Ξανά μπροστά σε τελεσίγραφο
Σήμερα, καθώς αργοσβήνει ο απόηχος από τις φανφάρες των εορτασμών της επετείου, η πατρίδα μας αντιμετωπίζει έναν άλλον ανηλεή πόλεμο, τον οικονομικό, όπου οι επιτιθέμενοι δεν εξαπολύουν Πάντσερ και Στούκας ούτε αιμοβόρους ατάκτους να σφάξουν και να λεηλατήσουν. Απλώς εξολοθρεύουν αναίμακτα τους λαούς με θανατηφόρα Μνημόνια. Για την κατάκτηση δεν απαιτούνται πλέον μιλιούνια καλά εξοπλισμένων και εκπαιδευμένων μεραρχιών, δεν χρειάζονται μεγαλοφυείς παρασημοφορημένοι στρατάρχες να καταρτίσουν σχέδια για την εξόντωση μιας χώρας. Τρεις τραπεζικοί υπάλληλοι, παχυνθέντες με μπόνους, είναι υπεραρκετοί για να γονατίσουν και την πλέον κραταιά δύναμη της Γης. Μέχρι και ο Ταμερλάνος θα έλεγε «Μπιρ Αλλάχ» εάν άνοιγε νταλαβέρια μαζί τους.
Έτσι είχαν τα πράματα όταν οι πτωχοί και… άσωτοι Έλληνες έπεσαν στα νύχια τους. Είναι ίσως περιττόν να επαναλάβουμε τα δεινά που υφιστάμεθα επί πέντε ολόκληρα χρόνια. Εξάλλου, εθιστήκαμε να βλέπουμε κλειστά κι αραχνιασμένα μαγαζιά, με πάκο τους πεταμένους από τη χαραμάδα της πόρτας απλήρωτους λογαριασμούς. Αποστρέφουμε από ντροπή τους οφθαλμούς μας αντικρίζοντας τους έως χθες ευυπόληπτους συμπολίτες μας να ψάχνουν στα σκουπίδια, που κι αυτά μέρα με τη μέρα γίνονται λιγότερα, αναζητώντας κάτι φαγώσιμο. Και απορούμε με τους άστεγους που κοιμούνται στο ύπαιθρο μέσα σε χαρτόκουτες στην άκρη των πεζοδρομίων, κάτι που δεν συνέβαινε ούτε στα χρόνια της Κατοχής. Όλες τις πληγές του Ιώβ επισώρευσαν στην άμοιρη χώρα μας. Κόκκινα δάνεια, με τις τράπεζες να κραδαίνουν στους δανειολήπτες τη χαντζάρα του πλειστηριασμού. Εξώσεις και κατασχέσεις κινητών και ακινήτων. Νοικοκυριά που ζουν στα μαύρα σκοτάδια, καθώς τους έκοψαν το ηλεκτρικό, που έμεινε απλήρωτο, και τώρα φωτίζονται με ένα σπαρματσέτο, ενώ τουρτουρίζουνε από το κρύο. Στρατιές ανέργων, που ξαφνικά βρέθηκαν να μην έχουνε στον ήλιο μοίρα και σέρνονται μες στη ζωή, απελπισμένοι, χωρίς ελπίδα, χωρίς μέλλον, χωρίς καμία προσδοκία. Και επιπλέον άνθρωποι με κάποιο όνομα στην κοινωνία να εξευτελίζονται από τηλεοράσεως, οδηγούμενοι στον Εισαγγελέα σκυφτοί και με χειροπέδες για χρέη προς το Δημόσιο. Παιδιά που πηγαίνουνε σχολείο νηστικά και λιποθυμούνε από την πείνα μέσα στην τάξη. Πετσοκομμένοι μισθοί και συντάξεις, και πολίτες χωρίς καμία ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Και άλλοι να περιμένουν ένα πιάτο ζεστό φαΐ από το συσσίτιο της εκκλησίας. Και υπάρχουν διανοούμενοι, από την πνευματική «ελίτ» της χώρας, που εμφανίζονται σε διάφορα πάνελ και δικαιολογούν -όταν δεν εξυμνούν- τους θύτες φίλους μας, που για τριάκοντα αργύρια με τα οποία θα μας βοηθήσουν, εντόκως, θα τους παραχωρήσουμε μαζί με το «είναι μας» και την ανθρώπινη αξιοπρέπειά μας.
