Αριστερές κριτικές και δεξιά πραξικοπήματα
Ο απηνής πόλεμος που διεξάγεται επί μήνες, από την επομένη της εκλογικής αναμέτρησης της 25ης Ιανουαρίου, έχει μετατραπεί σε μείζον πανευρωπαϊκό ζήτημα. Γιατί η επιβίωση της ελληνικής κυβέρνησης αποτελεί πλήγμα κατά της γερμανικής κυριαρχίας και της πολιτικής της λιτότητας, που εξελίχθηκε σε ηθικοθρησκευτικό δόγμα και πρόταγμα.
Ο πόλεμος κατά της Ελλάδας και της ελληνικής κυβέρνησης αποκτά, συνεπώς, για τη γερμανική οικονομικοπολιτική ελίτ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ και δεν συνιστά μια τακτικού τύπου επιλογή που αποβλέπει απλώς στη διασφάλιση των οικονομικών συμφερόντων του γερμανικού imperium.
Τι σημαίνει η εκτίμηση αυτή; Ότι ο πόλεμος κατά της χώρας και της κυβέρνησης δεν θα σταματήσει, ακόμα κι αν ύστερα από 2-3 εβδομάδες υπογραφεί μια συμφωνία που δεν θα συνεπάγεται ένα σοβαρό πολιτικό και κοινωνικό «κόστος» για την ελληνική κυβέρνηση.
Η περίπτωση, βεβαίως, ενός πλήρους αδιεξόδου, που θα οδηγήσει την ελληνική κυβέρνηση στην ανάγκη νομιμοποίησης, μέσα από ένα δημοψήφισμα, της νέας ιστορικής συγκυρίας και θα διαμορφώσει ταυτόχρονα συνθήκες μιας μη χειραγωγήσιμης κρίσης στην Ευρωζώνη, αποτελεί ένα «δευτέρου επιπέδου» σενάριο, με μη προβλεπτές εξελίξεις. Κι αυτή η διαπίστωση καθιστά την Άνγκ. Μέρκελ ιδιαίτερα επιφυλακτική και απρόθυμη να αναλάβει ένα μείζον πολιτικό κόστος από μια παρόμοια εξέλιξη.
Συμπέρασμα: Επειδή ο πόλεμος κατά της χώρας θα συνεχιστεί, είναι ιστορικά αναγκαίο να διατηρήσει η κυβέρνηση το «πολιτικό της κεφάλαιο» μετά τη συμφωνία ώστε η «διαπραγμάτευση» για τη ρύθμιση του χρέους και τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης να διεξαχθεί από την πλευρά μας με σοβαρές προϋποθέσεις.
Μια κυβέρνηση που αμφισβητείται, τόσο στο εσωτερικό της όσο και από την ίδια την κοινωνία, μια κυβέρνηση που παραπαίει, είναι αδύνατον να διαπραγματευθεί: Ή παραδίδεται στους δανειστές ή καταρρέει.
Γι’ αυτό και στις «διαπραγματεύσεις», που βρίσκονται ακόμα σε εξέλιξη, δεν μπορεί να υπάρξει συμβιβασμός τέτοιας μορφής που να αποδυναμώνει πολιτικά την κυβέρνηση, όπως διακαώς επιθυμεί και διακηρύσσει επισήμως ο δικτατορίσκος υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας.
Σε μια τέτοια περίπτωση, η κυβέρνηση δεν θα αντέξει καν μέχρι το φθινόπωρο. Η σημερινή συγκυρία, συνεπώς, αποκτά στρατηγικό χαρακτήρα όχι μόνο για την ελληνική κυβέρνηση αλλά για την ίδια τη χώρα.
Η κριτική της κριτικής
Από την άποψη αυτή έχει πολύ μεγάλη σημασία ο τύπος και οι μορφές της κριτικής που ασκείται στην κυβέρνηση. Από θέση αρχών θεωρούμε ότι η όποια κριτική θα πρέπει να ενισχύει τη θέση της ελληνικής κυβέρνησης στη διαπραγμάτευση, να διαμορφώνει συνθήκες ενότητας του εσωτερικού μετώπου και τέλος να συμβάλλει δημιουργικά με θέσεις και προτάσεις ουσίας για την «επόμενη ημέρα» της διαπραγμάτευσης. Γιατί είναι «ανέξοδος» ο τρόπος μιας αυστηρής κριτικής που θα εστιάζεται μονολιθικά στα λάθη χειρισμού ή τις ελλείψεις της κυβέρνησης, αγνοώντας το γεγονός ότι το αποτέλεσμα των εκλογών της 25ης Ιανουαρίου υπήρξε προϊόν μιας ιστορικής κοινωνικής έκρηξης που οδήγησε τον ΣΥΡΙΖΑ από το ποσοστό της τάξεως του 4% στη σημερινή κυρίαρχή του παρουσία στο πολιτικό σύστημα.
