Στα 500 δισ. ευρώ ανέρχεται το κατοχικό «δάνειο»
Στα τελευταία 25 χρόνια, δηλαδή αφότου επανενώθηκε η Γερμανία, υπάρχουν συγκεκριμένες ευθύνες για όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις που αμέλησαν να πράξουν το αυτονόητο καθήκον τους, δηλαδή να διεκδικήσουν το κατοχικό δάνειο. Ως προς αυτό μπορεί να υπάρχουν πολιτικές ή ίσως και ποινικές ευθύνες για τους πολιτικούς που διαχειρίστηκαν τις τύχες μας, αλλά η νέα κυβέρνηση υπέχει πιο συγκεκριμένη ευθύνη, διότι το ζήτημα αυτό το έχει χρησιμοποιήσει ήδη από την προεκλογική περίοδο, ακόμη και από τις περυσινές ευρωεκλογές. Γι’ αυτό και ιδιαίτερα μας ξενίζει ο τρόπος χειρισμού του όλου θέματος από τον πρωθυπουργό κατά την πρόσφατη συνάντηση Τσίπρα – Μέρκελ στο Βερολίνο.
Δεν πρόκειται για «ηθικό» χρέος της Γερμανίας. Είναι ξεκάθαρο οικονομικό χρέος, εντελώς διαφορετικό από ανθρωπιστικές και υλικές καταστροφές, θετικές και αποθετικές ζημιές οποιασδήποτε μορφής. Δεν πρόκειται για πολεμικές αποζημιώσεις ή επανορθώσεις, όπως κάκιστα η ελληνική πλευρά το έθεσε, για τις οποίες κατά καιρούς οι παλαιότερες γερμανικές κυβερνήσεις έχουν υποχρεωθεί να καταβάλουν διάφορα ποσά, ανεξάρτητα αν η Ελλάδα έχει ικανοποιηθεί, όσο αντίστοιχα ικανοποιήθηκαν ή όχι άλλες χώρες που υπέστησαν παρόμοιες καταστροφές κατά τον πόλεμο.
Η Ελλάδα είχε το θλιβερότατο προνόμιο να είναι ουσιαστικά η μοναδική χώρα της κατεχόμενης Ευρώπης που απομυζήθηκε οικονομικά κατά τέτοιο ολοκληρωτικό τρόπο, γι’ αυτό και βιώσαμε αυτήν την τρομακτική πείνα και εξαθλίωση. Διά της βίας εξαρθρώθηκε σε απόλυτο βαθμό η ελληνική οικονομία, όχι μόνο νομισματικά αλλά και με την καταλήστευση της γεωργοκτηνοτροφικής και λοιπής παραγωγής της, καθώς υποχρεώθηκε να χρηματοδοτήσει τη γερμανική εκστρατεία του Ρόμελ στη Βόρειο Αφρική, και όχι μόνο.
Συνεπώς πρέπει να γνωρίζουμε όλοι μας, ιδιαίτερα όμως η διεθνής κοινή γνώμη, αφού το θέμα αυτό λαμβάνει εσχάτως διεθνή διάσταση, ότι το γερμανικό χρέος δεν αφορά τις πολεμικές ανθρωπιστικές και υλικές βαρβαρότητες, αλλά τη συγκεκριμένη οικονομική καταστροφή της χώρας μας. Και δεν πρόκειται περί ζητήματος αποζημιώσεων ή επανορθώσεων, αλλά περί της ιδιόμορφης υπόστασης μιας μοναδικής στα πολεμικά χρονικά αναγκαστικής «δανειοδότησης».
