Ρε Βαγγέλη, πλάκα κάναμε!
Μη μου πει κανείς «μα και τότε που ήσουν εσύ παιδί, οι ίδιες πλάκες γινόντουσαν – και θα γίνονται πάντοτε!» Διαφωνώ κατηγορηματικά! Πρώτα – πρώτα, την εποχή της νιότης μου, κανένας νεαρός δεν έλεγε «μαμά, εγώ δεν πάω ούτε μία ώρα στον Στρατό, σιχαίνομαι τη βία των…. καψονιών και των όπλων», όπως λένε σήμερα στους γονείς τους πάμπολλοι άρρενες γόνοι σύγχρονων ζευγαριών. Όμως, ενώ «σιχαίνονται» την άσκηση στην (οργανωμένη) πειθαρχία, όταν είναι να μπούνε σε γήπεδο για να κάνουν bullying «οργανωμένοι» και «συνεταιρισμένοι», γίνεται το έλα να δεις! Καθίστανται ικανοί να βγούνε από εκεί γδαρμένοι μέχρι σακάτηδες. Σιχαίνονται την (οργανωμένη) βία, αλλά όταν είναι να δώσουν ραντεβού σε απομονωμένο αγρό ή σε απομονωμένο προάστιο για… ξύλο μετά σουγιάδων, θεωρούν περίπου… «ανανδρία» να πούνε στους «φίλους», καθαρά και ξάστερα, «τραβάτε όπου θέλετε, εγώ δεν έρχομαι» Σιχαίνονται τη βία, αλλά κάθονται με τις ώρες μπροστά σε οθόνες τρελών παιγνίων αλληλοεκβιαζόμενοι, αλληλοϋβριζόμενοι ή παίζοντας με τα κουμπιά και τις ώρες τερατοπολέμους και «πολέμους των άστρων». Αφήνω ότι σε όλα αυτά συμμετέχουν σήμερα -εκθύμως- και οι καλούμενες προς συμπαράσταση… γκομενίτσες τους! Λέτε να συνιστούν όλα αυτά απλές «πλάκες» και μόνο;
Αλλά δεν είναι μόνο η βία των «πολεμικών παιγνίων», ψεύτικων ή αληθινών… Προχθές περνούσα έξω από το κεντρικό κτίριο του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Στα σκαλάκια της εισόδου καθόταν ήσυχο ένα φοιτητικό ζευγαράκι. Καθώς στη μόλις από ημερών φρεσκοβαμμένη πρόσοψη είδα με απελπισία ένα καινούργιο -πολύ πεισματάρικο- «γκράφιτι», που είχε απλωθεί σχεδόν καθ’ όλο το μήκος, «εί-μα-στε ό-λοι μας τρο-μο-κρά-τες!», μ’ έπιασε δέος! «Παιδιά», είπα σοβαρά, «μπορώ να ρωτήσω κάτι;» Ευγενέστατα εκείνα, ανταποκρίθηκαν αμέσως. «Να ένα νέο γκράφιτι», είπα, «που μάλλον υποβάλλει σε… bullying τον φρεσκοβαμμένο τοίχο, μέχρι και τη νευρική ηρεμία των περαστικών». Τα παιδιά γέλασαν: «Ε, μη δίνετε τόση σημασία», με καθησύχασαν. «Ναι, καμάρια μου», είπα, «μα, επιτέλους, ποιοι είναι αυτοί οι… «όλοι» που, αναντάμ-παπαντάμ, είναι… τρομοκράτες; Εσείς, να πούμε;». Μου ξαναχαμογέλασαν, ομολογώ πολύ φιλικά. «Εμ, τότε, καμάρια μου, να ένα παιχνίδι, που μάλλον συνιστά bullying του δρόμου με απλές λέξεις!» πρόσθεσα. Δεν έδειξαν να θορυβήθηκαν από την παρατήρησή μου. Αλλά ομολογώ ότι με κοίταξαν σοβαρά χωρίς να αρθρώσουν άλλη λέξη….
Κι επειδή αναφέρομαι σε «bullying με λέξεις», θα θυμίσω στον αναγνώστη μόνο και μόνο τους καλλιεπείς διαλόγους εμπνευσμένων συγγραφέων σε σύγχρονα ελληνικά τηλεοπτικά σήριαλ… Η κόρη προσφωνεί τη μαμά «μωρή χαζή», ο γιός απευθύνεται στον πατέρα με εκφράσεις του τύπου «δεν μας χ…, ρε Γιώργη!», η κόρη στον πατέρα με άλλες του τύπου «άντε χάσου, ρε»! Ακουγόντουσαν, άραγε, τέτοια όταν εγώ ήμουν παιδί; Θα με πείτε «συντηρητικό», αλλά εγώ θα σας απαντήσω: Φιλούσα το χέρι του πατέρα μου κάθε φορά στη γιορτή του, ακόμα και ως φοιτητής, πήγαινα λουλούδια στη μάνα μου κάθε φορά όχι μόνο στη δική της γιορτή, αλλά και στην «ημέρα της Μητέρας»! Δεν είναι, άραγε, λεκτικά bullying συγγραφέων και «ηθοποιών» οι παραπάνω τηλεοπτικοί διάλογοι, που σκοπό έχουν να εντυπώνονται ηθικοπλαστικώς σε παιδικούς εγκεφάλους; Θα τερματίσω με ένα τελευταίο, αυθεντικό επίσης, επεισόδιο λεκτικού bullying: Ήμουν σε αποβάθρα του Μετρό στον κόμβο του Συντάγματος. Το πλήθος των αναμενόντων επιβατών μέγα και πολύβουο. Ξάφνου, νεαρός που ανέμενε το τρένο στη μια άκρη της αποβάθρας, εντόπισε στην είσοδο της άλλης άκρης κάποιον ομοϊδεάτη φίλο του. Και εξέβαλε θριαμβευτική κραυγή: «Ρε π…τη γαύρε, που γυρίζεις μαλ…σμένο και δεν σε βρίσκω;» Όλα τα κεφάλια, φυσικά, γύρισαν προς εντοπισμό του «μαλ…σμένου π…τη»! Με τις υγείες μας!