός ότι κατά την περίοδο αυτή η Ελλάδα δανείστηκε αστρονομικά ποσά από το ΔΝΤ, την ΕΚΤ και τα κράτη της Ευρωζώνης. Παρά ταύτα, αυτοί οι χρηματικοί πόροι δεν διατέθηκαν για την ανάκαμψη του κρατικού μηχανισμού και της οικονομίας της χώρας μας. Θα πρέπει κάποτε αυτοί οι κύριοι που διαχειρίστηκαν το δημόσιο χρήμα να λογοδοτήσουν σχετικά. Στην Ελλάδα όμως ποτέ δεν αναζητούνται ευθύνες γι’ αυτούς που διαχειρίζονται τα κοινά. Και αυτή η παραδοσιακή ασυδοσία είναι η πηγή της σημερινής απελπιστικής κατάστασης. Ο ΣΥΡΙΖΑ κληρονόμησε ένα διαλυμένο κράτος. Και η κατάσταση αυτή δεν είναι εύκολο να ανατραπεί, δεδομένης της δύσκολης σημερινής συγκυρίας.

Για την αντιμετώπιση της ασφυξίας ρευστότητας η κυβέρνηση αποφάσισε την πληρωμή των υποχρεώσεων των πολιτών με πλαστικό χρήμα, δηλαδή με την πιστωτική κάρτα. Οι δανειστές μας αντελήφθησαν ότι η πολιτική της σημερινής κυβέρνησης είναι μια διαπραγμάτευση ως επικοινωνιακό μέσο και μόνο. Διαπραγμάτευση χωρίς ρήξη σε περίπτωση αποτυχίας οδηγεί σε μηδενικό αποτέλεσμα. Και τώρα η κυβέρνηση προσπαθεί με διάφορα μέσα να εξασφαλίσει ρευστότητα, την οποία η Ευρωζώνη αναβάλλει συνεχώς για να αποκομίσει όσο το δυνατόν περισσότερα οφέλη, σε βάρος μας φυσικά.

Ας κοιτάξει η κυβέρνηση πώς θα λύσει το πρόβλημα της ασφυξίας της ρευστότητας και στη συνέχεια να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα αναπτυξιακό και με τη συνδρομή ξένων επενδυτών, αν αυτό καταστεί αναγκαίο.


Σχολιάστε εδώ