Και την Κική και την Κοκό

Με την πόλωση στον μουσουλμανικό κόσμο, όμως, να ανεβαίνει ραγδαία, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα τα καταφέρει. Και σίγουρα η συνεχιζόμενη διάσταση απόψεων και η υποβόσκουσα σύγκρουση ανάμεσα σε έναν, ολοένα και πιο αυταρχικό, Ερντογάν, τον πρωθυπουργό Νταβούτογλου και την ηγετική ομάδα του ΑΚΡ δεν θα βοηθήσει.

Στην Τεχεράνη για ψώνια

Για μια ακόμη φορά ο τούρκος Πρόεδρος έχει μπερδέψει τους Δυτικούς. Όχι όμως και τους ηγέτες της Μέσης Ανατολής, που ξέρουν από παζάρια και γνωρίζουν τους Τούρκους καλά. Υπερβάλλοντας εαυτόν, μετά την πρόσφατη προσπάθεια αναθέρμανσης των σχέσεων με το Ριάντ, έκανε στα τέλη Μαρτίου μια πρωτοφανή επίθεση κατά της Τεχεράνης, με αφορμή τον εμφύλιο στην Υεμένη. Δέκα μόλις ημέρες μετά, στην επίσκεψή του στην Τεχεράνη, την Τρίτη, ο βρυχώμενος λέοντας έγινε… γατάκι και στην κοινή συνέντευξη με τον Πρόεδρο Ρουχανί υπερθεμάτισε την ανάγκη συνεργασίας Τουρκίας – Ιράν για την από κοινού αντιμετώπιση των μεγάλων συγκρούσεων της Μέσης Ανατολής.

Παραδοσιακά, Άγκυρα και Τεχεράνη έχουν μια ρεαλιστική και πραγματιστική αντιμετώπιση η μία προς την άλλη. Παρότι ανάμεσα στα δύο έθνη υπάρχει μακρά ιστορία αντιπαράθεσης και οι επιδιώξεις και τα συμφέροντά τους στην ευρύτερη περιοχή είναι συχνά αντιτιθέμενα, συνήθως βρίσκουν τον τρόπο να συνεργαστούν σε όσα είναι πραγματικά σημαντικά και για τους δύο. Έτσι, για παράδειγμα, μπορεί στη Συρία και το Ιράκ οι δύο χώρες να υποστηρίζουν, με όλα τα μέσα, διαφορετικές δυνάμεις και προοπτικές, όμως, από την αρχή, η Τουρκία έχει συνεισφέρει καταλυτικά στην οικονομική επιβίωση των Ιρανών βοηθώντας τους να παρακάμπτουν τις διεθνείς κυρώσεις. Με αντάλλαγμα φυσικά τη συνεχόμενη προμήθεια ιρανικού φυσικού αερίου, πολύτιμου για την πεινασμένη για ενέργεια τουρκική οικονομία.

Στη διαφαινόμενη άρση των διεθνών κυρώσεων κατά του Ιράν οι Τούρκοι βλέπουν μια τεράστια ευκαιρία σε πολλά επίπεδα: Στην περαιτέρω ενίσχυση της χώρας τους ως ενεργειακού διακομετακομιστικού κόμβου, για το ιρανικό φυσικό αέριο και πετρέλαιο αυτή τη φορά. Στα μεγάλα έργα υποδομής που είναι απολύτως απαραίτητα για την ανάπτυξη της ιρανικής οικονομίας και στα οποία οι τουρκικές εταιρίες μπορεί να έχουν σημαντικό ρόλο. Στον αναπροσανατολισμό των εξαγωγών τουρκικών προϊόντων προς την αγορά του Ιράν, τώρα που οι αγορές της Συρίας και του Ιράκ έχουν, λόγω των συγκρούσεων, χαθεί, και οι μέχρι πριν από λίγο ακμάζουσες επιχειρήσεις στην τουρκική Ανατολία παλεύουν να επιβιώσουν.

Η σαουδαραβική υποστήριξη δεν είναι δωρεάν

Αυτό, κατά πάσα πιθανότητα, υπενθύμισε στον Ερντογάν ο σαουδάραβας υπουργός Εσωτερικών πρίγκιπας Μοχάμεντ Μπιν Ναγέφ, στη μη προγραμματισμένη επίσκεψή του στην Άγκυρα, τη Δευτέρα το βράδυ, λίγες ώρες πριν ο τούρκος Πρόεδρος αναχωρήσει για την Τεχεράνη.

Οι άμεσες επενδύσεις των χωρών του Κόλπου, την προηγούμενη δεκαετία, έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στο τουρκικό «οικονομικό θαύμα». Σήμερα που η τουρκική οικονομία δοκιμάζεται, τόσο λόγω δομικών παθογενειών που οι κυβερνήσεις Ερντογάν δεν θέλησαν να αντιμετωπίσουν, όσο και λόγω του βαριού οικονομικού λογαριασμού τής άφρονος τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, (διάλυση Συρίας, αναταραχή στο Ιράκ, κλείσιμο αγορών και εκατομμύρια προσφύγων στο τουρκικό έδαφος), έχει περισσότερο από ποτέ ανάγκη τις επενδύσεις αυτές.

