Το χρέος, οι διαπραγματεύσεις και η… Αγία Περπέτουα

Οι διαπραγματεύσεις έχουν εισέλθει στην τελική ευθεία προς τη συμφωνία του Ιουνίου. Η ακαμψία των δανειστών και οι μη ρεαλιστικές απαιτήσεις τους για «μεταρρυθμίσεις», που περιλαμβάνουν υφεσιακά δημοσιονομικά μέτρα και μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα, παραμένουν ακλόνητες. Η θηλιά της ρευστότητας εξακολουθεί να είναι το βασικό εργαλείο πίεσης προς την ελληνική κυβέρνηση προκειμένου να υποχωρήσει από τις «κόκκινες γραμμές» της. Η αντιπολίτευση ζητά κλείσιμο της διαπραγμάτευσης όπως όπως. Οδηγεί, άραγε, το «όπως όπως» σε αμοιβαία επωφελή λύση;

Όπως είναι γνωστό, η Ελλάδα προέβη σε μια μερική αναδιάρθρωση χρέους με το PSI το 2012. Ωριμάνσεις επιμηκύνθηκαν και επιτόκια μειώθηκαν. Σύμφωνα με αναλύσεις της «δεξαμενής σκέψης» Bruegel των Βρυξελλών, το εναπομείναν πραγματικό χρέος, απαλλαγμένο από τις επιβαρύνσεις τοκοφορίας, κ.λπ., αντιστοιχεί στο 60% του ΑΕΠ. Αυτό είναι «βιώσιμο» υπό την προϋπόθεση ότι η εξωτερική χρηματοδότηση βοηθά αρχικά στην εξυπηρέτησή του, αφού η ελληνική οικονομία έχει πληγεί βαρύτατα από τα πέντε μνημονιακά χρόνια. Δηλαδή υπό συγκεκριμένες χρηματοοικονομικές και δημοσιονομικές προϋποθέσεις, η Ελλάδα μπορεί να θεωρηθεί φερέγγυα αλλά στερείται ρευστότητας. Αυτό, εξάλλου, σημαίνει η περίφημη φράση πως «αρκεί η εξυπηρέτηση του χρέους και είναι λιγότερο σημαντικό το μέγεθός του». Αυτό άλλωστε είναι το επιχείρημα των δανειστών για να αρνηθούν τη διαγραφή ενός μέρους του χρέους.

Και όμως οι δανειστές κρατούν τη στρόφιγγα της ΕΚΤ κλειστή, με αποτέλεσμα στις διεθνείς χρηματοικονομικές αγορές να οργιάζει η κερδοσκοπία σχετικά με την αδυναμία της χώρας να ανταποκριθεί στις αποπληρωμές δανειακών υποχρεώσεων, αυξάνοντας φυσικά τα επιτόκια δανεισμού για την Ελλάδα, καθιστώντας την έξοδο στις αγορές αδύνατη, παρά το γεγονός της ποσοτικής χαλάρωσης που μπορεί να βοηθήσει στην εξυπηρέτηση του χρέους. Η τακτική αυτή χρησιμοποιείται ως μοχλός πίεσης για να γίνουν δεκτές κάποιες μεταρρυθμίσεις, που από τη σκοπιά ενδογενούς παραγωγικής ανασυγκρότησης της οικονομίας, υποθηκεύουν την άσκηση μελλοντικής αναπτυξιακής πολιτικής. Η ΕΚΤ έχει μεγάλη ευθύνη για την τροπή των διαπραγματεύσεων, καθώς είναι σαν να σπρώχνει τη χώρα σε αθέτηση πληρωμών.

Εάν θυμηθούμε ότι το βασικό «λάθος» της «τρόικας» ήταν η πολύ γρήγορη εφαρμογή της προσαρμογής, που φυσικά αύξησε τα δημοσιονομικά ελλείμματα και οδήγησε σε δραματική συρρίκνωση της οικονομίας (-25%), δεν πρέπει να επαναληφθεί το ίδιο λάθος. Η προσαρμογή της ανταγωνιστικότητας μπορούσε να επιτευχθεί με πιο αποδοτικό τρόπο, δηλαδή μέσω μιας βαθμιαίας πτώσης του ΑΕΠ και όχι με την «ψυχρολουσία» της δραστικής υφεσιακής πολιτικής. Το πρόγραμμα προσαρμογής που επιβλήθηκε, ήταν, σε λανθασμένη βάση, πολύ αισιόδοξο ως προς την αποτελεσματικότητά του και έβλαψε την ελληνική οικονομία, καθιστώντας την πιο αδύναμη να εξυπηρετήσει το χρέος, όπως αναγνώρισε και το ΔΝΤ.

Ενώ λοιπόν μια περίοδος μείωσης του ΑΕΠ ήταν αναπόφευκτη για την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας, που χάθηκε την περίοδο μετά την ένταξη στο ευρώ, η Ελλάδα μετά τη δραστική εσωτερική υποτίμηση χρειάζεται μια ήπια προσαρμογή. Αυτή απαιτεί δύο προϋποθέσεις. Η πρώτη είναι η παροχή χρηματοδότησης από τους εταίρους (ΕΚΤ) για την αντιμετώπιση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Η δεύτερη είναι η ΠΑΡΑΔΟΧΗ ότι βαθμιαία μείωση του αναπτυξιακού ελλείμματος είναι καλύτερη από μια δραστική μείωση, την οποία απαιτούν τα μεγάλα ΠΡΩΤΟΓΕΝΗ ΠΛΕΟΝΑΣΜΑΤΑ.

«Aυτό που προέχει αυτή τη στιγμή δεν είναι η επόμενη δόση», δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών Γ. Βαρουφάκης από το βήμα του συνεδρίου του «Economist», συμπληρώνοντας ότι η κυβέρνηση δεν θέλει να καταλήξει σε συμφωνία με κόψιμο κάποιων επικουρικών συντάξεων και αύξηση του ΦΠΑ στα νησιά «μόνο για να πάρουμε τα 7 δισ. της τελευταίας δόσης και σε λίγους μήνες να είμαστε στην ίδια κατάσταση». Μεταξύ άλλων, σημείωσε ότι το υπόδειγμα της εσωτερικής υποτίμησης έχει αποτύχει και πως το ελληνικό χρέος πρέπει να «ξανασχεδιαστεί». Η στάση της κυβέρνησης, επομένως, ερμηνεύεται ως προσπάθεια συμπερίληψης της διευθέτησης του χρέους στο πακέτο της διαπραγμάτευσης. Αυτή είναι και η μόνη στάση που μπορεί να οδηγήσει σε βιώσιμη λύση του ελληνικού προβλήματος. Οι τεχνικές λεπτομέρειες μπορούν να αντιμετωπισθούν χρηματοοικονομικά, αναλύοντας την «καμπύλη βιωσιμότητας του χρέους» και χρησιμοποιώντας το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο (ESM).

Και αν ο μαθηματικός λογισμός δείξει ότι η καμπύλη βιωσιμότητας του χρέους δεν γίνεται ποτέ «καμπάνα Gauss», θα χρειασθεί να διορθωθεί ένα άλλο λάθος. Αντί της… Αγίας Βαρβάρας, θα πρέπει να μετακληθεί η… αγία Περπέτουα, που ειδικεύεται στα περίφημα perpetuals. Έτσι θα ηρεμήσει και ο «καθολικός» κ. Ντράγκι που πήγε για προσκύνημα στο «προτεσταντικό» ΔΝΤ προκειμένου να συμφωνηθούν εσωτερικές συμφωνίες μελλοντικής εκπλήρωσης…


Σχολιάστε εδώ