Η Τριμερής Ελλάδος, Κύπρου, Αιγύπτου και η στρατηγική στο Κυπριακό

Η πρώτη Τριμερής Συνάντηση επισκιάσθηκε από την επίσκεψη αμέσως μετά του Τούρκου πρωθυπουργού στην Αθήνα, με δηλώσεις για τις διμερείς σχέσεις και το Κυπριακό, που επανελάμβαναν τις γνωστές Τουρκικές θέσεις, αμφισβητήσεις και διεκδικήσεις. Είναι κατανοητή η επιδίωξη να διατηρηθεί ένα ήπιο, όσο το δυνατόν, κλίμα στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις, ιδιαίτερα στη σημερινή συγκυρία της οικονομικής θύελλας την οποία διέρχεται η χώρα. Αυτός όμως δεν είναι λόγος για να μην υπάρχει σαφής στρατηγική περιφερειακών συμμαχιών, την οποία έχει ανάγκη η Ελλάδα για να προωθήσει, μεταξύ άλλων, το κορυφαίο θέμα της οριοθετήσεως των Θαλασσίων Ζωνών και ειδικότερα της ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδος, Κύπρου και Αιγύπτου.

Στο τελευταίο θέμα συμπυκνώνονται οι Τουρκικές φιλοδοξίες για «συμμετοχή» στα ενεργειακά αποθέματα της Ανατολικής Μεσογείου. Η Άγκυρα δεν εννοεί, βεβαίως, τη «συμμετοχή» αυτή στο πλαίσιο των προνοιών του διεθνούς θαλασσίου δικαίου. Προβάλλει τις δικές της θεωρίες και τους δικούς της ισχυρισμούς για τα «δικαιώματά» της, τα οποία διασυνδέει επίσης με τη γνωστή θεωρία των λεγομένων «γκρίζων ζωνών» και με διεκδικήσεις Ελληνικών νησιών και βραχονησίδων από το Αιγαίο μέχρι τη Γαύδο!

Ενώπιον μιας τέτοιας Τουρκικής πολιτικής, που προβάλλεται και προωθείται με μια απροκάλυπτη και συστηματική πολιτική παραβιάσεων και αμφισβητήσεων, στον αέρα και στη θάλασσα, δεν αρκεί, δυστυχώς, μόνο η καλή θέληση της Ελληνικής πλευράς.

Σημαντική παράμετρος μιας γενικότερης στρατηγικής ανασχέσεως της Τουρκικής επιθετικότητας και αποτροπής είναι εκ των πραγμάτων η οικοδόμηση περιφερειακών συμμαχιών που βασίζονται σε σύγκλιση στρατηγικών συμφερόντων μεταξύ των ενδιαφερομένων χωρών. Οι περιφερειακές αυτές συμμαχίες μπορούν επίσης να αποτελέσουν τη βάση ενός ευρύτερου συστήματος συνεργασίας και ασφάλειας στην περιοχή.

Η Αίγυπτος και το Ισραήλ είναι οι δύο βασικοί πυλώνες ενός τέτοιου συστήματος, άσχετα αν, για προφανείς λόγους, εκφράζονται μέσα από δύο χωριστές και παράλληλες Τριμερείς Συναντήσεις και Συνεννοήσεις, αντί μέσα από μια Τετραμερή. Η Αίγυπτος βρίσκεται σε ανοικτή σύγκρουση με την Ισλαμιστική Τουρκία του Ερντογάν. Το καθεστώς του στρατάρχη Αλ Σίσι βρίσκεται σε σύγκρουση με το κίνημα των Αδελφών Μουσουλμάνων στην Αίγυπτο, αλλά βλέπει επίσης με ανησυχία τη μεταφορά στη γειτονική του Λιβύη των Ισλαμιστικών πρακτικών της Συρίας. Ανησυχεί επίσης γενικότερα για την άνοδο του ακραίου Ισλαμισμού και Τζιχαντισμού στον Αραβικό κόσμο, από τη Συρία και τη Λιβύη μέχρι το Ιράκ και την Υεμένη.

Το Ισραήλ, παρά το παρελθόν των στρατηγικών σχέσεων με την Τουρκία, δεν την εμπιστεύεται σήμερα. Αιτία δεν είναι μόνο τα γεγονότα του Μαβί Μαρμαρά. Βαθύτερη αιτία είναι η παλινδρόμηση της Τουρκίας, με το καθεστώς Ερντογάν, σε μια Ισλαμιστική ιδεολογία, με την οποία έχει διαποτισθεί η τουρκική κοινωνία. Η ιδεολογία αυτή συνυφαίνεται με τις Νεο-Οθωμανικές φιλοδοξίες της Άγκυρας. Το Ισλάμ θεωρείται ως η βάση και το όχημα που θα ξαναδώσει στην Τουρκία προοπτικές περιφερειακής ηγεμονίας και Νεο-Οθωμανικού μεγαλείου.

