Διά χειρός…

…του συγγραφέα Δημήτρη Νόλλα, που πρόσφατα τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2014 για το βιβλίο του «Το ταξίδι στην Ελλάδα», από τη συνέντευξή του στο «Βήμα» στον Γρηγόρη Μπέκο:

Δεν υπάρχει ο ένας χωρίς τον άλλον…

«Δοξάζω τον Θεό που από μικρό με διαπαιδαγώγησαν, και το χρωστώ αυτό στους γονείς μου, πως η ζωή δεν είναι μια ομαλή ευθεία ούτε και δεδομένη. Έχει γυρίσματα, κι έτσι εκεί που είσαι εσύ, αύριο μπορεί να βρίσκομαι εγώ. Και μόνον αυτή η σκέψη κάνει τους ανθρώπους αλληλέγγυους. Δεν υπάρχει ο ένας χωρίς τον άλλον. Ο ένας μόνος του, αυτάρκης και ασφαλής, είναι μια αυταπάτη, είναι ένας νεκρός που δεν το ξέρει. Όμως ας μην υποδυόμαστε ρόλους κάθε τόσο και κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε. Όπως είπαμε πιο πάνω, εδώ, σήμερα, δίπλα μας, οδηγήσαμε ένα παιδί στον θάνατο επειδή δεν ήθελε να μας μοιάσει, τους δυστυχισμένους που ξεβράζει η θάλασσα θα λυπηθούμε; Ή μήπως νομίζετε πως κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που λέει η προηγούμενη πρόταση έγινε στα χωράφια της Μανωλάδας; Όσο δεν αναγνωρίζουμε το ανθρώπινο πρόσωπο στον άλλον, τον υποβιβάζουμε σε πράγμα. Γι’ αυτό και χρειάζεται να είμαστε πολύ επιφυλακτικοί με όσους βγάζουν πύρινους λόγους κατά της παρουσίας των ξένων στον τόπο μας, επειδή αυτό που θέλουν είναι να τους έχουν δούλους, μαντρωμένους σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας».

***

…του κουβανού συγγραφέα Λεονάρδο Παδούρα, από τη συνέντευξή του στην «Καθημερινή» στη Χριστίνα Σανούδου, με αφορμή την κυκλοφορία στην Ελλάδα του νέου βιβλίου του «Οι Αιρετικοί» από τις Εκδόσεις Καστανιώτη:

Η δική σου ελευθερία να μην περιορίζει την ελευθερία των άλλων

«”Πριν από δέκα – δεκαπέντε χρόνια άρχισα να γράφω ένα βιβλίο με πρωταγωνιστή έναν Πολωνοεβραίο. Το βιβλίο αργούσε να ωριμάσει στο μυαλό μου…”.

“Θεωρώ ότι οποιαδήποτε προσωπική απόφαση είναι σεβαστή. Μέχρι ένα όριο: όταν αυτή η απόφαση αρχίζει να βλάπτει άλλους ανθρώπους. Αν είναι η δική σου ελευθερία και δεν περιορίζει την ελευθερία των άλλων, τότε μπορεί να επεκταθεί σε άπειρο βαθμό. Γι’ αυτό οι χαρακτήρες του βιβλίου επιλέγουν μία ελευθερία που αφορά μόνο τον εαυτό τους”, διευκρινίζει ο συγγραφέας. ”Πιστεύω ότι το μυθιστόρημα τελικά μιλάει για το δικαίωμα του ανθρώπου να κάνει ό,τι θέλει με τη ζωή του και, ακόμα περισσότερο, όταν είναι διατεθειμένος να πληρώσει το τίμημα αυτής της απόφασης”.

