Άμεση λύση ή δημοψήφισμα

Αυτό το κυνικό και φασίζον πρόσφατο δημοσίευμα του Reuters, όπως και δεκάδες άλλα «συντεταγμένα» δημοσιεύματα και δηλώσεις «κύκλων» αλλά και επίσημων εκπροσώπων, αποτελούν τα αλαλάζοντα κύμβαλα, τα επικοινωνικοπολιτικά ηχεία του οικονομικού δικτάτορα της Ευρώπης, του Β. Σόιμπλε και της γερμανικής ελίτ. Δεν ξεχνάμε, μάλιστα, την απειλή του ίδιου του Σόιμπλε αμέσως μετά το Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου, ο οποίος δήλωσε με περίσσιο θάρρος: «Να δούμε τώρα πώς θα γυρίσει ο κ. Τσίπρας στην Ελλάδα να δικαιολογήσει τις υποχωρήσεις του στον λαό του».

Από την 20ή Φεβρουαρίου μέχρι σήμερα η διαδικασία των διαπραγματεύσεων αποτελεί για το γερμανικό επιτελείο και τους θεσμικούς αχυρανθρώπους του ένα πρόσχημα, μια δικαιολογία προκειμένου να προωθήσουν το πολιτικό τους πραξικόπημα, να ακυρώσουν, να απαξιώσουν και να ανατρέψουν -εάν τους το επιτρέψουν οι συνθήκες- την ελληνική κυβέρνηση.

Γιατί δυναμιτίζουν επί μονίμου βάσεως τις διαπραγματεύσεις; Γιατί επιδιώκουν να ακυρώσουν στην πράξη την ενδιάμεση συμφωνία και επανέρχονται συνεχώς στο μνημονιακό email Χαρδούβελη;

Πρώτος στόχος: Δεν είναι απλώς η απαξίωση και ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά κυρίως η ακύρωση της βούλησης του ελληνικού λαού, η κατάργηση της θεμελιώδους αρχής της λαϊκής κυριαρχίας, που αποτελεί την ιστορική και αξιακή βάση του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Αλίμονο αν επικρατήσει η αντίληψη ότι είναι δυνατόν μέσω της δημοκρατικής αρχής, της λαϊκής ψήφου, να ανατραπεί η πολιτικοοικονομική δικτατορία που εξουσιάζει σήμερα την Ευρώπη. Το δίδαγμα είναι ένα: Ό,τι και να ψηφίζετε, εμείς είμαστε ακλόνητοι και θα πρέπει να υποταχθείτε.

Ο δεύτερος στόχος: Δεν υπάρχει άλλος δρόμος εκτός από αυτόν της λιτότητας, της περιστολής των δημοσίων δραστηριοτήτων, της νεοφιλελεύθερης αγοράς. Όμως, η πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης ακόμα -και μέσα από την ενδιάμεση συμφωνία- αποτελεί μια επικίνδυνη παρέκκλιση.

Ο γερμανικός ολοκληρωτισμός δεν μπορεί καν να διανοηθεί ότι μπορεί να δρομολογηθεί μια στοιχειώδης αναπτυξιακή πορεία μέσω ενός προγράμματος που διαφοροποιείται από τα δικά του «θέσφατα». Δεν τη θέλει αυτή την ανάπτυξη, ακόμα κι αν δώσει στην Ελλάδα την ευκαιρία να εκπληρώσει με συνέπεια τις δανειακές της υποχρεώσεις.

Πρόκειται, συνεπώς, για έναν απηνή πολιτικό πόλεμο που δεν θα σταματήσει ούτε μετά το πέρας της ενδιάμεσης συμφωνίας ούτε καν το καλοκαίρι μετά τη μεσοπρόθεσμη συμφωνία, που θα περιλάβει, όπως επιδιώκουμε, την αντιμετώπιση του χρέους.

Το πολιτικό και ηθικό μας πλεονέκτημα

Πλησιάζει, άραγε, το σημείο μηδέν; Και πώς θα αντιμετωπίσουμε ως χώρα, ως λαός, ως κυβέρνηση, ένα τέτοιο ενδεχόμενο;

Η Ελλάδα, η ελληνική κυβέρνηση, στην περίπτωση αδιέξοδου και πιθανής ρήξης, θα πρέπει να έχει αποκτήσει το πολιτικό και ηθικό πλεονέκτημα.

Σε πρώτο επίπεδο: Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να δώσει πολιτικό περιεχόμενο στη συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου, την οποία ο κ. Β. Σόιμπλε αγωνίζεται λυσσωδώς να ακυρώσει. Η νομοθετική κατοχύρωση των μεταρρυθμίσεων και των μέτρων που θα λάβει η ελληνική κυβέρνηση, η εκπεφρασμένη και επίσημα ψηφισμένη βούλησή της να υλοποιήσει τη συμφωνία, αποτελεί ένα ισχυρό πολιτικό επιχείρημα για κάθε, μάλιστα, περίπτωση.

