Οι πασχαλινές διακοπές της διαπραγμάτευσης, ο «έντιμος συμβιβασμός» και η ανάσταση της οικονομίας

Ο Αλ. Τσίπρας ξεκαθάρισε ότι η κυβέρνησή του επιδιώκει έναν έντιμο συμβιβασμό με τους δανειστές, στο πλαίσιο του οποίου δεν έχει εγκαταλείψει τη θέση του να διεκδικήσει αναδιάρθρωση του υπέρογκου χρέους της χώρας. Εξέφρασε επίσης την πρόθεσή του να πιέσει για μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων για τα επόμενα χρόνια. «Υπάρχει η αναγνώριση, από την πλευρά των εταίρων, της ανάγκης να αρχίσει τελικά η συζήτηση για την απαραίτητη αναδιάρθρωση του χρέους. Χωρίς μια τέτοια παρέμβαση δεν είναι δυνατόν να αποπληρωθεί», κατέληξε.

Η δήλωση γίνεται στη μέση του προγράμματος – γέφυρα, τη στιγμή που οι δανειστές ασκούν έναν μακρόσυρτο εκβιασμό με την ελεγχόμενη χορήγηση έκτακτης χρηματοδότησης μέσω του ELA, κυριολεκτικά «με το δελτίο», και ενώ η υποχρέωση καταβολής των δόσεων (7,6 δισ.) του πακέτου διάσωσης εκκρεμεί από τον Αύγουστο του 2014, όταν οι συζητήσεις της προηγούμενης κυβέρνησης με την «τρόικα» είχαν διαταραχθεί λόγω πολιτικών σκοπιμοτήτων.

Είναι γεγονός ότι από τότε τα αποθέματα ρευστότητας της χώρας έχουν αρχίσει να εξαντλούνται επικίνδυνα, καθώς εκτελούνται κανονικά οι πληρωμές των δανειακών υποχρεώσεων, παράλληλα με την τρέχουσα διαχείριση, που χαρακτηρίζεται από μειωμένα έσοδα.

Οι άμεσες ανάγκες πληρωμής των δανειακών υποχρεώσεων μέχρι τα μέσα Απριλίου ανέρχονται σε 3 δισ. ευρώ περίπου. Για την αντιμετώπιση αυτών των υποχρεώσεων η κυβέρνηση χρειάζεται τις εκκρεμούσες δόσεις ή τουλάχιστον τις επιστροφές 1,9 δισ. από την ΕΚΤ ή 1,2 από τον EFSF, καθώς είναι αποκλεισμένη από τις αγορές και η ΕΚΤ δεν αυξάνει το όριο έκδοσης εντόκων γραμματίων.

Την Τετάρτη, το υπουργείο Οικονομικών απέστειλε νέα λίστα προτάσεων με μέτρα που με βάση την κοστολόγησή τους θα προσφέρουν έσοδα μεταξύ 4,7 και 6,1 δισ. ευρώ. Η προβλεπόμενη ανάπτυξη εκτιμάται στο 1,4% και το πρωτογενές πλεόνασμα στο 1,2%. Ο εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δήλωσε ότι θα χρειασθεί ακόμη αρκετή τεχνική δουλειά ενώ λίγο αργότερα η τηλεδιάσκεψη του Euroworking Group άφησε να διαρρεύσει ότι το επόμενο Eurogroup δεν φαίνεται να συγκαλείται πριν από την τακτική του σύνοδο, που είναι προγραμματισμένη για τις 24 Απριλίου στη Ρίγα.

Τα μεγαλύτερα «αγκάθια» στις διαπραγματεύσεις -απʼ ό,τι ακούγεται-αποτελούν η πρόθεση της κυβέρνησης να καταργήσει τη ρήτρα μηδενικού ελλείμματος στα επικουρικά ταμεία, η επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων και ο περιορισμός του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων. Η ελληνική πλευρά παρουσίασε πιο θετικά την εξέλιξη των διαπραγματεύσεων από τους εκπροσώπους των «θεσμών», που ανέφεραν ότι η πρόοδος που έχει συντελεστεί δεν είναι αρκετή.