Θα πρέπει, μέσα στο πλαίσιο αυτό, να ξεκαθαρίσουμε ότι μια πλευρά της (αυστηρής) κριτικής προς την κυβέρνηση συγκροτείται από θεωρητικές αντιλήψεις και απόψεις που θεωρούν εφικτή -και ευκταία- τη λύση της εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη και το ευρώ με διαγραφή του χρέους. Οι απόψεις αυτές είναι μεν σεβαστές, όμως δεν μπορούν να απαντήσουν σαφώς, όχι μόνο στο επίπεδο της οικονομικής διαχείρισης μιας τέτοιας κρίσιμης απόφασης, αλλά φαίνεται να αγνοούν την απουσία ιστορικού υποκειμένου ικανού να αναλάβει μια τέτοιας μορφής ιστορική ρήξη, σε συνθήκες, μάλιστα, πλήρους αποδυνάμωσης ή και διάλυσης του παραγωγικοοικονομικού ιστού.
Υπάρχει, όμως, ταυτόχρονα, και το μείζον πρόβλημα της δημοκρατικής νομιμοποίησης ενός παρόμοιου ιστορικού εγχειρήματος. Η μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία εκφράζει σαφέστατα την απόφαση της μη εξόδου από την Ευρωζώνη. Μήπως την απόφαση θα την πάρει μια «φωτισμένη πρωτοπορία», η οποία θα αναζητήσει εκ των υστέρων την κοινωνική και πολιτική νομιμοποίηση της ιστορικής αυτής ρήξης σ’ ένα περιβάλλον μιας μη χειραγωγούμενης κρίσης;
Όσο για τις σοβαρές ενστάσεις και τις ανησυχίες ορισμένων «συνιστωσών» στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ ή και προβεβλημένων στελεχών του, αυτές, ασφαλώς, μπορεί να πρέπει να έχουν δημιουργικό και προωθητικό χαρακτήρα, υπακούοντας όμως σ’ έναν δημοκρατικού χαρακτήρα περιορισμό.
Στο γεγονός, δηλαδή, ότι η ψήφος προς τον ΣΥΡΙΖΑ, η μεγάλη κοινωνικοπολιτική πλειοψηφία που οδήγησε στην ιστορική νίκη της 25ης Ιανουαρίου, προέκυψε ως ψήφος στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, ως ψήφος εμπιστοσύνης στην ηγεσία του, ώστε η χώρα να μπορέσει με αξιοπρέπεια και πίστη στις δυνάμεις της να διεκδικήσει την επιβίωσή της και το μέλλον της. Η πλειοψηφία αυτή δεν ψήφισε τις «συνιστώσες», ως αυτόνομες πολιτικές οντότητες, αλλά τον ΣΥΡΙΖΑ, ως διαλεκτική ΣΥΝΘΕΣΗ και ΥΠΕΡΒΑΣΗ των επιμέρους «συνιστωσών» του. Η γνώση και συνειδητοποίηση του γεγονότος αυτού θα πρέπει να αποτελέσει οδηγό και για το σήμερα και για το μέλλον.
Δεν αποτελεί υπερβολή η διαπίστωση ότι η όλη πορεία των ιστορικών, των κρίσιμων εξελίξεων, που επέρχονται, θα κριθεί από τη σχέση του ΣΥΡΙΖΑ, τη σχέση της κυβέρνησης με την κοινωνία, με τον ελληνικό λαό.
Εμπρός για νέους Παπαδήμους
Σ’ αυτό ακριβώς το κρίσιμο ζήτημα επικεντρώνουν τον στόχο τους οι φορείς της πολιτικής ανωμαλίας στο εσωτερικό της χώρας, σε πλήρη εναρμόνιση προς τον διακηρυγμένο επισήμως στόχο του Β. Σόιμπλε, ως επίσημου εκπροσώπου της πλέον αντιδημοκρατικής και φασίζουσας εκδοχής των γερμανικών αντιδραστικών κύκλων.
Ασφαλώς, τα κόμματα του Μνημονίου και οι ηγεσίες τους, τα μνημονιακά συμφέροντα, οι φορείς της διαπλοκής, τα συστημικά ΜΜΕμ που χύνουν δηλητήριο κατά της κυβέρνησης καθημερινά, ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΝ ΕΚΛΟΓΕΣ γιατί είναι βέβαιο ότι τα κόμματα του Μνημονίου θα συντριβούν.
Ονειρεύονται και πάλι κυβερνήσεις τύπου Λ. Παπαδήμου, διασπάσεις και αποχωρήσεις από τον ΣΥΡΙΖΑ, ακύρωση δηλαδή συνολικά της λαϊκής βούλησης και της λαϊκής κυριαρχίας, με μεθοδεύσεις «εκ των άνω», ΜΕ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑΤΑ.
Όμως, «ξεπεράστηκε» ήδη και η γνωστή μαρξιστική ρήση ότι «η ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα». Η περίπτωση Λ. Παπαδήμου ήταν ήδη μια «φάρσα» για τη Δημοκρατία και μια πραγματική τραγωδία για τον ελληνικό λαό. Άλλωστε, όπως επεσήμανε ο Ηράκλειτος, «δις εις τον αυτόν ποταμόν ουκ αν εμβαίης».