Κάθε βραδάκι στις οκτώ

Έτσι περίπου είχαν τα πράματα όταν ο θείος Περίανδρος, ύστερα από πολλά χρόνια ξενιτεμού, αισθάνθηκε ξαφνικά στην καρδιά του νύξεις νοσταλγίας. Καθώς διαβιούσε σε μια χώρα όπου ο απόλυτος δικτάτωρ που διαφεντεύει τους πάντες είναι ο ψυχίατρος, κατέφυγε στον διασημότερο εξ’ αυτών για τη σχετική ψυχανάλυση. Ο περί ου ο λόγος δόκτωρ ήταν φοβερά ελαστικός και κουβέντιαζε με τον ασθενή κάνοντας πολλές υποχωρήσεις στη θεραπεία που θα εφαρμόσει και μόνο στο ποσόν της αμοιβής του ήταν αδιαπραγμάτευτος. Ξεκίνησαν λοιπόν τις «συνεδρίες», πλην όμως ο θείος Περίανδρος συνεχώς χειροτέρευε, καθώς το πιεστικό ερωτηματολόγιο του ψυχαναλυτή ξυπνούσε μέσα του κοιμισμένες αναμνήσεις. Και σαν να μην έφτανε αυτό, βρήκε σε κάποιο παλιατζίδικο έναν προπολεμικό δίσκο γραμμοφώνου 78 στροφών, το «Κάθε βραδάκι στις οκτώ» με τη Δανάη. Το αγόρασε και το σιγοσφύριζε συνέχεια. Ήταν το λάδι που έριξε στη φωτιά και η νοσταλγία του φούντωσε. Δεν ήταν οι στίχοι του τραγουδιού που τον ταρακούνησαν. Αυτοί διεκτραγωδούσαν την απελπισία ενός ερωτευμένου που συναντιόταν με την αγαπημένη του κάθε βραδάκι στις οκτώ και περνούσαν ζωή χαρισάμενη, μέχρι που εκείνη φαίνεται πως «τύλιξε» κάποιον άλλον και έγινε μπουχός. Και κάθε βράδυ ματαίως την περιμένει κλαυθμηρίζοντας. Όχι! Δεν «θα έβαζε τη γάτα του να κλαίει» με το δράμα του αισθηματία νέου. Εκείνο που τον συντάραξε ήταν που θυμήθηκε πως στα νιάτα του, το βράδυ στις οκτώ, κλείνανε τα μαγαζιά και οι υπάλληλοι ξεχύνονταν στους δρόμους. Και καθώς η Αθήνα πορευόταν στ’ αχνάρια των ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων, πολλά μεγάλα καταστήματα, τα λεγόμενα «Grands Magazines», όπως, π.χ., ο Κατράντζος, ο Χρυσικόπουλος, ο Δραγώνας και άλλοι, μόλις η ώρα πήγαινε οκτώ έπρεπε να κλείσουν, διότι ο περιφερόμενος αστυφύλαξ έγραφε τους παραβάτες που παραβίαζαν το «ωράριο λειτουργίας» και τους σέρνανε στο Αυτόφωρο, όπου πέφτανε πρόστιμα τσουχτερά. Ξεχυνόταν λοιπόν ένα λεφούσι στους δρόμους και ήταν σαν να είχε πανηγύρι η Αθήνα. Γιατί, βλέπεις, οι Αθηναίοι δεν ήταν ξενέρωτοι σαν τους Βορειοευρωπαίους να πάνε για νανάκια. Κάπου θα πήγαιναν να περάσουν ευχάριστα τη βραδιά τους. Μα σε ένα σινεμαδάκι, μα σε ένα ζαχαροπλαστείο, μα σε ένα γραφικό ταβερνάκι ή έστω βόλτα σε κάποιο πάρκο, να καθίσουν στο παγκάκι μασουλώντας πασατέμπο, θα απολάμβαναν τη βραδιά μέχρι αργά τη νύχτα, δηλαδή έως τις 11, που σταματούσαν οι συγκοινωνίες με τις κάπως απομακρυσμένες συνοικίες. Μόνο τα τραμ και μερικές «ευγενείς» λεωφορειακές γραμμές λειτουργούσαν μέχρι τα μεσάνυχτα.

Νέος τότε ο Θείος Περίανδρος, στηνόταν στον «συνήθη τόπο» ραντεβού τους περιμένοντας τη «μικρά» που κατέφθανε τρέχοντας, πάντοτε αργοπορημένη. Τον είχε μάθει κι ο περιπτεράς και του «πέταγε καρφιά», με τη βλάχικη προφορά του, όταν εκείνη αργούσε και τον έζωναν τα φίδια. Μα όταν έσκαγε μύτη από τη γωνιά, το πρόσωπο του Περίανδρου φωτιζόταν από χαρά. Την έπιανε, σφιχτά σφιχτά, αγκαζέ και χάνονταν μέσα στον κόσμο, ενώ εκείνης έτρεμε το φυλλοκάρδι «μην τη πάρει κανένα μάτι…». Λίγο-πολύ, το ίδιο ρομάντζο παιζόταν στους δρόμους ανάμεσα στους περιπατητές, ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας. Θυμάται ο θείος Περίανδρος και αναπολεί τις βόλτες με την κοπελιά του στην κατάφωτη οδό Σταδίου. Θυμάται που στέκονταν και χάζευαν τις φωτογραφίες στις εισόδους των σινεμάδων. Θυμάται τον κόσμο που συγκέντρωνε ο «Έσπερος», το πλαϊνό του «Άστορ» και το αντικρινό τους επιβλητικό «Αττικόν». Θυμάται που η κοπελιά ήτανε κουλτουριάρα και τον τραβολόγαγε στο «Άστυ». Θυμάται πως εκστασιαζόταν εκείνη με τα «μηνύματα» του φιλμ, ενώ εκείνου κόντευαν να φύγουν οι μασέλες από το χασμουρητό. Θυμάται που μελετούσαν τις βιτρίνες με τα βάζα, τα μπιμπελό και τα διάφορα στολίδια στο «Άκρον» και στην «Άλκα», κάνοντας όνειρα για το σπιτικό τους άμα ερχόταν η ώρα η καλή. Η θύμησή του τριγυρνά στη γεμάτη τραπεζοκαθίσματα πλατεία Συντάγματος, με τις γρανίτες και τα «κασάτα παγωτά» το καλοκαίρι, αλλά και τη θαλπωρή που αποζητούσαν στου «Τσίτα», στο «Πέτρογραντ», στο «Πικαντίλλυ», τις παγωμένες χειμωνιάτικες βραδιές. Θυμάται και… νοσταλγεί τον μεγάλο γκρίζο γάτο στο μικρό «Φλοκάκι» στην Κοραή, που θρονιαζόταν στην πολυθρόνα και κοιτούσε επιθετικά κάθε θαμώνα που τόλμαγε να τον πλησιάσει και γρύλιζε σαν να του έλεγε: «Μη μου τους κύκλους τάραττε…»


Σχολιάστε εδώ