Οι δηλώσεις Κοτζιά για το θέμα των εγγυήσεων και η ανάγκη επανεξετάσεως της συνολικής στρατηγικής στο Κυπριακό
Η Άγκυρα, όπως ήταν αναμενόμενο, έσπευσε να απορρίψει την Ελληνική θέση και να υπογραμμίσει ότι η ίδια δεν πρόκειται να παραιτηθεί από την αξίωση να είναι εγγυήτρια δύναμη, ανεξαρτήτως του τι θέλει και τι θα πράξει η Ελλάδα.
Η Τουρκική θέση δεν εκπλήσσει. Η Άγκυρα δικαιολογεί μέχρι σήμερα την εισβολή της στην Κύπρο, επικαλούμενη τη Συνθήκη Εγγυήσεως, παρά το γεγονός ότι, ακόμη και με βάση το υποθετικό της «δικαίωμα» για επέμβαση, θα έπρεπε αυτό να οδηγήσει στην αποκατάσταση του status quo και όχι στην κατοχή, στην εθνοκάθαρση του 37,4% της Κύπρου και στην ανακήρυξη χωριστού «κράτους».
Η Τουρκία παραμένει προσκολλημένη στη θέση των εγγυήσεων γιατί αυτές αποτελούν αναγκαίο μέρος της συνολικής στρατηγικής της Άγκυρας για γεωπολιτικό έλεγχο της Κύπρου και για προώθηση των φιλοδοξιών της για σταδιακή «ανάκτηση» ολόκληρης της Κύπρου.Η Άγκυρα, με τη βοήθεια των συμμάχων της, που ενορχήστρωσαν, το 1974, το πραξικόπημα κατά του Προέδρου Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και την Τουρκική εισβολή, αξιοποίησε τα τετελεσμένα γεγονότα για να σύρει σταδιακά την Ελληνική πλευρά από τον έναν γύρο διακοινοτικών συνομιλιών στον άλλον, σε αδιανόητες υποχωρήσεις αρχών, με δόλωμα την ελπίδα για λύση του Κυπριακού. Η ελπίδα αποδείχθηκε επανειλημμένα αυταπάτη. Αυτό, όμως, δεν εμπόδισε, δυστυχώς, τις ηγεσίες της Ελληνικής πλευράς να παραμείνουν εγκλωβισμένες στην πολιτική των διακοινοτικών συνομιλιών και να καταστήσουν μάλιστα λάβαρο αγώνα την περιβόητη διζωνική ομοσπονδία, που είναι ένα εύρημα της Τουρκικής πλευράς και των συμμάχων της.
Το 1983, η Τουρκική πλευρά ανακήρυξε την κατεχόμενη Κύπρο ως ανεξάρτητο δήθεν «κράτος», το οποίο αναγνωρίσθηκε μόνο από την Τουρκία. Πώς είναι δυνατόν να διεξάγει κανείς διακοινοτικές συνομιλίες για ενδεχόμενη ομοσπονδία όταν η Τουρκική πλευρά, με την ανακήρυξη του ψευδοκράτους, εγκατέλειψε ήδη τη βάση της ομοσπονδίας και προχώρησε στη βάση του χωριστού «κράτους» και της συνομοσπονδίας;
Στη βάση της ίδιας λογικής, η Τουρκική πλευρά απαιτούσε «πολιτική ισότητα» και «ίση» κυριαρχία. Το περίεργο δεν είναι ότι τα απαιτούσε η εξ ορισμού αρπακτική Τουρκική πλευρά. Είναι ότι η Ελληνική πλευρά, πρωταγωνιστούντος του πρώην Προέδρου Γιώργου Βασιλείου και κατά δεύτερο λόγο του Γλαύκου Κληρίδη, τα αποδέχθηκε υπό τον μανδύα «δημιουργικών ασαφειών», που λειτούργησαν ως φύλλο συκής.
Η «πολιτική ισότητα» έγινε έτσι δεκτή υπό τη διευκρίνιση των Ηνωμένων Εθνών, που διαμεσολαβούσαν στις συνομιλίες, ότι αυτό δεν σημαίνει αναγκαστικά «αριθμητική ισότητα». Τι σημαίνει, όμως, αυτό, εάν δεν καθορίζεται με συγκεκριμένο τρόπο και όρους.
