Πόλεμος Ιρανών – Σαουδαράβων;

Παρότι οι Σαουδάραβες είχαν ενημερώσει αρκετά πριν τους Αμερικανούς ότι ετοιμάζονταν για αεροπορικές επιχειρήσεις, η επέμβαση της Πέμπτης εξέπληξε ακόμη και την Ουάσινγκτον. Καταλύτης για την απόφαση του Ριάντ ήταν η προέλαση των στασιαστών στο Άντεν. Τα στενά του Άντεν, στη νότια είσοδο της Ερυθράς θάλασσας, ελέγχουν τη θαλάσσια οδό Ευρώπης – Ασίας καθώς και τη μεταφορά σαουδαραβικού πετρελαίου προς την Ασία που φτάνει τα 4.000.000 βαρέλια την ημέρα.

Οι Σαουδάραβες κατάφεραν άμεσα να δημιουργήσουν έναν διεθνή αραβικό στρατιωτικό συνασπισμό στον οποίο συμμετέχουν τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Κουβέιτ, το Μπαχρέιν, το Κατάρ, η Ιορδανία, το Μαρόκο, το Σουδάν και η Αίγυπτος. Στρατό εδάφους είναι έτοιμες να διαθέσουν η Σαουδική Αραβία και η Αίγυπτος (όπως και ναυτικές δυνάμεις που βρίσκονται ήδη στα στενά του Άντεν), ενώ οι υπόλοιπες χώρες συμμετέχουν με αεροπορικές δυνάμεις και μόνο. Οι ΗΠΑ θα περιοριστούν σε υποστήριξη επιμελητείας, υλικοτεχνικό εφοδιασμό και ανταλλαγή πληροφοριών. Παρόλη την εντυπωσιακή συμμετοχή αμερικανοί επιτελείς εκτιμούν ότι ο συνασπισμός αυτός οικοδομήθηκε με τέτοια βιασύνη που αμφισβητούν την αποτελεσματικότητά του.

Η κατάρρευση της Υεμένης

Η Υεμένη δημιουργήθηκε ως κοινό κράτος το 1990. Ως τότε υπήρχαν τα κράτη της Βόρειας και της Νότιας Υεμένης. Τα δύο κομμάτια δεν είχαν ποτέ κοινή πορεία στο παρελθόν καθώς ιστορικά ανήκαν πάντα σε διαφορετικές κρατικές, εθνικές και θρησκευτικές οντότητες. Στον Βορρά την πλειοψηφία έχουν οι σιίτες (που συνολικά αποτελούν το 35% του πληθυσμού της Υεμένης), ενώ στον Νότο οι σουνίτες.

Το 1994 η Νότια Υεμένη θέλησε να αποχωρήσει από το κοινό κράτος και υπήρξε εμφύλια σύρραξη την οποία κέρδισαν οι δυνάμεις της Βόρειας Υεμένης. Το 2004 έγινε η πρώτη εξέγερση των σιιτών Χούθι στον Βορρά που διαμαρτύρονταν για την άνιση κατανομή των πόρων και την κοινωνική και οικονομική περιθωριοποίηση του πληθυσμού και των περιοχών τους. Συγκρούστηκαν με τον από το 1978 ηγέτη της Βόρειας (τότε) Υεμένης και από το 1990 επικεφαλής του κοινού κράτους πρόεδρο Σάλεχ και έχασαν. Το 2011, στο πλαίσιο της Αραβικής Άνοιξης, υπήρξε γενικευμένη εξέγερση κατά του Σάλεχ στην οποία συμμετείχαν και οι Χούθι. Οι ταραχές έληξαν με την αποπομπή του Σάλεχ και την ανάδειξη στην ηγεσία του προέδρου Χάντι με τη στήριξη της Σαουδικής Αραβίας και των ΗΠΑ.

Το 2013 οι Χούθι ξεσηκώθηκαν ξανά και συμμάχησαν με δυνάμεις του Στρατού πιστές στον προηγούμενο πρόεδρο και πρώην αντίπαλό τους Σάλεχ. Ύστερα από δύο χρόνια κατέλαβαν τον Σεπτέμβριο την πρωτεύουσα Σαναά και έχουν το μεγαλύτερο κομμάτι της χώρας στα χέρια τους ενώ ελέγχουν και τη συντριπτική πλειοψηφία των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας. Πριν τη διεθνή αεροπορική επέμβαση είχαν μπει πλέον και στην πόλη του Άντεν όπου όμως συνεχίζονταν οι οδομαχίες ανάμεσα στους στασιαστές και στους υποστηρικτές του προέδρου Χάντι.

Όσοι γνωρίζουν λένε ότι στην Υεμένη ο αριθμός των όπλων που κυκλοφορούν ελεύθερα υπερβαίνει κατά πολύ αυτόν του πληθυσμού της. Η χώρα είναι ένα μωσαϊκό ομάδων και φυλών με διαφορετική ιστορική, πολιτισμική και πολιτική διαδρομή χωρίς ουσιαστική συνοχή, με μεγάλες περιοχές να μένουν εκτός του ελέγχου των κρατικών αρχών. Από την ανακήρυξη του κοινού κράτους βρίσκεται σε συνεχή αναταραχή. Σ’ αυτή την αστάθεια βρήκε γόνιμο έδαφος η Αλ Κάιντα που δημιούργησε εκεί το ισχυρότερό της παρακλάδι, υπεύθυνο για μερικές από της σημαντικότερες διεθνείς επιχειρήσεις της οργάνωσης.