Η επισημοποίηση των ελληνικών θέσεων, οι ρητές δεσμεύσεις της ελληνικής κυβέρνησης θα πρέπει να αντιπαρατεθούν προς τις επίσημες θέσεις και «υπαγορεύσεις» των επικεφαλής των «θεσμών» και όχι κάποιων συμβούλων ή «κύκλων». Η τήρηση της μυστικότητας των διαπραγματεύσεων, η περίφημη «δεοντολογία» δεν αποτελεί τελικώς παρά πρόσχημα για την εξαπόλυση μιας χυδαίας προπαγάνδας σε βάρος της χώρας μας. Οι θέσεις των «θεσμών» πρέπει να έχουν «ονοματεπώνυμο και διεύθυνση» για να αντιληφθούν όλοι τη συμπεριφορά, τις αντιλήψεις, τη δήθεν συνέπεια των εκβιαστών μας.

Σε ένα δεύτερο θεμελιώδες επίπεδο: Το ισχυρότερο πολιτικό όπλο της κυβέρνησης είναι η λαϊκή συμπαράταξη, η συσπείρωση της κοινωνίας στον κρίσιμο αγώνα που διεξάγει η ελληνική κυβέρνηση, έναν αγώνα ή έκβαση του οποίου θα κρίνει κυριολεκτικά το μέλλον μας. Αυτό είναι το βασικότερο πολιτικό κεφάλαιο της κυβέρνησης, που θα πρέπει να ενισχύεται και να διευρύνεται και στο επίπεδο της καθημερινότητας και στο επίπεδο των μεσοπρόθεσμων στόχων.

Πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για το χειρότερο: Είναι δυνατόν η «πολιτική μαφία» του Β. Σόιμπλε να οδηγήσει συνειδητά τη διαπραγμάτευση στο αδιέξοδο. Η έξοδος από την «Ευρωζώνη» είναι, όπως γνωρίζουμε, και νομικά – θεσμικά και πολιτικά και οικονομικά, μη εφικτή επιλογή. Όμως η Ελλάδα κινδυνεύει να οδηγηθεί σε μια παρατεταμένη ασφυξία ρευστότητας, με συνεχή παράταση των διαπραγματεύσεων σε βάθος χρόνου μέχρι το κρίσιμο τελικό όριο του Αυγούστου, όπου απαιτείται καταβολή χρεών προς ΔΝΤ και ΕΚΤ συνολικού ύψους άνω των 7 δισ. ευρώ.

Είναι προφανές ότι καμία κυβέρνηση, καμία κοινωνία δεν μπορεί να διαχειριστεί, δεν μπορεί να αντέξει ένα παρατεταμένο διάστημα αβεβαιότητας τόσων πολλών μηνών. Μόνο πολιτικοί αυτόχειρες θα επέλεγαν τη μέθοδο του «αργού τους θανάτου».

Σε περίπτωση αδιεξόδου η απάντηση ασφαλώς θα πρέπει να είναι καθαρά πολιτική. Ένα δημοψήφισμα με ένα δίλημμα ικανό να εκφράσει τη σταθερή απόφαση της ελληνικής κοινωνίας να μην επιστρέψει στη μαύρη μνημονιακή περίοδο και στους πολιτικούς υπηρέτες του Β. Σόιμπλε και της Άνγκ. Μέρκελ θα αποτελέσει μια πολιτική αποτίμηση από μέρους του ελληνικού λαού της όλης διαδικασίας της διαπραγμάτευσης και ταυτόχρονα μια έκδηλη και σαφή αποδοκιμασία της χυδαίας πολεμικής της οικονομικοπολιτικής γερμανικής ελίτ.

Θα ακυρώσει παράλληλα τις όποιες εκδοχές ενός πολιτικού πραξικοπήματος, που εκπονείται και προωθείται συστηματικά από τη γερμανική ηγεσία και τους θεσμικούς αχυρανθρώπους της: «Εθνικές» κυβερνήσεις, συνεργασίες με το Ποτάμι και συναφή μνημονιακά εξαρτήματα, μνημονιακού χαρακτήρα κυβερνήσεις με μαριονέτες – πρωθυπουργούς τεχνοκράτες δεν μπορούν και δεν πρόκειται να γίνουν ανεκτά από τον ελληνικό λαό.

Ευτυχώς για την κυβέρνηση, οι φορείς της μνημονιακής αντιπολίτευσης φροντίζουν να αυτοεξευτελίζονται καθημερινά, έχοντας υιοθετήσει επί μονίμου βάσεως τον ρόλο των εγχώριων φερεφώνων του Β. Σόιμπλε και των πλέον ανθελληνικών και αντιδραστικών οικονομικοπολιτικών συμφερόντων.

Αυτή η πλήρης απογύμνωσή τους, έστω κι αν προέρχεται από διαφορετικές προθέσεις των ηγεσιών τους, αποτελεί έμμεσα, έστω και αρνητικά, την καλύτερη «προσφορά» στην κυβέρνηση.


Σχολιάστε εδώ