Τέρμα στο παραμύθι της διαπραγμάτευσης
Είναι φανερό ότι η γερμανική οικονομικοπολιτική ελίτ και οι θεσμικοί εντολοδόχοι της (Μ. Ντράγκι, Γ. Ντάισελμπλουμ και ως έναν βαθμό ο Γιούνκερ), με την (επιλεκτική) συνεργασία του ΔΝΤ, δεν αντιμετωπίζουν τη διαπραγμάτευση με την Ελλάδα ως μια θεσμικά οργανωμένη διαδικασία που αποβλέπει στη σύγκλιση των απόψεων και σε έναν έντιμο συμβιβασμό.
Αντίθετα, γι’ αυτούς η διαπραγμάτευση είναι ένα πρόσχημα, μια «παράσταση» διαδικαστικού χαρακτήρα, που έχει όμως δύο προκαθορισμένους στόχους:
* Πρώτος στόχος: Η ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ, της ελληνικής κυβέρνησης, σε ένα νέο μνημονιακό καθεστώς, η ακύρωση του πολιτικού περιεχομένου των εκλογών της 25ης Ιανουαρίου και σε τελική ανάλυση η πλήρης αποτυχία κάθε προσπάθειας αμφισβήτησης της γερμανικής κυριαρχίας και της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής της λιτότητας.
* Δεύτερος στόχος: Κάθε επιλογή που εντάσσεται στον πρώτο στόχο θα πρέπει να έχει ως ακρότατο όριο την αποφυγή της κρίσης του ευρώ και της Ευρωζώνης. Η πολιτική κατά της Ελλάδας θα πρέπει να είναι τιμωρητική -αποτρεπτική για άλλους απείθαρχους λαούς- αλλά να μη θέτει σε αμφισβήτηση τον μηχανισμό που αντλεί πόρους από τον Νότο προς τη γερμανική οικονομία και αναπαράγει τη γερμανική κυριαρχία.
Ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο όρια κινείται η πολιτική της γερμανικής ηγεσίας. Κύριος μηχανισμός προώθησης του πρώτου στόχου ο «εντεταλμένος» κ. Μ. Ντράγκι και η ΕΚΤ, θεσμικά εργαλεία της ίδιας τακτικής η Κομισιόν, το Eurogroup και οι λοιπές «θεσμικές μνημονιακές δυνάμεις» τεχνοκρατικού χαρακτήρα που «νομιμοποιούν» με την «ουδέτερη τεχνοκρατική» τους παρουσία τον ευτελή και απροκάλυπτο εκβιασμό που ασκείται κατά της Ελλάδας και της κυβέρνησής της…
Εάν αντιμετωπίσουμε μέσα από αυτή την οπτική τον ουσιώδη χαρακτήρα της «διαπραγμάτευσης», τότε πρέπει να επισημάνουμε τα ακόλουθα:
* Οι εκπρόσωποι των «θεσμών» κατά τη διάρκεια της μακράς πορείας των διαπραγματεύσεων θέτουν συνεχώς νέες παράλογες απαιτήσεις όταν έχει ήδη επιτευχθεί κάποιος συμβιβασμός.
– Η εκτίμηση από την πλευρά ορισμένων αναλυτών ότι αυτό το γεγονός συνάδει με τον χαρακτήρα της διαπραγμάτευσης προκειμένου οι αντίπαλοί μας να κερδίσουν περισσότερο και ότι τελικώς θα υποχωρήσουν, αποτελεί μια λανθασμένη και επικίνδυνη αντίληψη.
Τα θέλουν όλα
Οι «θεσμοί» και τα πολιτικοοικονομικά συμφέροντα που εκπροσωπούν δεν θέλουν συμβιβασμό, δεν θέλουν λύση, ΤΑ ΘΕΛΟΥΝ ΟΛΑ, με πρώτο και κύριο την πτώση του ΣΥΡΙΖΑ, που θα προέλθει είτε έμμεσα με την υπογραφή ενός νέου Μνημονίου είτε με την επ’ αόριστον παράταση της ασφυξίας της ρευστότητας ώστε η ελληνική κυβέρνηση να οδηγηθεί σε πλήρες αδιέξοδο και σε πτώση.
Οι «κόκκινες γραμμές» της ελληνικής κυβέρνησης δεν έχουν επικοινωνιακό χαρακτήρα αλλά αποτελούν αναγκαίους όρους για την επιβίωση της κοινωνίας και τον απεγκλωβισμό από τη λιτότητα. Ένα «λογικό» ποσοστό του πλεονάσματος ώστε να μπορεί να διατεθεί ένα ποσόν 5-6 δισ. ευρώ ετησίως στην εσωτερική αγορά, η μη περαιτέρω αύξηση φόρων και του ΦΠΑ και η δίκαιη κατανομή των βαρών αποτελούν στοιχειώδεις προϋποθέσεις όχι μόνο για την επανεκκίνηση της οικονομίας αλλά και για τη δυνατότητα αποπληρωμής του χρέους. Όρος, βεβαίως, για να υπάρξει η δυνατότητα αυτή είναι η ριζική αντιμετώπιση της «βιωσιμότητας» του χρέους.
Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο και «ανορθολογικό», ο κ. Σόιμπλε και οι υποτακτικοί του δεν θέλουν να ξεπληρώσουμε το χρέος με τις δικές μας δυνάμεις αλλά θέλουν να μας ξαναδανείσουν: ΧΡΕΟΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΧΡΕΟΣ… Ήδη εδώ και έναν περίπου χρόνο ο γερμανός υπουργός Οικονομικών έχει «ευσχήμως» προαναγγείλει ότι στα μέσα του 2015 η Ελλάδα είναι ανάγκη να δανειστεί ένα νέο ποσό (σήμερα το αναβιβάζουν στα 20-30 δισ. ευρώ) και να υπογράψει, βεβαίως, το σχετικό Μνημόνιο προκειμένου να καλύψει τα ελλείμματα και να εκπληρώσει τις δανειακές της υποχρεώσεις… Το «κοστούμι» του χρέους είναι λοιπόν «έτοιμο από καιρό»…
Γιατί προσφέρουν με τόση άνεση και ευμένεια δεκάδες δισ. ευρώ ενώ απειλούν με εκδίωξη της Ελλάδας από την Ευρωζώνη αν καθυστερήσουμε έστω και για λίγες ημέρες μια δόση μερικών εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ;
Γιατί το ΧΡΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟ και όχι απλώς οικονομικό μέγεθος. Γι’ αυτό και αρνείται κατηγορηματικά η γερμανική ηγεσία ένα «κούρεμα» του χρέους που θα μπορούσε να το αναγάγει σε ποσοστό της τάξεως του 120% του ΑΕΠ και θα επέτρεπε στην περίπτωση αυτή την έξοδο της χώρας στις αγορές.
Ευχαρίστως, αντίθετα, θα δεχθεί ο κ. Β. Σόιμπλε «ρύθμιση» του χρέους με χαμηλό -σχεδόν μηδενικό- επιτόκιο και με νέα χρονική παράταση, ένα χρέος που -με έναν νέο δανεισμό- θα προσεγγίσει το 200% του ΑΕΠ… Κι αυτό γιατί θα παραταθεί επ’ άπειρον η πολιτική και οικονομική ομηρεία της χώρας. Αυτός άλλωστε είναι και ο βασικός τους στόχος…
Πολιτική αντεπίθεση
Σύμφωνα με τις προσεγγίσεις αυτές, η διαδικασία της «διαπραγμάτευσης» έχει ολοκληρωθεί με την έννοια ότι έχουν προκύψει ασύμβατες πολιτικές στρατηγικές και στόχοι μεταξύ της Ελλάδας και των «θεσμών», δηλαδή της γερμανικής ηγεσίας.
Από εδώ και πέρα, πριν φθάσουμε σε ένα νέο αδιέξοδο στο τέλος Μαΐου, η ελληνική κυβέρνηση, έχοντας εξαντλήσει κάθε όριο σεβασμού προς τους θεσμικούς κανόνες και διαδικασίες, έχοντας μάλιστα ανεχθεί πρωτοφανείς και αήθους χαρακτήρας επιθέσεις και απειλές, έχοντας μάλιστα εκπληρώσει στο ακέραιο τις δανεικές της υποχρεώσεις, οφείλει να αναπτύξει μια σειρά επιθετικών πρωτοβουλιών ώστε να συγκεντρώσει ένα ισχυρό «πολιτικό κεφάλαιο» ως πλεονέκτημα πριν από μια ενδεχόμενη μετωπική αντιπαράθεση και σύγκρουση.
Οφείλει, πριν απ’ όλα, να αποκαλύψει πλήρως και επισήμως τις κατατεθειμένες θέσεις των εκπροσώπων των «θεσμών» ώστε να αποκαλυφθούν δημόσια οι παράλογες απαιτήσεις τους που καταργούν τη συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου και απαιτούν από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ να υπογράψει όσα δεν τόλμησε να υπογράψει η μνημονιακή συγκυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου.
Κρίνεται επίσης αναγκαίο να ξεκαθαρίσει άμεσα και επίσημα η κυβέρνηση ότι δεν πρόκειται να καταβάλει πλέον καμία δόση είτε στο ΔΝΤ είτε στην ΕΚΤ, εφόσον δεν υπογραφεί μια έντιμη συμφωνία και δεν αρθεί η «ασφυξία» της ρευστότητας.
Τρίτον: Το όπλο του δημοψηφίσματος αφορά έμμεσα το απαγορευτικό, για τη γερμανική ηγεσία, όριο της ηθικής κρίσης του ευρώ και της Ευρωζώνης. Τόσο το θεμελιώδες ερώτημα που -ενδεχόμενα- θα τεθεί όσο και ο χρόνος προκήρυξης του δημοψηφίσματος θα πρέπει να γίνει με απόλυτη πρωτοβουλία της κυβέρνησης, ακόμα και αιφνιδιαστικά, και όχι με όρους «άμυνας» και αδιεξόδου όπως θα ήθελε η γερμανική ηγεσία και η εγχώρια «5η Φάλαγγα».
Ούτως ή άλλως, ο καιρός των ψευδαισθήσεων και της επίδειξης «καλής θέλησης» έχει περάσει. Η ίδια η πραγματικότητα επιβάλλει πλέον τους νέους όρους δράσης.