Την επόμενη εβδομάδα, μέχρι το επόμενο Εuroworking Group, στις 8 Απριλίου (Μ. Τετάρτη), θα έχουν δουλέψει οι τεχνικές ομάδες ώστε να υπάρξει μια πρώτη συμφωνία στην ανανεωμένη λίστα μέτρων που απέστειλε η ελληνική πλευρά στο Brussels Group την Τετάρτη με ένα κείμενο 26-27 σελίδων. Αν υπάρξει μια τέτοια συμφωνία, τότε το σενάριο που εξετάζεται είναι η ΕΚΤ να αποφασίσει να αυξήσει το όριο έκδοσης εντόκων γραμματίων. Θα είναι μια απόφαση που θα δώσει λύση στο άμεσο πρόβλημα ρευστότητας. Εκταμίευση δόσεων δεν αναμένεται να αποφασιστεί, παρά μόνο αν έχει γίνει συμφωνία με τους «θεσμούς» και δώσει και το πράσινο φως το Eurogroup, πιθανότατα όχι πριν από το τέλος Απριλίου.

Σύμφωνα με δηλώσεις εκπροσώπων των αγορών, δηλαδή μεγάλων χρηματοοικονομικών και επενδυτικών οίκων, τα μέτρα είναι στη σωστή κατεύθυνση. Αυτό σημαίνει ότι το νέο κείμενο ικανοποιεί σε μεγαλύτερο βαθμό τις απαιτήσεις των δανειστών. Την ίδια μέρα η ΕΚΤ έδωσε μια ακόμη δόση ρευστότητας 700 εκατ. ευρώ μέσω του ELA. Βέβαια, η κυβέρνηση έχει μπροστά της την αποπληρωμή της δόσης των 460 εκατ. στο ΔΝΤ στις 9 Απριλίου και μια σειρά σημαντικών υποχρεώσεων στη συνέχεια. Η πίεση από την πλευρά των δανειστών είναι αμείλικτη καθώς γνωρίζουν ότι η ελληνική κυβέρνηση είναι παγιδευμένη μεταξύ των προθέσεών της να θέσει τέρμα στη λιτότητα και τη δημοσιονομική στενότητα που αντιμετωπίζει. Περιμένουν να υποχωρήσει και να αποδεχθεί όλα τα μέτρα του Μνημονίου νωρίτερα από τα τέλη Απριλίου.

Έτσι, εκφράζονται αμφιβολίες για την ικανότητα συλλογής των εσόδων από φοροαποφυγή και φοροδιαφυγή, λόγω των αδυναμιών του φοροεισπρακτικού μηχανισμού. Το κείμενο όμως που έχει αποσταλεί είναι πλέον ολοκληρωμένο και απολύτως κατάλληλο για αξιολόγηση. Επομένως, τώρα θα κριθεί η ειλικρίνεια της στάσης των διαφόρων «group».

Αυτό που προκαλεί εντύπωση στον μέσο παρατηρητή είναι η ηρεμία με την οποία το οικονομικό επιτελείο αντιμετωπίζει την κατάσταση, εκφράζοντας σταθερή αισιοδοξία για την έκβαση της διαπραγμάτευσης, όπως, π.χ., με τις δηλώσεις του υπουργού Οικονομίας, ενώ παράλληλα οι κ. Βούτσης και Σκουρλέτης άφησαν σαφώς να εννοηθεί ότι η πληρωμή μισθών και συντάξεων θα έχει προτεραιότητα έναντι των δανειακών υποχρεώσεων. Ποιο είναι λοιπόν το χάσμα που χωρίζει τις δύο πλευρές.

