Πολιτικές «μαφίες» και πραξικοπήματα
Από τις αρχές του Φεβρουαρίου μέχρι σήμερα παρακολουθούμε την εξέλιξη ΕΝΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ. Ενός πραξικοπήματος που αναπτύσσεται κατά στάδια σε οικονομικό, πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο, με τελικό σκοπό είτε την πλήρη απαξίωση της ελληνικής κυβέρνησης με την ενσωμάτωσή της στη μνημονιακή στρατηγική είτε την ανατροπή της και την εγκατάσταση ενός χειραγωγούμενου πολιτικού σχήματος «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση» της κυβέρνησης του Λ. Παπαδήμου.
Το plan A του πολιτικού αυτού πραξικοπήματος απέτυχε. Η «φάκα» που είχε στηθεί από τον Β. Σόιμπλε και το θλιβερό «δίδυμο» Σαμαρά – Βενιζέλου, με περιεχόμενο το email Χαρδούβελη και χρονικό όριο την 28η Φεβρουαρίου, απέτυχε.
Στη συνέχεια ξεκίνησε η εφαρμογή του plan B. Από την 20ή Φεβρουαρίου μέχρι σήμερα η γερμανική ελίτ και οι περίφημοι «θεσμοί» αρνούνται στην πράξη κάθε συνεννόηση και επιδιώκουν να επιβάλουν τουλάχιστον κάποια «τμήματα» του email Χαρδούβελη, ενώ υπονομεύουν συστηματικά την ελληνική κυβέρνηση. Σε οικονομικό επίπεδο εφαρμόζουν την τακτική της «ασφυξίας» μέσω της πλήρους σχεδόν περιστολής της ρευστότητας. Σε πολιτικοϊδεολογικό επίπεδο διακινούν, μέσω του γερμανικού Τύπου και των εντεταλμένων δημοσιογράφων και αναλυτών τους, σενάρια είτε περί εξόδου της Ελλάδος από την Ευρωζώνη, είτε περί «ατυχήματος» λόγω αδυναμίας να πληρώσουμε κάποια δόση, είτε, τέλος, περί ενός «βελούδινου διαζυγίου» με την Ευρωζώνη μέσω ενός «διπλού νομίσματος».
Τώρα το όριο του plan B μετατέθηκε μέχρι το τέλος Απριλίου, με την «προσδοκία» από μέρους της γερμανικής ελίτ ότι η ελληνική κυβέρνηση θα «ενδώσει» και θα αυτο-ακυρωθεί μέσω σημαντικών υποχωρήσεων που θα ευτελίσουν την ταυτότητά της και θα αποδυναμώσουν ή και θα διαρρήξουν τη σχέση της με τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία.
Η «εξελισσόμενη» σήμερα διαπραγμάτευση με τους «θεσμούς» αποτελεί στην ουσία μια «προετοιμασία εδάφους» για τη διαμόρφωση των τελικών συσχετισμών που θα εμφανισθούν στη μείζονα διαπραγμάτευση του καλοκαιριού, όπου και θα τεθούν τα κρίσιμα θέματα της αντιμετώπισης του χρέους και της χρηματοδότησης ενός αναπτυξιακού προγράμματος.
Ας φαντασθούμε πόσο πιο εύκολη θα ήταν μια τέτοια «διαπραγμάτευση» για τον κ. Β. Σόιμπλε και τους θεσμικούς «αχυρανθρώπους» του εάν στη θέση της σημερινής κυβέρνησης υπήρχε μια κυβέρνηση μνημονιακής (και όχι βέβαια εθνικής) ενότητας με επικεφαλής, μάλιστα, έναν τραπεζίτη «σημιτικής κοπής»…
Αυτός ακριβώς είναι ο στόχος του plan C που έχει ήδη επεξεργασθεί η γερμανική οικονομικοπολιτική ολιγαρχία. Γι’ αυτό και πληθαίνουν τα σενάρια για συμμετοχή του Ποταμιού και του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση με αντίστοιχη «αποπομπή» των κ. Λαφαζάνη και Π. Καμμένου ή άλλα σενάρια περί κυβερνήσεως «εθνικής ενότητας», στην οποία μάλιστα αυτοπροσκλήθηκε ο Αντ. Σαμαράς, αποκαλύπτοντας το μέγεθος της απόγνωσης και της αναξιοπρέπειας που τον διακατέχει.