Αποφασισμένη για δυναμική αντιπαράθεση η νέα ηγεσία του Ριάντ

Η νέα σαουδαραβική ηγεσία εκτιμά ότι το Ιράν έχει πλέον επικίνδυνα ισχυροποιηθεί. Η ένταξη του Ιράκ, το οποίο επί Σαντάμ ήταν κεντρικό μέλος του σουνιτικού μπλοκ, στην ιρανική σφαίρα επιρροής θεωρείται κρίσιμη γεωστρατηγική απώλεια ενώ μια μελλοντική συμφωνία με τη Δύση για το πυρηνικό πρόγραμμα εκτιμάται ότι θα ενισχύσει δραματικά την Τεχεράνη.

Η 30ετής σύγκρουση Ριάντ – Τεχεράνης για την κυριαρχία στον αραβικό κόσμο έχει πυροδοτήσει συγκρούσεις σε όλη τη Μέση Ανατολή, από τον Λίβανο και, πιο πρόσφατα, τη Συρία, ως το Ιράκ, το Μπαχρέιν και την Υεμένη. Η απόσυρση των Αμερικανών από τη Μέση Ανατολή αφήνει ακόμη μεγαλύτερο χώρο στις δύο περιφερειακές δυνάμεις και τους συμμάχους τους να ανεβάσουν τη μεταξύ τους σύγκρουση σε νέα επίπεδα.

Η νέα ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας από την πρώτη στιγμή εργάζεται πυρετωδώς για την επίλυση των διαφορών και των συγκρούσεων που δημιουργήθηκαν τα τελευταία χρόνια στο σουνιτικό στρατόπεδο (τη μεγάλη διαμάχη ανάμεσα στον άξονα Τουρκία – Κατάρ και τους Σαουδάραβες και τις χώρες του Κόλπου, αλλά και μικρότερες, όπως αυτή ανάμεσα στην Τουρκία και την Αίγυπτο). Κυρίαρχος στόχος τους είναι ο συντονισμός των σουνιτικών στρατιωτικών δυνάμεων (από το Μαρόκο ως το Πακιστάν) με τη δημιουργία κοινών στρατιωτικών σωμάτων για την αντιμετώπιση, επισήμως, του Ισλαμικού Κράτους και των τζιχαντιστών, ανεπισήμως και του Ιράν και των συμμάχων του.

Παρότι για κάποιους είναι θετική εξέλιξη να αναλάβουν οι χώρες της περιοχής τον σχεδιασμό και τα κόστη που απαιτούνται για την ασφάλειά τους, αν λάβουμε υπόψη μας τον τρόπο με τον οποίο Σαουδική Αραβία, Κατάρ και Τουρκία συνέβαλαν καταλυτικά στη βύθιση της Συρίας και της Λιβύης στο χάος, η νέα αυτή προοπτική μάλλον δημιουργεί νέους κινδύνους παρά λύνει προβλήματα.

Πόλεμος ή συμβιβασμός και λύση;

Πέραν του ελέγχου των στενών του Άντεν, η Σαουδική Αραβία μοιράζεται με την Υεμένη ένα διάτρητο ορεινό σύνορο μήκους 1.800 χιλιομέτρων. Ταυτόχρονα το 15% του σαουδαραβικού πληθυσμού αποτελεί σιιτική μειονότητα, επηρεάσιμη από το Ιράν, που κατοικεί στις ανατολικές περιοχές της χώρας όπου βρίσκεται και σημαντικό κομμάτι της πετρελαϊκής παραγωγής. Το Ριάντ, επομένως, απολύτως ορθολογικά τραβά την κόκκινη γραμμή του και αντιμάχεται την επικράτηση σιιτικών δυνάμεων στην Υεμένη.

Για το Ιράν κόκκινη γραμμή είναι η Συρία και το Ιράκ. Η αποτελεσματική ιρανική επιρροή στις χώρες αυτές εκτιμάται ως κεντρικός πυλώνας της πολιτικής ασφαλείας της Τεχεράνης. Οι Σαουδάραβες έχουν κάνει τεράστια προσπάθεια να ρίξουν τον Άσαντ και να ελέγξουν τη Συρία και δεν πρόκειται να μείνουν απέξω και στο Ιράκ. Για τους Ιρανούς λοιπόν η αύξηση της ισχύος των σιιτών στην Υεμένη αποτελεί ένα εξαιρετικό διαπραγματευτικό χαρτί.

Η λογική λέει ότι ύστερα από έναν γύρο αεροπορικών βομβαρδισμών, που θα κοστίσουν εκατοντάδες ζωές και θα περιορίσουν την ισχύ των Χούθι, οι αντιμαχόμενες πλευρές στην Υεμένη θα έρθουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Εκεί η ελπίδα είναι να καταλήξουν σε συμφωνία που θα μοιράσει την εξουσία στη χώρα και θα φέρει μια σχετική ηρεμία. Όμως όταν ξεκινά μια ένοπλη σύγκρουση, με τα πνεύματα σε όλη τη Μέση Ανατολή τόσο οξυμένα, κανείς δεν μπορεί να μιλά με βεβαιότητες. Και μια σύγκρουση, που κανένα θρησκευτικό χαρακτήρα αρχικά δεν είχε, και αφορούσε τον διαμοιρασμό πόρων και εξουσίας στη φτωχότερη χώρα της Μέσης Ανατολής, μπορεί να είναι η αρχή για μια ευρύτερη, ανοικτή και ένοπλη σύγκρουση των δύο μεγάλων στρατοπέδων του αραβικού κόσμου.


Σχολιάστε εδώ