Δεν είναι λύση η συνέχιση της ίδιας πολιτικής
Είναι προφανές ότι η τακτική αυτή της άλλης πλευράς αποβλέπει στη χρηματοδοτική ασφυξία της χώρας, ώστε να εξαναγκασθεί να υποκύψει και να δεχθεί ως πολιτική τις ίδιες συνταγές της προηγούμενης περιόδου. Δηλαδή, νέες μειώσεις μισθών και συντάξεων, σε επίπεδα 320 ευρώ, περαιτέρω απορρύθμιση των συλλογικών συμβάσεων και, γενικότερα, της αγοράς εργασίας και, βεβαίως, προώθηση γενικευμένων ιδιωτικοποιήσεων.
Είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι μέσα σ’ ένα ρημαγμένο οικονομικό τοπίο, οι «θεσμοί» δεν βλέπουν και δεν προτείνουν τίποτε άλλο από τη συνέχιση της ίδιας καταστροφικής πολιτικής, που έχει αποσαρθρώσει κυριολεκτικά την Ελληνική οικονομία και την Ελληνική κοινωνία.
Για κάθε νουνεχή άνθρωπο, είναι φανερό ότι αυτό που επείγει ως πολιτική για τη χώρα είναι η δρομολόγηση μιας αναπτυξιακής πολιτικής που θα αναστρέψει σταδιακά τη σημερινή δραματική κατάσταση και θα φέρει ελπίδα και εμπιστοσύνη για το μέλλον. Δυστυχώς, οι προτεραιότητες για την άλλη πλευρά είναι άλλες: Είναι, πρώτον, η εγγύηση, με κάθε τρόπο, των πληρωμών του χρέους και, δεύτερον, η επιβολή ενός μοντέλου που υπαγορεύεται από μια Ευρώπη του ακραίου νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης.
Το μοντέλο αυτό έχει ως στόχο να υποβιβάσει την Ελλάδα, με τη μέθοδο της εσωτερικής υποτιμήσεως, σε επίπεδο Βουλγαρίας, με τον ισχυρισμό ότι στο πλαίσιο της παγκοσμιοποιημένης αγοράς η Ελλάδα πρέπει να είναι διεθνώς «ανταγωνιστική» και να μην έχει υψηλότερο επίπεδο ζωής από τις γειτονικές χώρες της περιφέρειάς της, που να τη θέτει σε μειονεκτική θέση από πλευράς «ανταγωνιστικότητας».
Θα αναρωτηθεί κανείς γιατί δεν ισχύει το ίδιο για άλλες Ευρωπαϊκές χώρες που έχουν υψηλότερο επίπεδο ζωής. Η απάντηση είναι προφανής. Οι χώρες αυτές έχουν πολύ υψηλότερη βιομηχανική και τεχνολογική ανάπτυξη και παράγουν προϊόντα με υψηλότερη προστιθέμενη αξία και ανταγωνιστικότητα στη διεθνή αγορά.
Χώρες, όπως η Ελλάδα, με ιστορική καθυστέρηση στην ανάπτυξή τους και στηριζόμενες σε προϊόντα πρωτογενούς παραγωγής, ελαφράς βιομηχανίας και βιοτεχνίας, έγιναν τα τέλεια θύματα της πολιτικής του ακραίου νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης, με την οποία ταυτίσθηκε η Ευρώπη. Με τη νέα αυτή πολιτική, που επιβλήθηκε από τη δεκαετία του ’90, η Αρχή της Κοινοτικής Προτιμήσεως, που εξασφάλιζε μια στοιχειώδη προστασία στην Ευρωπαϊκή και την εθνική παραγωγή, παραμερίσθηκε. Η πρωτογενής εθνική παραγωγή της χώρας βρέθηκε ενώπιον ενός άνισου και αθέμιτου διεθνούς ανταγωνισμού και αφανίσθηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος της. Σ’ αυτό συνέβαλαν επίσης η αποτυχία της Ελλάδος να εκσυγχρονίσει την παραγωγή της, κάνοντας, μεταξύ άλλων, καλή χρήση των Ευρωπαϊκών πόρων που εισέρρευσαν στη χώρα, η πολιτική επιδοτήσεων και ποσοστώσεων της παραγωγής από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ακριβό Ευρώ. Το τελευταίο καθιστά ακριβά τα επιτοπίως παραγόμενα και φθηνότερα τα εισαγόμενα από τρίτες χώρες προϊόντα.
