Η οδηγία για το άσυλο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής καθιστά ανεξέλεγκτη τη λαθρομετανάστευση

Ο Επίτροπος – αρμόδιος για τη λαθρομετανάστευση Δημήτρης Αβραμόπουλος, στον οποίον στηρίχθηκαν πολλές ελπίδες για την επανεξέταση της ακολουθούμενης μέχρι σήμερα πολιτικής, δήλωσε, μετά την τραγωδία της Σικελίας, ότι «η Ευρώπη πρέπει να προετοιμασθεί για μια δύσκολη χρονιά»! Δεν έκανε νύξη για καμιά ουσιαστική αλλαγή πολιτικής.

Η επίκληση του επιχειρήματος των διεξαγομένων πολέμων στην περιοχή δεν αρκεί. Υπήρχαν και στο παρελθόν πόλεμοι και κρίσεις, αλλά δεν υπήρχε αυτό το φαινόμενο. Κάθε χώρα ήλεγχε αυστηρά τα εθνικά της σύνορα και δεν επέτρεπε τη μαζική εισβολή λαθρομεταναστών, γιατί ήταν δεδομένη και άμεση η σύλληψη και η απέλασή τους. Η παροχή πολιτικού ασύλου ήταν αυστηρά περιορισμένη, επιλεκτική και αφορούσε πραγματικά περιπτώσεις καταδιωκομένων προσώπων.

Η πολιτική αυτή άλλαξε σταδιακά από τη δεκαετία του ’90 ως αποτέλεσμα των ιδεοληψιών για την παγκοσμιοποίηση και της προοπτικής για την Ευρωπαϊκή ενοποίηση. Παρατηρήθηκε και στον τομέα αυτό το φαινόμενο της πρωθύστερης εκχωρήσεως κυριαρχίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, χωρίς να έχει προηγουμένως επιτευχθεί η πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης. Μεγάλο πρότυπο της πολιτικής αυτής έγινε το ευρώ, η δημιουργία, δηλαδή, ενιαίου αντί κοινού νομίσματος, πριν την επιδιωκόμενη πολιτική ενοποίηση. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να εντείνονται τα προβλήματα χωρίς να υπάρχει η αναγκαία πολιτική ενότητα για την ενιαία αντιμετώπισή τους.

Κλασικό παράδειγμα των συνεπειών αυτών είναι η λαθρομετανάστευση. Η τελευταία δεν είναι και δεν μπορεί να είναι μόνο Ελληνικό πρόβλημα. Η μαζική εισροή λαθρομεταναστών στην Ελλάδα εξηγείται από το γεγονός ότι η Ελλάδα θεωρείται είσοδος στην Ευρώπη. Η επιβολή ετεροβαρών Κανονισμών, όπως αυτός του Δουβλίνου ΙΙ, είναι απαράδεκτη, εφόσον μετατρέπει την Ελλάδα σε ανάχωμα στη λαθρομετανάστευση για την άλλη Ευρώπη. Βεβαίως, δεν είναι άμοιρες οι Ελληνικές κυβερνήσεις, που αποδέχθηκαν και υπέγραψαν έναν τέτοιο Κανονισμό, υπό το πλέγμα των ιδεοληψιών τους για τη λαθρομετανάστευση και της χαλαρώσεως των εθνικών ελέγχων και της επιτηρήσεως των συνόρων. Η παροχή οικονομικής ενισχύσεως από την Ευρωπαϊκή Ένωση στις χώρες της πρώτης γραμμής δεν υποκαθιστά την ανάγκη μιας άλλης Ευρωπαϊκής πολιτικής, γιατί η πρακτική αυτή θα ισοδυναμούσε, τότε, με επιδότηση για εποικισμό των χωρών αυτών από λαθρομετανάστες.

Το μεγάλο πρόβλημα της ακολουθούμενης σήμερα Ευρωπαϊκής πολιτικής για τη λαθρομετανάστευση είναι η ανεδαφική και εκ των πραγμάτων καταχρηστική και παράλογη Οδηγία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το πολιτικό άσυλο. Μέχρι προσφάτως, το πολιτικό άσυλο είχε νόημα καθαρά προσωπικό και εξαιρετικό. Δεν ήταν μαζικό δικαίωμα. Υπό την επήρεια των μαζικών διώξεων, όχι μόνο για λόγους πολιτικούς, αλλά επίσης για λόγους θρησκείας, φυλής και έθνους, έγινε μια διεύρυνση της έννοιας του ασύλου. Η εξασφάλιση όμως και η προστασία αυτού του δικαιώματος δεν επιβάλει μόνο τη μαζική μετανάστευση σε χώρες όπου μπορεί να εξασφαλισθεί η ζωή των καταδιωκομένων.