Με χρέος κοντά στο 180% του ΑΕΠ, η χώρα δεν είναι δυνατόν να ελπίζει ούτε σε απαλλαγή από αυτό ούτε σε ανάκαμψη και ανάκτηση του βιοτικού επιπέδου που απώλεσε ο ελληνικός λαός με τα μέτρα του Μνημονίου τα τελευταία πέντε χρόνια. Ο πρωθυπουργός και το κόμμα του κέρδισαν τις εκλογές με κεντρικό σύνθημα την απομείωση (διαγραφή, κ.λπ.) μεγάλου μέρους του ώστε να είναι δυνατή η εξόφληση του υπολοίπου. Οι δανειστές απέκλεισαν από την έναρξη κιόλας των διαπραγματεύσεων τη διαγραφή, αντιπροτείνοντας επέκταση της περιόδου αποπληρωμής, γεγονός που ελαφρύνει το βάρος για τα πρώτα χρόνια, αλλά διατηρεί το βάρος μεσο-μακροπρόθεσμα, υποθηκεύοντας κάθε δυνατότητα ανάπτυξης. Εξάλλου, η τεχνική αυτή εφαρμόσθηκε μετά το PSI χωρίς αποτέλεσμα για τη σχέση χρέους προς ΑΕΠ, η οποία επιδεινώθηκε.

Ακριβώς λόγω του μεγάλου βάρους του χρέους, οι δανειστές επέβαλαν μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα ως συνθήκη για την παροχή δανείων το 2010. Για τον λόγο αυτό, ο Αλέξης Τσίπρας επιζητεί τη μείωσή τους προκειμένου να εξασφαλίσει δημοσιονομικό χώρο για επενδύσεις, αλλά και την κάλυψη του δημοσιονομικού κενού που δημιούργησε η μείωση των εσόδων το 2014.

Πέραν όμως της αμφισβήτησης της αποτελεσματικότητας των μέτρων συλλογής φορολογικών εσόδων, οι λεγόμενες διαρθρωτικές αλλαγές αποτελούν σημείο τριβής, καθώς οι «θεσμοί» απαιτούν ευελιξία στην αγορά εργασίας, (κατάργηση συλλογικών συμβάσεων, απελευθέρωση απολύσεων κ.λπ.) και μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα με μείωση μισθών και συντάξεων, κατάργηση επικουρικών κ.λπ., αντίθετα με τις θέσεις της κυβέρνησης για δημιουργία δικτύου κοινωνικής προστασίας.

Όμως η δημιουργία δικτύου κοινωνικής προστασίας και η αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, ενώ είναι αναγκαίες, δεν αρκούν. Το βασικό πρόβλημα της χώρας είναι η διάρθρωση της οικονομίας και το παραγωγικό της έλλειμμα. Χωρίς συμπερίληψη του θέματος αυτού στον δημόσιο λόγο του πρωθυπουργού προς τους εταίρους (πολιτική διαπραγμάτευση), αλλά και στο γενικό πλαίσιο της διαπραγμάτευσης, η συνεννόηση θα δίνει προσχήματα ασάφειας. Οι δανειστές απαιτούν μέτρα από τη σκοπιά της προσφοράς, ενώ η ελληνική πλευρά χρειάζεται μέτρα από τη σκοπιά της ζήτησης.

Επομένως, οι δυσκολίες της διαπραγμάτευσης δεν μας εκπλήσσουν. Ταυτόχρονα όμως υπάρχουν και πολλά κίνητρα για έντιμο συμβιβασμό. Παρά την έντονη αντίθεσή τους στα μέτρα λιτότητας, οι περισσότεροι Έλληνες επιθυμούν την παραμονή της χώρας στην Ευρωζώνη. Είναι γεγονός ότι η Ελλάδα έχει ανάγκη την εξωτερική χρηματοδότηση, την οποία θα μπορούσε να παράσχει η ΕΚΤ στο πλαίσιο της ποσοτικής χαλάρωσης. Είναι, από την άλλη πλευρά, προς το συμφέρον της Ευρωζώνης η αποφυγή της σπέκουλας για τη συνοχή της και το μέλλον της νομισματικής ένωσης.

Ίσως το μεγάλο διακύβευμα είναι λιγότερο η θέση της χώρας στην Ευρωζώνη και περισσότερο το είδος των μεταρρυθμίσεων. Γιατί αυτό έχει σχέση με την παραγωγική δομή της ελληνικής οικονομίας, η οποία χαρακτηρίζεται από έναν μεγάλο αριθμό μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων σε όλους τους παραγωγικούς τομείς. Ακόμη και στον τουρισμό τη ραχοκοκαλιά αποτελεί η μικρομεσαία επιχείρηση.