Επιπλέον οι Σαουδάραβες, θέλοντας να βάλουν τέλος στην εσωτερική σύγκρουση, που κόστισε σημαντικά στο σουνιτικό στρατόπεδο, έχουν υποσχεθεί στους Τούρκους ότι θα αντιμετωπίσουν θετικότερα τις οργανώσεις των αδελφών μουσουλμάνων ανά τον αραβικό κόσμο και θα πιέσουν για την αποκατάσταση των σχέσεων Άγκυρας – Καΐρου. Με άλλα λόγια, προσφέρουν ξανά ρόλο και λόγο στα τεκταινόμενα του σουνιτικού κόσμου στην Τουρκία. Πολύ πιο περιορισμένο, φυσικά, από αυτόν που οι θιασώτες των νεοοθωμανικών ιδεολογημάτων ονειρεύονταν στην Άγκυρα. Αυτή, όμως, είναι μια νέα ευκαιρία που ο Ερντογάν δεν θέλει να χάσει.

Ρήγματα στο σαράι

Τη δύσκολη αυτή ισορροπία, με βεβαιότητα, δεν βοηθούν τα ολοένα και σημαντικότερα ρήγματα που εμφανίζονται ανοιχτά πλέον στο ισλαμικό πολιτικό στρατόπεδο στην Τουρκία. Ο Ερντογάν, αυταρχικότερος από ποτέ, παραβιάζει καταλυτικά και καθημερινά το τουρκικό Σύνταγμα που απαιτεί πολιτική ουδετερότητα από την πλευρά του Προέδρου και συνεχίζει να διευθύνει το κόμμα και τη χώρα.

Όλες οι μέχρι σήμερα προσπάθειες του πρωθυπουργού Νταβούτογλου, να αυτονομηθεί και να περιορίσει τον πανίσχυρο Ερντογάν, έχουν αποτύχει δραματικά. Από την προώθηση μέτρων για την καταπολέμηση της διαφθοράς, τον Ιανουάριο, που με βεβαιότητα θα είχαν αντίκτυπο στα κάθε μορφής πελατειακά δίκτυα του τούρκου Πρόεδρου, (και τα οποία με εντολή Ερντογάν πήρε πίσω), ως την προσπάθεια για τη δημιουργία ενός αντίπαλου πόλου στο εσωτερικό του ΑΚΡ με την παραίτηση του επικεφαλής της ΜΙΤ, Χακάν Φιντάν, και τη βουλευτική του υποψηφιότητα (ο Φιντάν απέσυρε την υποψηφιότητά του και επαναδιορίστηκε αρχηγός της ΜΙΤ μετά από έναν μήνα), ως την κατά πολύ σημαντικότερη σύγκρουση για το κουρδικό ζήτημα. Εκεί, μετά τις διαρροές ότι η κυβέρνηση είχε συμφωνήσει με την κουρδική πλευρά για συγκεκριμένο οδικό χάρτη με βήματα και χρονικές διορίες για την εφαρμογή τους, ο Ερντογάν, με το βλέμμα στις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου και στις ψήφους των εθνικιστών, τορπίλισε τη συμφωνία δηλώνοντας ότι «δεν υπάρχει κουρδικό πρόβλημα στην Τουρκία».

Ο Ταγίπ Ερντογάν είναι, σχεδόν με εμμονή, προσανατολισμένος στις εκλογές και την επίτευξη από το ΑΚΡ πλειοψηφίας δύο τρίτων στην επόμενη Βουλή για να μπορέσει να αλλάξει το τουρκικό Σύνταγμα, χωρίς να είναι απαραίτητο να γίνει δημοψήφισμα. Στόχος του να μετατρέψει το πολίτευμα σε προεδρικό, με εκτεταμένες εξουσίες για τον εαυτό του. Για τη μισή Τουρκία, που είναι απέναντί του, αυτό φαντάζει σαν μια καταστροφική πολιτική.

Και εκεί είναι που πλέον μπαίνουν σοβαρά οι Κούρδοι στο πολιτικό παιχνίδι. Με τον δημοφιλή υποψήφιό τους, Σελαχατίν Ντεμιρτάς, έχουν μια πραγματική ευκαιρία να ξεπεράσουν το όριο του 10% και να μπουν στη Βουλή, καθώς πολλοί κεντροαριστεροί και φιλελεύθεροι πολίτες αναμένεται να ψηφίσουν το HDP, προκειμένου να εμποδίσουν την ξέφρενη πορεία του Ερντογάν προς τη δημιουργία ενός όχι μόνο προσωποπαγούς, αλλά και αστυνομικού κράτους.

Σύμφωνα με το νομοσχέδιο για την ασφάλεια, που ψηφίστηκε οι τούρκοι αστυνομικοί έχουν εξουσίες που σε άλλες χώρες ανήκουν στους Εισαγγελείς, κατά τη σύλληψη, ανάκριση και προσωρινή κράτηση πολιτών (η οποία πλέον διαρκεί 48 ώρες), και μπορούν, νομίμως, να πυροβολούν κατά διαδηλωτών. Επιπλέον, οι τούρκοι πολίτες κινδυνεύουν με φυλάκιση, αν σε οποιοδήποτε δημόσιο χώρο ή στο διαδίκτυο προσβάλλουν την κυβέρνηση. Τέλος, οι υπουργοί της κυβέρνησης μπορούν να μπλοκάρουν την πρόσβαση των πολιτών σε ιστοσελίδες, αν το περιεχόμενό τους θέτει σε κίνδυνο τη δημόσια ασφάλεια. Να σημειώσουμε, επίσης, ότι κατά τους επτά μήνες της Προεδρίας Ερντογάν, 105 πολίτες έχουν διωχθεί νομικά για την προσβολή του προσώπου του Προέδρου της χώρας, ενώ οκτώ έχουν συλληφθεί.


Σχολιάστε εδώ