Το ουσιαστικό στην περίπτωση αυτή είναι η κατάλυση της δημοκρατικής αρχής, η υποταγή της πλειοψηφίας στη μειοψηφία, που ελέγχεται μάλιστα από την Άγκυρα, και η έμμεση αποδοχή μιας αρχής που παραπέμπει σε συνομοσπονδία αντί σε ομοσπονδία. Επιτομή των συνεχών και μεγάλων παραχωρήσεων της Ελληνικής πλευράς σε θέματα αρχών ήταν το περιβόητο σχέδιο Ανάν, η επιβολή του οποίου επιχειρήθηκε να γίνει ως πακέτο με την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004. Η Κύπρος σώθηκε από το καταστροφικό αυτό σχέδιο υπό οριακές συνθήκες.
Λογικά, μετά την απόρριψη από τον Κυπριακό λαό της ιδέας της διζωνικής ομοσπονδίας, με πολιτική ισότητα, όπως συγκεκριμενοποιήθηκε στο σχέδιο Ανάν, και την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θα έπρεπε να ακολουθήσει επανατοποθέτηση του Κυπριακού και αλλαγή στρατηγικής, προσαρμοσμένης στα νέα δεδομένα. Ασκήθηκαν πάλι αφόρητες πιέσεις στον τότε Πρόεδρο Τάσσο Παπαδόπουλο να μην εγκαταλείψει τη διαδικασία των διακοινοτικών συνομιλιών γιατί δεν υπήρχε δήθεν υπαλλακτική διαπραγματευτική οδός για τη «λύση» του Κυπριακού.
Οι μεγαλύτερες πιέσεις από το εσωτερικό προήλθαν από την ηγεσία του ΑΚΕΛ, που ήταν τότε κυβερνητικός εταίρος. Το ΑΚΕΛ είχε αναγάγει σε θεωρία τη λεγόμενη «προσέγγιση» με τους Τουρκοκυπρίους, συγχέοντας το ψευδοκράτος με την Τουρκοκυπριακή κοινότητα και πλειοδοτώντας, με την πολιτική αυτή, υπέρ του διακοινοτικού χαρακτήρα του προβλήματος αντί του πρωτεύοντος χαρακτήρα, που είναι η Τουρκική εισβολή και κατοχή.
Η ηγεσία του ΑΚΕΛ, υπό τον Δημήτρη Χριστόφια, διασπώντας το μέτωπο των δυνάμεων του ΟΧΙ, έθεσε ανεξάρτητη υποψηφιότητα στις Προεδρικές εκλογές. Η εκλογή του απεδείχθη μοιραία για την Κύπρο. Τόσο για το εθνικό θέμα, στο οποίο προέβη σε καταστροφικές παραχωρήσεις, όσο και για την οικονομία, που από τις πρώτες Ευρωπαϊκές θέσεις βρέθηκε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας.
Η καταστροφική θητεία Χριστόφια άνοιξε τον δρόμο στην Αντιπολίτευση του ΔΗΣΥ και στον παλαιό θιασώτη του σχεδίου Ανάν Νίκο Αναστασιάδη. Το σημερινό κυβερνητικό κόμμα ΔΗΣΥ και η σημερινή αξιωματική Αντιπολίτευση του ΑΚΕΛ συνεργάζονται στενά στο Κυπριακό, ενώ συγκρούονται στα άλλα για να προωθήσουν τη δήθεν «επανένωση» της Κύπρου με βάση μια «λύση» διζωνικής ομοσπονδίας, με «πολιτική ισότητα», ανάλογης με αυτήν που απέρριψε ο Κυπριακός λαός με συντριπτική πλειοψηφία.
Είναι αδιανόητο τα δύο μεγαλύτερα κόμματα να συνεργάζονται για την κατάλυση ουσιαστικά της Κυπριακής Δημοκρατίας και την υποκατάστασή της από ένα μόρφωμα που παρουσιάζεται παραπλανητικά ότι δήθεν θα «ένωνε» την Κύπρο ενώ στην πραγματικότητα θα ανεγνώριζε το ψευδοκράτος, θα νομιμοποιούσε την Τουρκική εισβολή και τη διχοτόμηση και θα υπέτασσε την Ελληνική πλειοψηφία στην Τουρκοκυπριακή μειοψηφία και μέσω αυτής στην Άγκυρα.
Το θέμα των εγγυήσεων είναι από τα πολύ λίγα θέματα, στα οποία δεν έχει προβεί ακόμη η Ελληνική πλευρά σε απαράδεκτες υποχωρήσεις. Από την άποψη αυτή είναι ευπρόσδεκτη και θετική η δήλωση Κοτζιά. Δεν αρκεί, όμως, χρειάζεται επανεξέταση η συνολική εθνική στρατηγική Ελλάδος και Κύπρου στο Κυπριακό για την αποσόβηση των επικρεμάμενων κινδύνων και τη διασφάλιση του μέλλοντος του Κυπριακού Ελληνισμού.