Η καταλήστευση αυτή (που αναλυτικότερα παρουσιάζεται στο βιβλίο μου «Η ελληνική οικονομία κατά την Κατοχή και η αλήθεια για τα κατοχικά δάνεια», που εκδόθηκε το 2012, αλλά και στο νέο βιβλίο μου «Κατοχικό δάνειο – Όλη η αλήθεια για το γερμανικό χρέος», που κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες) μπορεί να μη συγκινεί τη φράου Μέρκελ και τον χερ Σόιμπλε, αλλά στα δύσβατα χρόνια της Κατοχής οι χιτλερικοί κατακτητές την είχαν δει διαφορετικά! Και ενώ τότε θα μπορούσαν ανεξέλεγκτα να έχουν αρπάξει όσα άρπαξαν, παραβιάζοντας για μια ακόμα φορά τους διεθνείς νόμους, επέδειξαν μια στοιχειώδη ευθύνη και, αναγνωρίζοντας την καταστροφή που προκάλεσαν, αυτοδεσμεύτηκαν ότι πρόκειται περί δανείου που θα το επιστρέψουν κατά το τέλος του πολέμου. Ούτε λίγο ούτε πολύ, οι χιτλερικοί τότε το αντιμετώπισαν ως «χρέος τιμής» που θα το επιστρέψουν στην Ελλάδα μόλις τελειώσει ο πόλεμος. Και όχι μόνον αυτό, αλλά αναγνωρίζοντας το μέγεθος της οικονομικής καταστροφής, θέλησαν -πάλι αυτοβούλως- να θέσουν και τιμαριθμική ρήτρα!
Μετά την έκδοση του βιβλίου μου, το 2012, άρχισε να ακούγεται δημοσίως το θέμα του κατοχικού δανείου. Δυστυχώς, όμως, προβάλλεται συγκεχυμένα ως θέμα συνδεόμενο με πολεμικές αποζημιώσεις και επανορθώσεις και όχι ως αυτοτελής γερμανική οφειλή με διακρατικό δανειακό χαρακτήρα (εξ ου και είναι νομικά απαράγραπτο). Οι ίδιοι πολιτικοί, που μας οδήγησαν στη χρεοκοπία και στο Μνημόνιο, υποχρεώθηκαν στη συνέχεια να συστήσουν επιτροπές, προφανώς για το θεαθήναι. Όσοι γνωρίζουν σωστά το θέμα συχνά με πικρία παρατηρούν αυτές τις αντιδράσεις που στόχο έχουν να αποκοιμίσουν την ελληνική κοινή γνώμη υποτονίζοντας την πραγματική διάστασή του.
Υπάρχει εσχάτως για το κατοχικό δάνειο μια γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους που, περιέργως, παραμένει κρατικό «απόρρητο». Λειτούργησε μια κοινοβουλευτική επιτροπή την περασμένη περίοδο που δεν είναι σαφές αν θέλησε να ερευνήσει το θέμα ή να το συγκαλύψει (αναμένουμε καλόπιστα να δούμε πού θα καταλήξει η νέα κοινοβουλευτική επιτροπή που ανακοινώθηκε). Συνεστήθη επίσης μια επιτροπή στο Γενικό Λογιστήριο που κατέληξε σε ένα ογκώδες πόρισμα (το οποίο διέρρευσε στη δημοσιότητα) και φιλοδόξησε να ορίσει το μέγεθος του κατοχικού δανείου, αγνοώντας όμως την τιμαριθμική ρήτρα που είχαν αποδεχθεί οι ίδιοι οι κατακτητές. Μεγαλύτερη υπηρεσία δεν θα μπορούσε να προσφερθεί στη σημερινή γερμανική κυβέρνηση!
Διότι το χρέος είναι απολύτως υπαρκτό και διεκδικήσιμο και δεν είναι μόνο 10 δισ. ευρώ σήμερα, όπως αφελώς (αν μη τι άλλο) πιστεύει το πόρισμα του Γενικού Λογιστηρίου. Με μέτριους υπολογισμούς, κάθε άλλο παρά αυθαίρετους, υπερβαίνει τα 500 δισ. ευρώ, αν λάβουμε υπόψη ότι το κεφάλαιο κατά τη λήξη του πολέμου ανερχόταν σε 100 δισ.
Και κάτι τελευταίο, που θα έπρεπε να κατανοήσουν όσοι ασχολούνται με το θέμα του κατοχικού δανείου, ιδίως ο έλληνας πρωθυπουργός, που προφανώς είναι αδιάβαστος παρά τις επί του προκειμένου ρητορείες του. Δεν πρόκειται περί «ηθικού» χρέους της Γερμανίας, αλλά περί πραγματικού – και μάλιστα νομικά θωρακισμένου. Η αξία του κινδυνεύει όχι από οποιαδήποτε παραγραφή, αλλά μόνον από το ενδεχόμενο μια ελληνική κυβέρνηση να το διαγράψει εθελοντικά, προκειμένου να φανεί αρεστή στην κακόπιστη οφειλέτιδα…