Οι Τουρκικές φιλοδοξίες για αεροναυτική ηγεμονία στην Ανατολική Μεσόγειο δεν ανησυχούν μόνο την Ελλάδα και την Κύπρο. Ανησυχούν επίσης το Ισραήλ. Το ανησυχούν επίσης οι ενεργειακές διεκδικήσεις της Άγκυρας, οι οποίες ουσιαστικά στρέφονται κατά της Ελλάδος και της Κύπρου, αλλά μπορούν να γίνουν υπόβαθρο γεωπολιτικής παρουσίας, ισχύος και επιρροής της Τουρκίας στην περιοχή.

Τι θα γινόταν όμως εάν καταλυόταν η Κυπριακή Δημοκρατία, με μια δήθεν «λύση» του Κυπριακού, που θα έφερνε στη θέση της μια «Ηνωμένη» «Κυπριακή Δημοκρατία» διζωνικής ομοσπονδίας δύο «ίσων» μερών ή «κρατών»;

Η Άγκυρα, μέσα από μια δήθεν «λύση», θα κατόρθωνε όχι μόνο να καταλύσει την Κυπριακή Δημοκρατία, που είναι ο στόχος της από το 1963-64, αλλά να νομιμοποιήσει επίσης την ντε φάκτο διχοτόμηση που επέβαλε με την εισβολή του 1974 και να αποκτήσει καθοριστικό λόγο και γεωπολιτικό έλεγχο πάνω σε ολόκληρη την Κύπρο. Θα κατόρθωνε επίσης να τορπιλίσει οποιαδήποτε στρατηγική Περιφερειακών συμμαχιών της Ελλάδος και της Κύπρου.

Οι επισημάνσεις αυτές είναι επιβεβλημένες γιατί έχουν άμεση σχέση με τις πρωτοβουλίες που αναλαμβάνονται και με τις προοπτικές που διαγράφονται για την οικοδόμηση από την Ελλάδα και την Κύπρο στρατηγικών περιφερειακών συμμαχιών. Η στρατηγική αυτή δεν μπορεί να αντιφάσκει με την ακολουθούμενη στρατηγική στο Κυπριακό, η οποία, δυστυχώς, με την αυταπάτη μιας δήθεν «λύσεως», θέτει στην ημερήσια διάταξη την κατάλυση της ίδιας της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Εάν υπήρχαν, πράγματι, σήμερα προοπτικές για μια στοιχειωδώς δίκαιη λύση του Κυπριακού, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Το να υπολαμβάνει όμως κανείς ως δήθεν «λύση» την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την υποκατάστασή της από δύο «ίσα» κράτη ή μέρη, που συνεπάγεται τη νομιμοποίηση της Τουρκικής κατοχής και την αναγνώριση του Ψευδοκράτους, είναι το άκρον άωτον του πολιτικού αποπροσανατολισμού του αγώνα της Κύπρου και της στρατηγικής μυωπίας ως προς το πραγματικό περιεχόμενο και τις συνέπειες μιας τέτοιας «λύσεως».

Το θέμα τίθεται από την επικείμενη επανέναρξη των διακοινοτικών συνομιλιών μέσα σε ένα θολό τοπίο σε ό,τι αφορά τη βάση τους, ιδιαίτερα σε σχέση με το φυσικό αέριο και την αξιοποίηση της ΑΟΖ της ελεύθερης Κύπρου. Μέσα σε ένα πολιτικό τοπίο, επίσης, στο οποίο υπεισέρχεται ως νέος παράγων η εκλογή στα κατεχόμενα του Μουσταφά Ακιντζί, που αντικατέστησε τον άκαμπτο και αδιάλλακτο Ντερβίς Έρογλου.

Αυτοί από την Ελληνική πλευρά, που θέλουν να προωθήσουν την προοπτική της «λύσεως», μέσα, υποτίθεται, από τη συνεννόηση με τους Τουρκοκυπρίους, παρουσιάζουν την εκλογή Ακιντζί ως δήθεν δικαίωση της πολιτικής τους και ως γεγονός που μπορεί να ανοίξει τον δρόμο της «λύσεως»!

Ο Τούρκος Πρόεδρος Ερντογάν και ο πρωθυπουργός Νταβούτογλου υπενθύμισαν, με σκληρές δηλώσεις, τα περιορισμένα όρια που έχει οποιοσδήποτε Τουρκοκύπριος ηγέτης. Η Ελληνική πλευρά δεν πρέπει επίσης να λησμονεί ότι ο Μουσταφά Ακιντζί δεν εξελέγη απλώς ως ηγέτης των Τουρκοκυπρίων αλλά ως «Πρόεδρος» του ψευδοκράτους που εκπροσωπεί την Τουρκική κατοχή στη βόρεια Κύπρο.


Σχολιάστε εδώ