Και καθώς υπάρχουνε πολλοί που είναι πρόεδροι, πολιτευτές, διανοούμενοι, μεγαλέμποροι και άλλοι μεγαλόσχημοι, οι οποίοι αγανακτούν επειδή η κυβέρνηση καθυστερεί και δεν υπογράφει να παραδοθούμε στους εταίρους μας μιαν ώρα αρχύτερα, υπάρχουνε ταυτόχρονα και μερικοί παλαιότεροι, «ευρισκόμενοι ακόμη εν ζωή», που παρακολουθώντας τα τεκταινόμενα αναλογίζονται με φρίκη τι θα συνέβαινε το πρωί της 28ης Οκτωβρίου του ’40 εάν την τύχη της Ελλάδος τη διαχειρίζονταν τότε οι σημερινοί ιθύνοντες. Αν, π.χ., στις 3 μετά τα μεσάνυχτα κατέφθανε στο σπίτι του έλληνα πρωθυπουργού ο κόμης Γκράτσι και του επέδιδε ένα ιταμό τελεσίγραφο, προερχόμενο από την άλλη μεγάλη δύναμη του Άξονα, με απειλητικό περιεχόμενο, με το οποίο χωρίς φιοριτούρες και περιστροφές θα ζητούσε μέσα σε τρεις μονάχα ώρες να του παραδοθεί η Ελλάδα «στο πιάτο». Ο ημέτερος θα πάθαινε «ταράκουλο» και ο γλωσσοδέτης θα έκανε διπλό κόμπο τη γλώσσα του «εξοχότατού» μας κι έτσι δεν θα μπορούσε να ξεστομίσει το φρόνιμο «Ναι». Για να «καθαρίσει» όμως, βάζοντας άλλους να βγάλουνε το φίδι από την τρύπα, περίτρομος θα τηλεφωνούσε αμέσως στους επικεφαλής των άλλων πολιτικών δυνάμεων της χώρας, ενημερώνοντάς τους και ζητώντας ταυτόχρονα τη γνώμη τους περί του πρακτέου. Όλοι τους, σαν να συμμετείχαν σε παράσταση αρχαίας τραγωδίας στην Επίδαυρο, θα απαντούσαν εν χορώ συνιστώντας «ψυχραιμία και σωφροσύνη». Ο ένας θα πρόβαλλε τους κινδύνους που θα μας απειλούσαν σε περίπτωση πολέμου. Ο άλλος θα ζητούσε να αποφύγουμε κάθε σκέψη αντίστασης που θα μας «έριχνε στα βράχια» και ένας τρίτος, κοστολογώντας σε συνάλλαγμα τις περιπέτειες στις οποίες θα μπλέκαμε, θα συμβούλευε να κάτσουμε φρόνιμα και να απαντήσουμε σεμνά και ταπεινά «παραδινόμαστε». Και κάποιος άλλος, που θα αυτοδιαφημιζόταν ως «άθεος» και θα έσερνε τα εξ αμάξης στη θρησκεία, θα κατέφευγε στην Αγία Γραφή για να μας πείσει «να στρέψουμε και την άλλην παρειάν».
Άπειρα θα ήσαν τα επιχειρήματα υπέρ «μιας δίκαιης, ειρηνικής και βιώσιμης λύσης». Και οι πιο φιλόσοφοι θα προσέθεταν: «Δεν πρέπει να κατεχόμαστε από ξενοφοβία ούτε να εφαρμόζουμε τους νόμους της ζούγκλας!» Εάν υπήρχαν τότε όλοι αυτοί, την επομένη, δηλαδή το πρωί της Τρίτης 29 Οκτωβρίου, οι Ιταλοί θα πίνανε τον καφέ τους στου Ζαχαράτου…
Αλλά, ευτυχώς, αυτοί τότε δεν υπήρχαν. Κι έτσι, σε δώδεκα μονάχα ημέρες, η ρακένδυτη και ξυπόλυτη Ελλάς μάς πήρε από το χεράκι και μας ανέβασε στα ουράνια…