Ρευστότητα έναντι μεταρρυθμίσεων και η σημασία των πρωτογενών πλεονασμάτων

Το ελληνικό δράμα συνεχίζεται. Η κυβέρνηση έχει να πληρώσει μέχρι τον Αύγουστο υποχρεώσεις ύψους 15 δισ., τα οποία δεν διαθέτει. Οι δανειστές περιορίζουν τη ρευστότητα μέχρις ότου η Ελλάδα υποκύψει στους όρους που επιβάλουν, δηλαδή τη συνέχιση της λιτότητας και την εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που είχαν συμφωνηθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση.

Είναι όμως οι όροι των δανειστών ορθολογικοί;

Δημοσιονομικό σκέλος

Τα μέτρα λιτότητας που επεβλήθησαν το 2011 είχαν καταστροφικά αποτελέσματα στην ελληνική οικονομία. Μείωσαν το ΑΕΠ περίπου 26%, δημιούργησαν στρατιές ανέργων και φτωχοποίησαν δραματικά μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Μετά τις προφανείς αρνητικές επιπτώσεις της λιτότητας, δεν συνιστά λογική επιλογή η συνέχισή της. Έκπληξη αποτελεί το γεγονός της επιμονής στη λάθος πολιτική, καθώς πρόσφατες μελέτες από έγκυρα διεθνή και γερμανικά (1) ινστιτούτα αποδεικνύουν ότι ολόκληρη η συρρίκνωση του ΑΕΠ της χώρας την περίοδο 2010-2014 αποδίδεται στα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής που επεβλήθησαν με τα Μνημόνια.

Η Ελλάδα, χωρίς τη λιτότητα, θα είχε διέλθει μακρά περίοδο στασιμότητας, αλλά όχι τεράστιας ύφεσης. Η πορεία της σχέσης χρέος προς ΑΕΠ θα είχε εξελιχθεί σε χαμηλότερη τροχιά. Εάν η λιτότητα είχε επιβληθεί μετά την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και με βραδύτερο ρυθμό, τότε σχεδόν τα 2/3 της απώλειας του ΑΕΠ θα είχαν αποφευχθεί. Ήταν λανθασμένη επιλογή η εφαρμογή εμπροσθοβαρούς περικοπής δαπανών την περίοδο 2010-2014 λόγω των ενισχυμένων αρνητικών πολλαπλασιαστών. Εάν η προσαρμογή είχε περιορισθεί κυρίως στο σκέλος των εσόδων, θα είχε περιορισθεί η συρρίκνωση του ΑΕΠ δραστικά και θα είχε μειωθεί πολύ περισσότερο ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ. Επομένως, είναι προφανής η σημασία υιοθέτησης μικρών πρωτογενών πλεονασμάτων στην παρούσα φάση της διαπραγμάτευσης.

Διαρθρωτικό σκέλος

Είναι γνωστό πως οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, για να είναι αποτελεσματικές, πρέπει να είναι προσεκτικά σχεδιασμένες. Χρειάζεται χρόνος για την εφαρμογή τους και για την εκδήλωση των αποτελεσμάτων τους. Είναι γνωστό, επίσης, ότι σε συνθήκες στασιμότητας ή ύφεσης, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ακόμη και όταν μακροπρόθεσμα έχουν θετικά αποτελέσματα, έχουν βραχυπρόθεσμα αρνητικές επιπτώσεις επειδή περιορίζουν τη ζήτηση. Παρόμοια προβληματική ισχύει για τις ιδιωτικοποιήσεις. Συνεργασίες δημόσιου – ιδιωτικού τομέα, με συγκεκριμένους όρους, μπορούν να είναι αποδοτικές, αλλά δεν αποτελεί ανακούφιση από το χρέος η ταχεία πώλησή τους σε τιμές ευκαιρίας ή με όρους που δημιουργούν δυσμενείς συνθήκες τοπικής ενδογενούς ανάπτυξης και παραγωγικής ανασυγκρότησης.

Έτσι, η επιμονή των δανειστών στο μότο «λεφτά για μεταρρυθμίσεις» δεν είναι απαλλαγμένη από σκοπιμότητες. Μερικά από τα μέτρα που προτείνουν είτε είναι απαραίτητα, όπως, π.χ., η αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος, είτε χρειάζεται να θεωρηθούν σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, όπως το Ασφαλιστικό. Όσον αφορά τις διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά εργασίας, η κυβέρνηση έχει ζητήσει τη συνδρομή του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας προκειμένου να λάβει συμβουλή για την ποιότητα των μεταρρυθμίσεων, ώστε να μην επαναληφθούν τα ανθρωπιστικά απαράδεκτα αποτελέσματα, όπως αυτά, π.χ., στον τομέα της υγείας.

Το «μυθικό» αίτημα των δανειστών για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θα πρέπει επομένως να συνδεθεί ερμηνευτικά με το είδος και τα σκοπούμενα οικονομικά τους αποτελέσματα, διότι η Ελλάδα εμφανίζει από καιρό αδυναμίες από την πλευρά της προσφοράς (γραφειοκρατία, προγραμματικές αδυναμίες κ.λπ.). Όμως, μετά την ιστορική απόφαση των «θεσμών», το 2010, να προχωρήσουν σε «διάσωση» της χώρας με νέο δανεισμό, η Ελλάδα θεωρήθηκε ότι έχει μόνο πρόβλημα ρευστότητας και όχι πρόβλημα φερεγγυότητας. Θεωρήθηκε, δηλαδή, ότι χωρίς κούρεμα του χρέους, με εξωτερικό δανεισμό, η χώρα θα μπορούσε να επανέλθει σε κανονική τροχιά. Πέντε χρόνια αργότερα, το χρέος αυξάνεται, ενώ η οικονομία συρρικνώνεται.

Επομένως, υιοθέτηση συμβιβασμού «ρευστότητα για μεταρρυθμίσεις» χωρίς παράλληλη συμφωνία για πρωτογενή πλεονάσματα, ώστε να μην υποθηκεύεται η αναπτυξιακή προοπτική, είναι δύσκολο να υιοθετηθεί και να εφαρμοσθεί, διότι θα είναι προβληματική σε οικονομικούς όρους, καθώς οι μεταρρυθμίσεις δεν μπορούν να εξασφαλίσουν δημοσιονομική σταθεροποίηση. Ο τρόπος για την επίτευξη σταθεροποίησης στο προσεχές διάστημα είναι μάλλον η εξασφάλιση ρευστότητας, η απομάκρυνση της Δαμόκλειας Σπάθης της τυπικής χρεοκοπίας, η αύξηση της ζήτησης, που προϋποθέτει μικρότερα πλεονάσματα, και η χρηματοδότηση της ανάπτυξης.

Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και ανταγωνιστικότητα από τη μια πλευρά και χρηματοδοτικά πακέτα, επενδύσεις, δημιουργία απασχόλησης και κίνητρα προς τις επιχειρήσεις από την άλλη, δεν πρέπει να αποτελούν ανταγωνιστικές πολιτικές, αλλά να προωθούνται παράλληλα (2). Για τον λόγο αυτό το ζήτημα της αναδιάρθρωσης του χρέους δεν πρέπει να χάνεται από το προσκήνιο.

• ΙΜΚ. Το κόστος της ελληνικής δημοσιονομικής προσαρμογής. Ντίσελντορφ, 2015

• ILO 2013. Παραγωγικές θέσεις εργασίας για την Ελλάδα.


Σχολιάστε εδώ