”Έχω στο μυαλό μου πάντοτε ότι ο άνθρωπος δεν είναι μία μονάδα απομονωμένη. Ζει μέσα σε μία κοινωνία και αυτή η κοινωνία έχει μία συγκεκριμένη θέση στην ιστορία. Για παράδειγμα, δεν μπορείς να επιλέξεις να ανήκεις στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, γιατί η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία δεν υπάρχει πια. Αλλά μπορείς να αποφασίσεις αν θα είσαι μέλος του ΣΥΡΙΖΑ, γιατί εξακολουθεί να υπάρχει. Ωστόσο την απόφασή σου να ενταχθείς στον ΣΥΡΙΖΑ ή κάποιο άλλο κόμμα δεν πρέπει κανένας να σου την περιορίσει. Εκτός και αν θελήσεις να ανήκεις σε ένα φασιστικό κόμμα, το οποίο επιλέγει να βλάπτει τους άλλους ανθρώπους. Αυτό είναι το μόνο όριο”».

***

…του ποιητή, δημοσιογράφου και εκδότη Ντίνου Σιώτη, από τη συνέντευξή του στα «Νέα» στον Μανώλη Πιμπλή:

Μπόντιγκαρντ του Ανδρέα

«Για μια δεκαετία περίπου δούλευα ως δημοσιογράφος σε περιοδικά, εφημερίδες και στο ραδιόφωνο», λέει ο Ντίνος Σιώτης. «Ήμουν χίπης με μακριά μαλλιά και ταγάρι. Το 1978 ο Νάνος Βαλαωρίτης με έστειλε στον Λέοντα Καραπαναγιώτη, διευθυντή του ”Βήματος” τότε, και ξεκίνησα μια συνεργασία με ”Το Βήμα” που κράτησε τριάντα χρόνια. Το πρώτο μου κείμενο ήταν για τον Γκίνσμπεργκ. Στην Αμερική ασχολήθηκα με όλα τα ρεπορτάζ εκτός από αθλητικό και οικονομικό. Και επί χούντας ήμουν οργανωμένος στο ΠΑΚ. Μια φορά έγινα και άτυπος σωματοφύλακας του Ανδρέα Παπανδρέου. Ο Ανδρέας ζούσε στο Τορόντο και ερχόταν κάθε χρόνο στο Σαν Φρανσίσκο κάνοντας περιοδεία, κατά την οποία εκφωνούσε ομιλίες και μάζευε χρήματα για το ΠΑΚ. Στην Αμερική δεν επιτρέπονται παραρτήματα ξένων πολιτικών οργανώσεων, οπότε υπήρχαν οι Φίλοι του ΠΑΚ. Μια χρονιά λοιπόν μου ανατέθηκε να είμαι δίπλα του όπου πήγαινε. Μου έδωσαν και όπλο χωρίς σφαίρες. Λέω, ”εγώ σωματοφύλακας; Εγώ περίστροφο;”. ”Είναι άδειο” μου λένε. ”Μα δεν έχω άδεια οπλοφορίας”. ”Μη φοβάσαι” μου λένε». «Ήταν το 1997 και υπηρετούσα στη Βοστώνη. Βλέπω μια πρόσκληση πάνω στο γραφείο του προξένου. Ήταν του Τζον Κένεθ Γκαλμπρέιθ. Τον τιμούσε για τα ογδόντα του χρόνια ένας βοστωνέζικος οργανισμός που προβάλλει τις μεγάλες προσωπικότητες της πόλης. Πήγα. Ήταν περίπου 800 άτομα, δεν ήξερα κανέναν. Πήρα ένα ποτήρι κρασί και κυκλοφορούσα. Τον βλέπω που κάθεται σε ένα τραπέζι με τη γυναίκα του και υπήρχε και μια άδεια καρέκλα δίπλα. Μου κάνει νόημα δείχνοντάς μου την καρέκλα. Δεν πίστεψα ότι απευθύνεται σε μένα και συνέχισα τη βόλτα. Επιστρέφοντας, ξαναπερνάω μπροστά του. Μου ξαναδείχνει αυστηρά την καρέκλα. ”Σε μένα απευθύνεστε;” του λέω. ”Όταν βλέπεις μια άδεια καρέκλα να την παίρνεις” μου λέει. ”Από πού είσαι;”. ”Έλληνας”. ”Το ήξερα!”. Και άρχισε να μου μιλάει με τις ώρες, μεταξύ άλλων, και για το πώς έβγαλε τον Ανδρέα από τη φυλακή. Τότε μόλις είχα φτάσει στη Βοστώνη».


Σχολιάστε εδώ