Αυτό το παραγωγικό σύστημα κατά τα μνημονιακά χρόνια έχει υποστεί σοβαρά πλήγματα. Είναι σίγουρο ότι χρειάζεται εκσυγχρονισμό, ενσωμάτωση καινοτομιών, εξαγωγικό προσανατολισμό και ευέλικτη εξειδίκευση. Όλα αυτά δεν σημαίνουν απαραίτητα αντικατάσταση των ελληνικών επιχειρήσεων από ξένες, που αγωνιωδώς κυνηγούν την ενσωμάτωση νέων αγορών μέσω εξαγορών ως διέξοδο από την οικονομική στασιμότητα στην Ευρώπη. Ένα καλό παράδειγμα προσφέρει η ιστορία με το εισαγόμενο γάλα μακράς διάρκειας, για το οποίο έγινε προσπάθεια μέσω των μεταρρυθμίσεων να ονομασθεί «φρέσκο». Προχθές η Ευρωπαϊκή Ένωση πήρε την ιστορική απόφαση να σταματήσει το καθεστώς ποσοστώσεων στην παραγωγή γάλακτος, γεγονός που παρέχει μεγάλα πλεονεκτήματα στους γερμανούς και ιρλανδούς παραγωγούς.

Ας μην ξεχνάμε ότι αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη διεξάγονται συζητήσεις για τους τρόπους ανάκαμψης της οικονομίας που μαστίζεται από στασιμότητα και αποπληθωρισμό, με σημαντικότερο παράδειγμα την απόφαση για ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ, αλλά και την αναμόρφωση της οικονομικής διακυβέρνησης. Ο πορτογάλος πρωθυπουργός δήλωσε ότι θα προτείνει ενίσχυση του μακροοικονομικού συντονισμού, πράγμα που απαλλάσσει τον κ. Σόιμπλε από τον κόπο.

Είναι ανάγκη ο κυβερνητικός λόγος να μην αφορά μόνο την οικονομική στήριξη, αλλά και συγκεκριμένες απόψεις για τις ελληνικές επιδιώξεις στο πλαίσιο διαμόρφωσης μιας ευρωπαϊκής πολιτικής για τον βαθμιαίο περιορισμό του διαρθρωτικού χάσματος μεταξύ του κέντρου και της «περιφέρειας» της Ευρώπης, το οποίο επέτεινε η νομισματική ένωση μετά το 2001.

Ο ελληνικός παραγωγικός τομέας, αυτός ο κόσμος «ο μικρός, ο μέγας», επηρεάζεται καθοριστικά από την έκβαση της διαπραγμάτευσης σε ό,τι αφορά κυρίως την απελευθέρωση των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών. Η ελληνική κοινωνία είναι μια κοινωνία γνώσης, χωρίς σύνδεση με την παραγωγή. Αυτή η διασύνδεση πρέπει να προωθηθεί «πάση θυσία». Για τον λόγο αυτό, μετά το Πάσχα των Καθολικών, στη δική μας εβδομάδα των Παθών, ο Αλέξης Τσίπρας ίσως πρέπει να επαναλάβει ότι για συγκεκριμένους λόγους, που έχει προσδιορίσει το ελληνικό πρόγραμμα ανασυγκρότησης της παραγωγικής δομής, χρειάζεται μεταρρυθμίσεις που προάγουν την εγχώρια παραγωγική και εξαγωγική δραστηριότητα και όχι μόνο την εσωτερική υποτίμηση κεφαλαίου και ανθρώπινης εργασίας. Για να γίνει ευρέως αντιληπτό ότι ο αγώνας κατά της λιτότητας μπορεί να οδηγήσει στην ανάσταση της ελληνικής οικονομίας ώστε να επιχειρήσει να εξασφαλίσει ισότιμη θέση στην Ευρωζώνη.


Σχολιάστε εδώ