Εάν πάρουμε το συγκεκριμένο παράδειγμα της Συρίας, υπάρχουν ήδη 3 εκατ. περίπου πρόσφυγες από τον συνεχιζόμενο εκεί πόλεμο. Η πρώτη μέριμνα μιας καλώς νοούμενης Ευρωπαϊκής πολιτικής θα ήταν να συμβάλει ενεργά, σε συνεργασία με τον ΟΗΕ και διεθνείς ανθρωπιστικές οργανώσεις, στην περίθαλψη και προστασία των προσφύγων είτε εντός της χώρας σε ασφαλείς περιοχές είτε εκτός, σε γειτονικές χώρες, στις οποίες προστρέχουν οι πρόσφυγες. Εάν κριθεί σκόπιμο ότι χρειάζεται η υποδοχή από την Ευρώπη ενός ή δύο εκατομμυρίων, π.χ., προσφύγων από την περιοχή ως απαραίτητο μέρος ενός συνολικού σχεδίου, τότε η υποδοχή τους θα πρέπει να γίνει με ίση κατανομή μεταξύ των Ευρωπαϊκών χωρών.

Δεν είναι δυνατόν να μη γίνεται κανένας συνολικός σχεδιασμός και να επιρρίπτεται ευσχήμως το βάρος του προβλήματος στις χώρες της πρώτης γραμμής, στις οποίες όμως επιβάλλεται με την οδηγία για το πολιτικό άσυλο πολιτική ανοικτών συνόρων.

Πράγματι, η Οδηγία για το Άσυλο ισοδυναμεί με πολιτική ανοικτών συνόρων. Σύμφωνα με αυτήν, εάν ένας λαθρομετανάστης προσέλθει στα σύνορα μιας χώρας – μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και δηλώσει ότι ζητά άσυλο, η χώρα – μέλος δεν έχει δικαίωμα να τον απωθήσει. Θα πρέπει να τον υποδεχθεί, να τον περιθάλψει και να διερευνήσει μετά, διά της δικαστικής οδού, εάν είναι πράγματι πρόσφυγας. Στην περίπτωση αυτή του παρέχεται άσυλο. Εάν κριθεί ότι δεν είναι «πρόσφυγας», επαναπροωθείται στη χώρα καταγωγής του.

Όπως αντιλαμβάνεται κανείς, όλοι όσοι θέλουν να μπουν στην Ευρώπη, «δασκαλευόμενοι», άλλωστε, από τους δουλέμπορους – διακινητές, δηλώνουν «πρόσφυγες». Η διεκπεραίωση των όρων που θέτει η Οδηγία για το Άσυλο, υπό συνθήκες μαζικής λαθρομεταναστεύσεως, είναι ουσιαστικά ατελέσφορη, αν όχι ανέφικτη. Η Οδηγία ενθαρρύνει, κατά συνέπειαν και προάγει, τη λαθρομετανάστευση γιατί υπολαμβάνεται από τους ενδιαφερομένους και τους δουλέμπορους ως ανοικτά σύνορα και ως ευκαιρία, που ενδεχομένως δεν θα κρατήσει πολύ, κάτω από τις αντιδράσεις των κοινωνιών και των χωρών που υφίστανται μια διαρκώς μεγεθυνόμενη λαθρομετανάστευση.

Η Ελλάδα και η Ιταλία, που πλήττονται ιδιαίτερα από τη λαθρομετανάστευση, πρέπει να πρωτοστατήσουν για την αλλαγή της ανεδαφικής και καταχρηστικής αυτής Οδηγίας για το Άσυλο και για τη χάραξη μιας άλλης συνολικής και αποτελεσματικής πολιτικής για τον έλεγχο της λαθρομεταναστεύσεως. Εάν συναντήσουν τείχος αδιαφορίας και υποκριτική πλειοδοσία για τους «πρόσφυγες», να θέσουν επιτακτικά τότε την ίση κατανομή των λαθρομεταναστών σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες και να επιφυλαχθούν να αναστείλουν επ’ αόριστον, εάν χρειασθεί, την εφαρμογή της Οδηγίας αυτής για λόγους εκτάκτων συνθηκών και εθνικής ασφάλειας.

Η Ελλάδα ειδικότερα, που αντιμετωπίζει αμφισβητήσεις του εθνικού της χώρου και χειραγώγηση από την Άγκυρα της λαθρομεταναστεύσεως ως γεωπολιτικού όπλου για την υπονόμευση της εθνικής συνοχής και την αλλαγή των γεωπολιτικών όρων του Ελληνικού χώρου, πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτική. Η λαθρομετανάστευση, εάν δεν ελεγχθεί εγκαίρως και αποτελεσματικά, μπορεί να εξελιχθεί σε καταλύτη εθνικής αποδομήσεως και να απειλήσει όχι μόνο την ασφάλεια αλλά και την ταυτότητα και το εθνικό μέλλον της χώρας.


Σχολιάστε εδώ