Ουκρανία και ελληνορωσικές σχέσεις

Έχει προτεραιότητα τώρα η γεωπολιτική παράμετρος, με δεδομένη την ένταση στην Ανατολική Ευρώπη, με αφορμή και αφετηρία την Ουκρανία. Η τελευταία δεν έχει περιορισμένο και συγκυριακό χαρακτήρα. Εντάσσεται στην αναβίωση ενός στρατηγικού γεωπολιτικού ανταγωνισμού ΗΠΑ – Ρωσίας. Στον ανταγωνισμό αυτό η Ευρωπαϊκή Ένωση παρασύρεται ως υποτακτικός σύμμαχος, με πρόσχημα την υποτιθέμενη δική της Ευρωπαϊκή ασφάλεια.

Οι σημερινές Ευρωπαϊκές ηγεσίες έχουν πολύ μεγάλες ευθύνες για την αποτυχία τους να διαμορφώσουν και να αναδείξουν την Ευρωπαϊκή Ένωση σε έναν σχετικά αυτόνομο πόλο, που να προσδιορίζεται από τα διακριτά δικά της συμφέροντα και να προβάλλει προς τα έξω μια δική της αυτόνομη ταυτότητα, πολιτική και στρατηγική.

Η αποτυχία αυτή έχει πολλούς λόγους. Ένας από αυτούς είναι η έλλειψη εσωτερικής ενότητας στόχου, που χαρακτηρίζει τις τρεις κύριες δυνάμεις της, τη Γερμανία, τη Γαλλία και τη Μ. Βρετανία. Η τελευταία είχε δεδηλωμένη θέση εξαρχής ότι είναι ενάντια στην εξέλιξη της Ευρώπης σε πολιτική Ένωση.

Η Γερμανία πέτυχε την επανένωσή της με ισχυρή Αμερικανική υποστήριξη. Μ. Βρετανία και Γαλλία αντιμετώπισαν με μεγάλη επιφύλαξη και αμηχανία την προοπτική της Γερμανικής επανενώσεως, η οποία κατέστη ουσιαστικά αναπόφευκτη μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενώσεως. Ο Γάλλος Πρόεδρος, ειδικότερα, προσπάθησε να συνδέσει την επανένωση με επιτάχυνση της Ευρωπαϊκής ολοκληρώσεως. Μέρος της προσπάθειας αυτής ήταν και η εισαγωγή του ευρώ ως ενιαίου και όχι ως κοινού νομίσματος, όπως ήταν ο σχεδιασμός αρχικά. Ο Φρανσουά Μιτεράν πίστευε ότι η εισαγωγή ενιαίου, αντί κοινού, νομίσματος θα αφαιρούσε από τη Γερμανία το πλεονέκτημα του πολύ ισχυρού μάρκου, εφόσον η πολιτική διαχείριση του ενιαίου Ευρωπαϊκού νομίσματος θα ήταν Ευρωπαϊκή.

Η συλλογιστική όμως αυτή απέτυχε για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, από το γεγονός ότι οι όροι που τελικά συμφωνήθηκαν για τη δημιουργία και τη λειτουργία του ευρώ έδωσαν το πλεονέκτημα στο οικονομικά ισχυρότερο μέρος, με δεδομένο το «ανεξάρτητο» καθεστώς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Δεύτερον, από το γεγονός ότι η πολιτική ενοποίηση έμεινε μετέωρη. Τι συμβαίνει, όμως, όταν η πολιτική ενοποίηση δεν συντελείται και μένει μετέωρη επ’ αόριστον;

Το ερώτημα αυτό συνάπτεται με έναν άλλο πολύ σημαντικό λόγο, που εξηγεί, σε μεγάλο μέτρο, τη σημερινή κατάσταση στην Ευρώπη. Είναι ο συνδυασμός της δημιουργίας του ενιαίου νομίσματος με την επιβολή στην Ευρώπη, ως οιονεί καθεστωτικής πολιτικής, εγγεγραμμένης στις ίδιες τις Ευρωπαϊκές Συνθήκες, της ακραίας νεοφιλελεύθερης πολιτικής της παγκοσμιοποίησης.

Με την επιβολή της πολιτικής αυτής ουσιαστικά παραμερίστηκε η αρχικά κυρίαρχη ιδέα μιας Ευρώπης των εθνών και των εθνικών κρατών, που είχε ενσαρκωθεί εμβληματικά από τον Στρατηγό Ντε Γκωλ. Αντικαταστάθηκε από την ιδέα μιας παγκοσμιοποιημένης μεταεθνικής Ευρώπης, που θα έχει ως κυρίαρχο στοιχείο και κοινό παρονομαστή τις παγκοσμιοποιημένες αγορές.

