Η ανασφάλεια και οι αντιπαλότητες επιστρέφουν στην Ευρώπη;
Η Συνθήκη αυτή υπογράφθηκε στις 19/11/1990 μεταξύ των χωρών – μελών του ΝΑΤΟ και αυτών που είχαν υπογράψει το Σύμφωνο της Βαρσοβίας και επισφράγισε το κλίμα ύφεσης και ειρηνικής συνύπαρξης μεταξύ Ανατολής και Δύσης που είχε ήδη κωδικοποιήσει η Τελική Πράξη του Ελσίνκι (1975). Οι δύο μεγάλοι αμυντικοί συνασπισμοί καθόρισαν με τη Συνθήκη CFE τις οροφές πέντε οπλικών συστημάτων μεταξύ τους αλλά και μεταξύ των χωρών-μελών εκάστου συνασπισμού. Η Συνθήκη προβλέπει, επίσης, σειρά μέτρων για τον έλεγχο και την επαλήθευση των εξοπλισμών με όργανο παρακολούθησης της εφαρμογής των δεσμεύσεων των διατάξεων της Συνθήκης την Κοινή Συμβουλευτική Ομάδα, που εδρεύει στη Βιέννη. Με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας που επακολούθησε, η Ρωσική Ομοσπονδία πρότεινε την αναθεώρηση της Συνθήκης CFE με το αιτιολογικό ότι είχαν αλλάξει τα δεδομένα αφού στο ΝΑΤΟ είχαν ενταχθεί και άλλα νέα μέλη. Το έτος 1991 υπεγράφη νέο αναθεωρημένο κείμενο (Α/CFE), το οποίο όμως δεν κυρώθηκε από το ΝΑΤΟ. Λίγα χρόνια πριν, η Ρωσία, διά του τότε υπουργού Εξωτερικών Κοζίρεφ, είχε προτείνει τη θέσπιση ενός νέου Μοντέλου Ασφαλείας (Security Model) για την Ευρώπη με πυρήνα τον ΟΑΣΕ. Πρόβαλαν ως επιχείρημα ότι μετά τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας δεν δικαιολογούνταν πλέον η ύπαρξη του ΝΑΤΟ και ήταν επιτακτική η ανάγκη δημιουργίας ενός νέου συστήματος ασφάλειας για την Ευρώπη. Ύστερα από πολύμηνες συναντήσεις οι εργασίες κατέληξαν με την υιοθέτηση ενός γενικόλογου κειμένου που στην ουσία επιβεβαίωνε τις αρχές του ΟΑΣΕ χωρίς να θιγεί καθόλου η ύπαρξη του ΝΑΤΟ. Η μη κύρωση της αναθεωρημένης Συνθήκης CFE από τις χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ προκάλεσε την αντίδραση της Μόσχας, η οποία ανέστειλε τη συμμετοχή της σε αυτή και πρόσφατα και στις εργασίες της Κοινής Συμβουλευτικής Ομάδας. Οι νατοϊκές χώρες υποστηρίζουν ότι η αναστολή συμμετοχής δεν παράγει αποτελέσματα επειδή δεν προβλέπεται από τη Συνθήκη -παρά μόνο η καταγγελία- και καλούν τη Ρωσία να επιστρέψει στις συνεδριάσεις και εργασίες της. Ανεξάρτητα πάντως από τη νομική ερμηνεία, εκείνο που έχει σημασία είναι ότι με τη μη συμμετοχή και σύμπραξη της Ρωσίας στην ανταλλαγή πληροφοριών για τις στρατιωτικές δυνάμεις και συναφείς διατάξεις επαλήθευσης, δημιουργείται ένα κλίμα ανασφάλειας για την Ευρώπη από το γεγονός ότι οι χώρες του ΝΑΤΟ στερούνται της δυνατότητας έγκαιρης πληροφόρησης για μετακίνηση στρατιωτικών δυνάμεων πλησίον των συνόρων συμμαχικών και άλλων χωρών, όπως και εκτέλεσης γυμνασίων εξοπλιστικών προγραμμάτων κ.λπ. Λογικό συμπέρασμα είναι ότι η αδυναμία πληροφόρησης και επαλήθευσης θέτουν σε αμφιβολία, τουλάχιστον de facto, την ίδια την υπόσταση της Συνθήκης η οποία αποτέλεσε για δεκαετίες τη βάση στην οποία στηρίχθηκε η συνεργασία, η προβλεψιμότητα και η διαφάνεια μεταξύ των δύο αμυντικών συνασπισμών (ΝΑΤΟ – Σύμφωνο Βαρσοβίας) και κατ’ επέκταση η ειρήνη και η ασφάλεια στην Ευρώπη. Τι θα συμβεί όμως αν η Ρωσία αχθεί στην απόφαση να καταγγείλει τη Συνθήκη; Ορατοί είναι οι κίνδυνοι να επιστρέψει η Ευρώπη στην προ του 1975 εποχή, δηλαδή στην εποχή της αντιπαλότητας και στις κούρσες εξοπλισμών και στην ανασφάλεια. Οι νατοϊκές χώρες και η Ελλάδα απηύθυναν έκκληση προς τη Μόσχα να επιστρέψει στην πλήρη συνεργασία που προβλέπει η Συνθήκη που αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Μεγάλη ανησυχία εκφράσθηκε και από την Άγκυρα και δεν είναι τυχαίο. Η Τουρκία, με τη συνδρομή και των ΗΠΑ, είχε επιτύχει να απολαμβάνει ένα μοναδικό προνόμιο με την πρόβλεψη «ζώνης εξαίρεσης» σε μια έκταση που ισοδυναμεί με την ελληνική επικράτεια. Η «ζώνη» αυτή εξαιρείται παντός ελέγχου, γεγονός που ανατρέπει κάθε έννοια και αρχή προβλεπτικότητας και διαφάνειας που ισχύει για όλες τις άλλες χώρες. Υπολογίζεται ότι στη «ζώνη εξαίρεσης» η Τουρκία διατηρεί δυνάμεις που εγγίζουν το σύνολο των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Είναι απορίας άξιον πως έγινε αποδεκτή η «ζώνη εξαίρεσης» της Τουρκίας από την τότε ελληνική κυβέρνηση και δη τα συναρμόδια υπουργεία Εξωτερικών και Άμυνας. Το 1997, η ελληνική Μόνιμη Αντιπροσωπεία στη Βιέννη ήγειρε επισήμως το θέμα κατάργησης της «ζώνης εξαίρεσης» ή τουλάχιστον την υπαγωγή της στις διατάξεις διαφάνειας, επιθεωρήσεων και επαληθεύσεων, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Σύμφωνα με δημοσιεύματα του τότε Τύπου, η πρόταση της ελληνικής Διπλωματικής Αρχής δεν έτυχε της δέουσας στήριξης από το υπουργείο Εξωτερικών.