Μονά ζυγά, δικά τους;

Το, εκ πρώτης όψεως, παράδοξο αυτό οφείλεται στην παγίδευση πολλών δανειοληπτών -με πολυετή δάνεια ή μισθωτών ακινήτων με leasing- οι οποίοι παροτρύνθηκαν από τις τράπεζες να καταρτίσουν μαζί τους Συμβάσεις Διαχείρισης Επιτοκιακού Κινδύνου ή, όπως είναι ευρύτερα γνωστές, Interest Rate Collar υπό αίρεση (knock out).

Οι συμβάσεις του τύπου αυτού υποτίθεται ότι θα εξασφάλιζαν τον δανειολήπτη ή τον μισθωτή leasing -του οποίου το μηνιαίο μίσθωμα υπολογίζεται με βάση το εκάστοτε επιτόκιο τραπεζικών χορηγήσεων- από τον κίνδυνο αυξήσεως των επιτοκίων αυτών, μια και η τράπεζα αναλάμβανε την υποχρέωση να καλύψει την όποια διαφορά θα προκαλείτο στο ύψος των τόκων ή του μηνιαίου μισθώματος, συνεπεία της αυξήσεως των επιτοκίων.

Εκείνο που δεν είχε γίνει αντιληπτό από τους δανειολήπτες ή μισθωτές ήταν ότι η σύμβαση αυτή δεν εξασφάλιζε μόνο αυτούς (από τον κίνδυνο αυξήσεως των επιτοκίων -και μάλιστα όχι απεριόριστα αλλά μέχρι συγκεκριμένου ποσοστού- πέραν του οποίου το κόστος επιρρίπτεται και πάλι στον δανειολήπτη / μισθωτή), αλλά και την τράπεζα ή εταιρεία leasing από τον κίνδυνο πτώσεως των επιτοκίων, διότι αν τα επιτόκια εμειώνοντο πέραν ενός προσυμφωνημένου ποσοστού, ο δανειολήπτης / μισθωτής αναλάμβανε την υποχρέωση να καταβάλει στην τράπεζα τη διαφορά μεταξύ των τόκων ή του μισθώματος, που θα χρεωνόταν με βάση τα ισχύοντα στην αγορά επιτόκια και εκείνων που προέβαλε η Σύμβαση Διαχείρισης Επιτοκιακού Κινδύνου.

Ουσιαστικά, με τις συμβάσεις αυτές οι δανειολήπτες / μισθωτές στερούνται των ενδεχομένων ωφελημάτων από τη συνομολόγηση ρήτρας κυμαινομένου επιτοκίου, χωρίς ταυτόχρονα να προστατεύονται αποτελεσματικά και ουσιαστικά από τους κινδύνους της ρήτρας αυτής.

Η κατακόρυφη πτώση των επιτοκίων ανέδειξε το πρόβλημα αυτό, αφού ενώ οι τοκοχρεωλυτικές δόσεις ή τα μισθώματα μειώνονται λόγω της μειώσεως των τόκων, που είναι αποτέλεσμα της πτώσεως των επιτοκίων, την ίδια στιγμή ο δανειολήπτης / μισθωτής χρεώνεται κατ’ εφαρμογή της Συμβάσεως Διαχείρισης Επιτοκιακού Κινδύνου με το ποσό της διαφοράς, ενώ η τράπεζα, η οποία επωφελείται από τη μείωση των διατραπεζικών επιτοκίων και του επιτοκίου της ΕΚΤ, με βάση τα οποία δανείζεται, συνεχίζει να εισπράττει υπό άλλη ονομασία τα ποσά τα οποία θα εισέπραττε εάν δεν είχαν μειωθεί τα επιτόκια.

Απολύτως αντίστοιχα αποτελέσματα προκάλεσε και η πτώση των ισοτιμιών του ευρώ προς το ελβετικό φράγκο και το δολάριο σε πιστούχους, οι οποίοι, έχοντας δανεισθεί σε κάποιο από τα νομίσματα αυτά, είχαν καταρτίσει με τις τράπεζες Συμβάσεις Διαχείρισης Συναλλαγματικού Κινδύνου.

Είναι βέβαιο ότι ελάχιστοι, αν όχι κανείς, από αυτούς που κατάρτισαν αυτές τις συμβάσεις γνώριζαν και αντιλαμβάνοντο τι είχαν συμφωνήσει και σε ποιους κινδύνους εξετίθεντο.

Είναι, όμως, επίσης βέβαιο ότι για τους συμβαλλόμενους σε τέτοιους είδους συμβάσεις υπάρχει τρόπος προστασίας μέσω της νομικής οδού.

Υπάρχουν αυστηροί ρυθμιστικοί κανόνες τόσο από την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και από την Τράπεζα της Ελλάδος και το νομοθετικό πλαίσιο προστασίας των εμπλεκομένων σε τέτοιου είδους συναλλαγές είναι ήδη σαφές και πλούσιο.

Υπάρχει σαφής αντίθεση στο περιεχόμενο των συμβάσεων αυτών με συγκεκριμένες διατάξεις του αστικού αλλά και του τραπεζικού δικαίου.

Είναι εξόχως παράδοξο, αλλά κυριότερα άδικο, να μειώνονται τα επιτόκια και ο οφειλέτης να πληρώνει περισσότερα!


Σχολιάστε εδώ