Η Ευρώπη αυτή εναρμονίζεται πλήρως με την κυριαρχία στην Αμερικανική μητρόπολη ενός ακραίου χρηματιστικού καπιταλισμού, που υπολαμβάνει ως αναγκαία συνθήκη την παγκοσμιοποίηση και υπαγορεύει την προώθησή της ως επιτακτικό ηγεμονικό στόχο της Αμερικανικής γεωπολιτικής.

Δεν πρέπει να διαφεύγει κανενός ότι ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός με τη Ρωσία, με αφορμή αλλά και άμεσα επιδιωκόμενο έπαθλο την Ουκρανία, έχει ως στρατηγικό όραμα την ανατροπή καθεστώτος μέσα στην ίδια τη Ρωσία, με αναφορά το προηγούμενο της περιόδου Γιέλτσιν. Η επιστράτευση της Ευρώπης σ’ έναν τέτοιο τυχοδιωκτικό στόχο, που εγκυμονεί πραγματικό κίνδυνο νέου πολέμου στην Ευρώπη, αποτελεί όνειδος για την Ευρώπη και τις ηγεσίες της.

Η επαναφορά στην ημερήσια διάταξη του Ρωσικού κινδύνου καθιστά επιτακτική την πλήρη επαναφορά της λογικής του ΝΑΤΟ και της Αμερικανικής προστασίας και την επικράτηση του Ατλαντισμού και του ΝΑΤΟ εναντίον κάθε ιδέας για Ευρωπαϊκή ασφάλεια, άμυνα και ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική.

Στο πλαίσιο αυτό ανανεώνεται και ενισχύεται το πνεύμα που κυριάρχησε στη δημιουργία του ευρώ. Προεβλήθη δηλαδή το ευρώ ως καταλύτης που θα επιτάχυνε την πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης! Στην πραγματικότητα, όμως, με την ταύτιση της Ευρώπης με την παγκοσμιοποίηση, υπονομεύθηκε κάθε προοπτική για πραγματική πολιτική ενοποίηση. Αντιθέτως, κάτω από τις συνθήκες αυτές, το ευρώ συνέβαλε προς μια αντίθετη κατεύθυνση, ενισχύοντας την ενότητα μόνο των αγορών και προωθώντας την ιδέα μιας μεταεθνικής Ευρώπης.

Παρατηρείται έτσι το παράδοξο να έχει γίνει υφαρπαγή, σε πρώτη φάση, της ιδέας της Ενωμένης Ευρώπης για να επιβληθεί στην Ευρώπη η παγκοσμιοποίηση, ο ακραίος νεοφιλελευθερισμός και η ιδέα μιας μεταεθνικής Ευρώπης. Αναπτύσσεται και αξιοποιείται σήμερα ο Ρωσικός κίνδυνος για να συνεχιστεί και να επιταχυνθεί η ίδια πολιτική, που προβάλλει μια ψευδή ιδέα πολιτικής ενοποιήσεως, ενώ αποβλέπει, στην πραγματικότητα, στην περαιτέρω προώθηση μιας παγκοσμιοποιημένης Ευρώπης των αγορών και όχι των λαών. Μια Ευρώπη που θα εξελιχθεί, μέσα από τη συζητούμενη τελωνειακή ένωση με τις ΗΠΑ και τον γεωπολιτικό έλεγχο από τις τελευταίες, σε Ευρω-Ατλαντική Ένωση από Ευρωπαϊκή Ένωση! Στο πνεύμα αυτό προωθείται η ενεργειακή και αμυντική Ένωση της Ευρώπης, ενώ είναι κραυγαλέα σήμερα τα προβλήματα από το ευρώ και το έλλειμμα πραγματικής πολιτικής Ενώσεως.

Η Ελλάδα έχει τρεις βασικούς λόγους, για τους οποίους δεν πρέπει να συνηγορεί σε τέτοιες πολιτικές:

• Ο πρώτος είναι το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει κάθε συμφέρον να υποστηρίζει μια Ευρώπη των εθνών και της πραγματικής πολιτικής Ενώσεως, πάνω στη βάση της ισοτιμίας και της κυριαρχίας των λαών.

• Ο δεύτερος συνδέεται με την ανάγκη η Ευρώπη να εξελιχθεί σε αυτόνομο πόλο, μέσα σ’ έναν πολυπολικό κόσμο και, στο πλαίσιο αυτό, να αναχαιτίζει τις ακραίες, επιθετικές πολιτικές των ΗΠΑ, περιλαμβανομένης της πολιτικής έναντι της Ρωσίας.

• Ο τρίτος έχει σχέση με τα ιδιαίτερα συμφέροντα της Ελλάδος, κατά πρώτο λόγο στρατηγικά, λόγω της Τουρκικής απειλής, και κατά δεύτερο λόγο οικονομικά, λόγω του μεγέθους της Ρωσικής αγοράς αλλά και των ιστορικών φιλικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών.


Σχολιάστε εδώ