Κοντά σ’ αυτά προστίθεται επίσης η χρηματιστική κερδοσκοπία, η οποία διευκολύνεται από την ένταξη του τραπεζικού συστήματος και του άλλοτε εθνικού χρηματιστηρίου σ’ ένα διεθνοποιημένο σύστημα, πάνω στο οποίο δεν έχουν λαβή και έλεγχο οι εθνικές αρχές της χώρας.
Η παράταση του αδιεξόδου στις διαπραγματεύσεις για την εξεύρεση λύσεως χειροτερεύει την οικονομική κατάσταση και δημιουργεί ανησυχία για το μέλλον. Όλοι αναρωτιούνται αν θα καταστεί τελικά εφικτή μια συμφωνία ή αν τα πράγματα θα φτάσουν σε πλήρη ρήξη. Η Ελληνική πλευρά δεν μπορεί και δεν πρέπει, υπό τον φόβο του αδιεξόδου και της ρήξεως, να υποχωρήσει από ορισμένες κόκκινες γραμμές και να δεχθεί συνέχιση μιας πολιτικής που αποβλέπει στη μεταχείριση της Ελλάδος ως χώρας του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού και στην επιβολή ξένου οικονομικού ελέγχου. Πιστεύει κανείς σοβαρά ότι η προοπτική συντάξεων και μισθών της τάξεως των 320 ευρώ είναι αυτή που θα εμπνεύσει τους άνεργους Έλληνες νέους να παραμείνουν και να εργασθούν στη χώρα τους; Πιστεύει κανείς ότι η προοπτική άλλων πέντε περίπου χρόνων υφέσεως και εσωτερικής υποτιμήσεως θα βοηθήσει στην αναπτυξιακή ανάταξη της χώρας;
Η Ελληνική πλευρά πρέπει να αποκρούσει τέτοιου είδους μοντέλα και «μεταρρυθμίσεις» και να εμμείνει σε πολιτικές που έχουν αναπτυξιακό πρόσημο. Πρέπει να εμμείνει επίσης στη διατήρηση υπό δημόσιο έλεγχο ζωτικών δομών και τομέων της Ελληνικής οικονομίας, όπως, π.χ., η ενέργεια, που αποτελούν πεδίο και προϋπόθεση για την εφαρμογή μιας στοιχειώδους εθνικής αναπτυξιακής πολιτικής, όπως επίσης διεθνούς οικονομικής διπλωματίας.
Το αδιέξοδο που παρατηρείται στις διαπραγματεύσεις δεν είναι ακατανόητο. Η πλευρά των «θεσμών» δεν θέλει ούτε να θέσει υπό αμφισβήτηση τα τεράστια ποσά του χρέους και να δημιουργήσει προηγούμενο ούτε να παραδεχθεί ότι η συνταγή που επεβλήθη στην Ελλάδα ήταν λάθος και αποτυχία και να θέσει υπό αμφισβήτηση τη λογική του συστήματος που εκπροσωπεί. Το σύστημα αυτό επέβαλε στην Ευρώπη τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό και την παγκοσμιοποίηση, που θέτουν σε μειονεκτική θέση τις λιγότερο αναπτυγμένες και λιγότερο ανταγωνιστικές χώρες.
Στο πλαίσιο αυτό, η Γερμανία, παρά τις ισχυρές πιέσεις που δέχεται από τις ΗΠΑ, δεν υποχωρεί γιατί θέλει να διαφυλάξει ένα σύστημα από το οποίο αντλεί ηγεμονία, λόγω της οικονομικής ισχύος της, χωρίς να επωμίζεται πρόσθετα οικονομικά βάρη.
Η κατάσταση απαιτεί πολιτικό χειρισμό και παραπομπή σε πολιτικές κυρίως αποφάσεις. Η Ευρώπη, όμως, δεν είναι ακόμη ώριμη για αλλαγή της σημερινής καταστάσεως, που εμπεριέχει καταλυτικές αντιφάσεις και οδηγεί σε επικίνδυνα αδιέξοδα. Επιμένει σε τεχνικές λύσεις μέσα στο ίδιο πολιτικό πλαίσιο.
Με τη λογική αυτή διαρρέουν, διά του Τύπου, σκέψεις για δήθεν χρεοκοπία της Ελλάδος εντός του Ευρώ. Οι σκέψεις αυτές υπολαμβάνουν ότι η Ελλάδα θα συνεργαζόταν σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Η προσδοκία αυτή είναι ανεδαφική. Χρειάζεται για τη λύση του Ελληνικού προβλήματος γενναίο πολιτικό πνεύμα και αυτό πρέπει να περιλαμβάνει δύο απαραίτητα στοιχεία: Ανάπτυξη και διευθέτηση του μη βιώσιμου χρέους.