Πάσχα Ελλήνων
Έτσι, μόλις χτυπήσουν οι καμπάνες θα ξεκινήσει για την εκκλησιά όλη η οικογένεια με την άσπρη λαμπάδα στο χέρι, θα ανάψει με το «Δεύτε λάβετε φως» και στημένοι κάτω από την εξέδρα θα παρακολουθήσουν με κατάνυξη την Αναστάσιμη λειτουργία. Κάτι παράξενο, σαν ηλεκτρική εκκένωση, θα διατρέξει το κορμί τους τη στιγμή που ο παπάς διαβάζοντας το Ευαγγέλιο θα ψάλλει: «Ουκ έστιν ώδε…» κι αμέσως μετά με το «Χριστός Ανέστη» θα σειστεί ο τόπος. Φιλιά, αγκαλιές, βεγγαλικά, μπαμ-μπουμ, πυροτεχνήματα, αχνιστή μαγειρίτσα…
Και αύριο οι οβελίες με τον «αναθρώσκοντα» καπνό τους» θα παντρεύουν την κνίσα με τις ευωδιές από τα κρίνα και τις βιολέτες, ενώ τα νταούλια και τα κλαρίνα θα σιγοντάρουν μια «μικρή, μεγάλη ευτυχία», καθώς θα ‘λεγε κι’ ο ποιητής.
Υπήρξαν όμως και «δίσεκτες» χρονιές, γεμάτες θλίψη, πόνο και δυστυχία. Ένα τέτοιο μαύρο Πάσχα ήταν εκείνο που, ύστερα από έξι μήνες πολέμου με τους Ιταλούς, μας κήρυξαν τον πόλεμο και οι συνεταίροι τους Γερμανοί. Ήταν ένα πραγματικά μαύρο Πάσχα, όπου αντί για χαλκούνια, τρακατρούκες και πυροτεχνήματα, έπεφταν αληθινές βόμβες επί «δικαίων και αδίκων» σκοτώνοντας κόσμο και κοσμάκη… Όσοι έζησαν στην Αθήνα εκείνη την εποχή, και εξακολουθούν να υπάρχουν ακόμη «εν ζωή», θυμούνται εκείνη την ανοιξιάτικη Κυριακή της 6ης Απριλίου που οι Γερμανοί μας επετέθησαν. Παιδιά τότε εμείς, νομίζαμε τον πόλεμο ως τότε σαν ατέλειωτες σατιρικές επιθεωρήσεις, γελοιογραφίες με κοκορόφτερους φρατέλους σε εφημερίδες και περιοδικά, φακούς τσέπης για τη συσκότιση, και νίκες, νίκες απανωτές του Στρατού μας. Ύστερα πλακώσανε οι Γερμαναράδες και καταλάβαμε τι «εστί βερίκοκο». Από το ίδιο πρωί οι συναγερμοί τραβούσαν κρεσέντο. Είδαμε τα «Στούκας» να πετούν σε σμήνη και η σκιά τους να μαγαρίζει την Ακρόπολη. Ο φόβος δεν άργησε να μεταβληθεί σε τρόμο. Τα «Γιούνκερς» και τα «Μέσσερσμιτ» πετούσαν απειλητικά στον αττικό ουρανό έτοιμα να σκορπίσουν τον θάνατο και οι πολίτες δεν στέκονταν στη μέση του δρόμου να τα μουντζώνουν όπως με τους Ιταλούς, αλλά όλοι τρέχαμε να κρυφτούμε κάπου για να σώσουμε το τομάρι μας. Και το ίδιο βράδυ μάθαμε στην πράξη τι θα πει πανικός, όταν βομβαρδίστηκε ανελέητα ο Πειραιάς. Πολλά ελλιμενισμένα καράβια χτυπήθηκαν, αλλά το χειρότερο ήταν όταν πέσανε βόμβες σε ένα βαπόρι γεμάτο εκρηκτικά. Μια φοβερή έκρηξη συντάραξε τον Πειραιά και όλα τα νότια προάστια. Θαρρείς πως έγινε ένας φοβερός σεισμός και για ώρα κουνιότανε η γης. Μαζεμένοι σε μια, υποτίθεται, «ασφαλή» γωνιά του σπιτιού μας, τρέμαμε από φόβο λες και προσβληθήκαμε ομαδικώς από «Πάρκινσον». Σε λίγο ακούστηκαν στον δρόμο ομιλίες. Ήσαν οι πρώτοι πρόσφυγες από τον Πειραιά που καταφεύγανε στην Αθήνα, σέρνοντας χειράμαξες με ό,τι πρόλαβαν στη φυγή τους να πάρουνε από το βιος τους.
… Περάσανε μέρες. Κολλημένοι πλάι στο ραδιόφωνο, γεμάτοι θλίψη, πίναμε το «πικρόν ποτήριον» της κατάρρευσης. Και ήρθε η Μεγάλη Εβδομάδα. Η Πολιτεία για το «καλό» έκανε διανομή «κρέατος αμνού» με το δελτίο. Μερικά νοικοκυριά βάψανε και λίγα κόκκινα αυγά μαζεμένα από το… κοτέτσι τους. Και φτάσαμε στη Μεγάλη Παρασκευή που ήταν μια τραγική ημέρα. Ο πρωθυπουργός αυτοκτόνησε και επί τέσσερις ημέρες η Ελλάδα ήταν χωρίς πρωθυπουργό επειδή κανένας δεν δεχόταν να αναλάβει. Η περιφορά των λιτά στολισμένων Επιταφίων, έγινε το απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής μέσα στις εκκλησίες. Και η Ανάσταση πάλι μέσα στις εκκλησίες έγινε το πρωί της Κυριακής. Ένα φοβισμένο «Χριστός Ανέστη» ψέλλισε ο ιερέας τρέμοντας μη βαρέσει ξαφνικά συναγερμός. Ούτε καμπάνες ήχησαν χαρμόσυνα, ούτε λαμπάδες με το «Άγιο Φως» φέραμε σπίτι μας, ούτε τρακατρούκες, ούτε βεγγαλικά. Μονάχα ένας λαός περίλυπος μέχρι θανάτου περίμενε τη μοίρα του…
Και επειδή ο Χίτλερ «αγαπούσε την Ελλάδα», η γερμανική αεροπορία, η «περίφημη» Luftwaffe, με μια πρωτοφανή εξόρμηση ανήμερα το Πάσχα, βομβάρδισε μια πλειάδα ανοχύρωτες πόλεις μας σκορπίζοντας τον θάνατο.