Από το παλάτι στην οικονομική ολιγαρχία
Πού «κολλάνε» αυτά τα περίφημα σχέδια, αυτές οι «περισπούδαστες» πολιτικές επεξεργασίες που ευτελίζουν στην πράξη τους δημοκρατικούς ευρωπαϊκούς «θεσμούς» και παραπέμπουν ευθέως σε μεθοδεύσεις μιας «πολιτικής συμμορίας», μιας ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΜΑΦΙΑΣ;
Κατά πρώτον, στη συνειδητοποίηση από την πλευρά της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας (και μάλιστα ανεξαρτήτως κομματικής προτίμησης) ότι η ελληνική κυβέρνηση διαπραγματεύεται επί της ουσίας, ότι προασπίζει τα συμφέροντα της χώρας, ότι εμμένει στις μείζονες διακηρύξεις της και ότι συνολικά δεν αποτελεί ένα ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΑΝΔΡΑΠΟΔΟ, ένα χειραγωγούμενο από τους δανειστές κυβερνητικό «κατασκεύασμα», όπως οι προηγούμενες μνημονιακές κυβερνήσεις.
Κατά δεύτερον, οι όποιες «εναλλακτικές» λύσεις δεν μπορούν να προκύψουν στην πράξη λόγω της πλήρους πολιτικής και κοινωνικής κατάρρευσης, λόγω της απαξίας στην οποία έχουν περιέλθει η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ και -κατ’ εξοχήν- οι ηγεσίες τους.
Η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ δεν απώλεσαν μόνο την κοινωνική – εκλογική τους βάση, αλλά έχασαν το σημαντικότερο «εφόδιο» της «νομιμοποίησής» τους τόσο από τη γερμανική ελίτ όσο και από την εγχώρια διαπλοκή: Η διαχείριση της κυβερνητικής εξουσίας (οι αποφάσεις βεβαίως ανήκαν στους δανειστές) ήταν αυτή που τους διασφάλιζε τη στήριξη της διαπλοκής και τα «πολιτικά εύσημα» του Β. Σόιμπλε…
«Παρένθεση» οι Σαμαράς – Βενιζέλος
Γι’ αυτό και ο Αντ. Σαμαράς και (δευτερευόντως) ο Ευ. Βενιζέλος επέμεναν στο σενάριο της «αριστερής παρένθεσης». Αυτό το επιχείρημα δεν αφορούσε μόνο την προσπάθειά τους να διατηρήσουν την κομματική εξουσία, δεν απευθυνόταν μόνο στο εσωκομματικό ακροατήριο… Στην ουσία «παρακαλούσαν» και οι δύο αρχηγοί τη διαπλοκή, τους καναλάρχες, τους εργολάβους και τους προμηθευτές να μην τους εγκαταλείψουν, αλλά να συσπειρωθούν γύρω τους προκειμένου να προασπίσουν τα «κοινά τους συμφέροντα» και να υπονομεύσουν την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ…
Όμως, «παρένθεση» στην ηγεσία της ΝΔ τείνει να αποτελέσει σήμερα ο Αντ. Σαμαράς, ενώ ο «εταίρος» του Ευ. Βενιζέλος τελεί και επισήμως εν αποδρομή… Ο Αντ. Σαμαράς βρίσκεται σήμερα εγκλωβισμένος σ’ ένα πλήρες αδιέξοδο. Εσωκομματικά στηρίζεται μόνο από την ακροδεξιά ομάδα του, ενώ το ρήγμα με την κεντροδεξιά καραμανλική πτέρυγα προσλαμβάνει ιστορικό – δομικό χαρακτήρα μετά και την εκλογή του Πρ. Παυλόπουλου στην Προεδρία της Δημοκρατίας.
Το εσωκομματικό αυτό ασφυκτικό πλαίσιο «φροντίζει» ο ίδιος ο Αντ. Σαμαράς, με τις επιλογές και τη στάση του, να το επιτείνει και να επιδίδεται σε μια αλληλουχία αυτοκαταστροφικών κινήσεων που οδηγούν την παράταξή του σ’ ένα ιστορικό αδιέξοδο.
Μείζονες, ιστορικής σημασίας, αλλά και περιεχομένου, επιλογές της κυβέρνησης, όπως οι πρωτοβουλίες για τον λογιστικό έλεγχο του χρέους, για τις γερμανικές οφειλές, για τη διερεύνηση των πολιτικών που οδήγησαν τη χώρα στα Μνημόνια (τη μόνη Επιτροπή που υποσχέθηκε ο Αντ. Σαμαράς να συγκροτήσει ως πρωθυπουργός), αντιμετωπίσθηκαν αρνητικά και υπονομεύθηκαν από το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ…
Η κατάρρευση των δύο αυτών κομμάτων, συνεπώς, δεν αποτελεί το (συγκυριακό) προϊόν μιας εκλογικής αναμέτρησης, αλλά οφείλεται στο γεγονός ότι αντιμετώπισαν και αντιμετωπίζουν και σήμερα τον ελληνικό λαό ως αντίπαλο, ως εχθρό. Γι’ αυτό και σήμερα έφθασαν να διαδραματίζουν τον ρόλο της 5ης φάλαγγας, ως αδιάψευστη απόδειξη της πλήρους ηθικής και πολιτικής κατάρρευσής τους.