Πρόσκληση σε δείπνο
Προ ημερών, με την ευκαιρία σύντομης επίσκεψης στην Αθήνα τού από τετραετίας «εν υπερορία διαβιούντος», συναντήθηκαν σε ολομέλεια σε γνωστό κουτούκι του Βουρλοπόταμου όπου και ανταλλάξανε τις απαισιόδοξες σκέψεις τους για το μέλλον. Για λόγους ιστορικής ακρίβειας οφείλω να προσθέσω ότι ο πλέον πραγματιστής της τριάδας που νταραβερίζεται συνεχώς με αρχαίους, αντέταξε: «Θαρσείν χρη’ τάχ αύριον έσσετ’ άμεινον». Και αφού συνεννοήθηκαν μεταξύ τους, διχοτόμησε το μπιφτέκι του, που άχνιζε στο πιάτο.
Καθώς η συζήτηση κυμαινόταν ανάμεσα σε αναμνήσεις από την παλιά αγαπημένη μας Αθήνα και στην ανατριχίλα που νιώθουμε από την κατάντια της σημερινής, μιας πόλης που μισεί, θαρρείς, τον εαυτό της, ήρθε και έπεσε στο τραπέζι η είδηση πως στην καρδιά της πρωτεύουσας λειτουργεί μονάχα ένα εστιατόριο, αφού το άλλο, το διάσημο και ιστορικό, έκλεισε πριν από λίγες ημέρες.
Μη έχοντας άλλα πολλά να πούνε, οι φίλοι αποχαιρετίστηκαν μ’ ένα αμφίβολο «εις το επανιδείν», μα στο ξενοδοχείο όπου κατέλυσε ο… ξενιτεμένος, άρχισε να τον τριβελίζει ο απόηχος της κουβέντας τους για την Αθήνα που αργοπεθαίνει, ματώνοντάς του την καρδιά.… «Ένα εστιατόριο μονάχα απέμεινε στην Αθήνα…», αντηχεί στ’ αυτιά του η απίστευτή αυτή φράση. «Ένα, μονάχα ένα»! Εκεί που άλλοτε, μεταξύ Συντάγματος και Ομόνοιας, υπήρχε μια πληθώρα από ανωτάτου επιπέδου εστιατόρια. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τον κορυφαίο και αριστοκρατικό «Αβέρωφ» ή το εξίσου φημισμένο «Διεθνές», επί της οδού Σταδίου, ακριβώς απέναντι από το κτίριο της Παλιάς Βουλής. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τους μετρ με το σμόκιν, τους πολύγλωσσους, τους πάλαι ποτέ «άρχοντες», που η προσφυγιά τούς έφερε ναυαγούς στην πατρίδα μας και που το μοναδικό τους εφόδιο για τη ζωή ήταν η γνώση του «Savoir faire», για να κινούνται με άνεση στα σαλόνια και που τώρα αξιοποιούσαν επαγγελματικά. Με τι αβρότητα προσφέρανε το κάθισμα στη madame, με τι αέτειο βλέμμα παρακολουθούσαν τον σερβιτόρο που έδινε στον καβαλιέρο της το κρυστάλλινο ποτήρι να δοκιμάσει και να εγκρίνει το κρασί. Τα τραπεζομάντιλα ήταν άσπρα και λινά και τα σερβίτσια ασημένια. Και λίγο παρέκει, δύο άλλα φημισμένα εστιατόρια, το «Κορφού» στην Κριεζώτου και ο «Βασίλης» στη Βουκουρεστίου. Μικρότερα, αλλά με πολλή ζεστασιά και ατμόσφαιρα. Αν τώρα κάποιος ήθελε να φάει λαϊκότερα, υπήρχαν «Τα Καλάμια» των αδελφών Δεληγιάννη, σ’ έναν εσωτερικό κήπο της Σταδίου. Υπήρχε ακόμα, για τον μερακλή καλοφαγά, ο επίσης φημισμένος «Γεροφοίνικας» στην οδό Πινδάρου, εκτός εάν ήθελε να μοστραριστεί σε καμιά στρουμπουλή γκομενάρα και προτιμούσε να της προσφέρει πρόγευμα στο μέγαρο του «Μετοχικού», στα πολύ sophistiques restaurant του «Ζόναρ’ς» ή του «Φλόκα». Για κάποιους εκλεκτικούς πελάτες, πολύ σεμνό, αλλά με το βάρος μιας όχι εξεζητημένης αρχοντιάς, ήταν το εστιατόριο «Κωστής» στην οδό Κοραή. Ειδικά για τους φιλοθεάμονες πελάτες, που ήθελαν τον άρτον να συνοδεύει και θέαμα, ο «Κωστής» είχε τραπέζια και επί του πεζοδρομίου, οπότε έτρωγες και έβλεπες την κίνηση της πάντα μποτιλιαρισμένης Κοραή. Λέγεται ότι το ξενοδοχείο «Αθηνών», που στεγαζόταν πάνω από του «Κωστή», ήταν το μόνιμο ενδιαίτημα του αείμνηστου Κωνσταντίνου Καραμανλή στα νιάτα του. Κατηφορίζοντας την οδό Πανεπιστημίου προς Ομόνοια, συναντούσες λίγο μετά τη Χαριλάου Τρικούπη, στο υπάρχον ακόμη μεγάλο νεοκλασικό μέγαρο, το κινηματοθέατρο «Ιντεάλ». Πλάι του βρισκόταν το ζαχαροπλαστείο «Ιντεάλ» (κάποτε «Ίλιον») και πάλι… πλάι του, το εστιατόριο «Ιντεάλ» με το ανωτάτης ποιότητας εδεσματολόγιο, που «εστίασε» πολλές γενιές γηγενών και ετεροχθόνων και που η μοίρα θέλησε να «κατεβάσει ρολά» στις μέρες μας. Στην απέναντι πλευρά ευρίσκετο το άλλο πολυτελές εστιατόριο, το «Πάνθεον». Στα ίδια και αυτό πρότυπα πολυτέλειας όπως όριζαν οι διεθνείς κανόνες του «καθώς πρέπει « και ο ανταγωνισμός… Στο «Πάνθεον», όπως και σε όλα τα αντίστοιχα αριστοκρατικά, υπήρχε ένα μικρό υπερώον, όπου ήταν εγκατεστημένη η ορχήστρα που συνόδευε το «πλατάγιασμα της γλώσσας» των πελατών με νοσταλγική μουσική.
Η σειρά τέλος έκλεινε με την «Ήβη» στο μέγαρο Πούλου στη συγκλίνουσα συμβολή των οδών Σταδίου – Πανεπιστημίου με την πλατεία και το μεγάλο εστιατόριο «Ελλάς», γωνία με την 3ης Σεπτεμβρίου. Ανέφερα βιαστικά σαν σε κατάλογο μερικά από τα γνωστά εστιατόρια όπου μπορούσες να δεξιωθείς κάποιον και να βγεις ασπροπρόσωπος ή να προσφέρεις στον εαυτό σου ένα γεύμα περιωπής. Υπήρχε ακόμα ένα πλήθος εστιατορίων, που τα συνόδευε η καλή τους φήμη, όπως το «Oriental» στη Φειδίου, οι συμπαθητικές «Πυραμίδες» στην οδό Φιλελλήνων ή η «Πρωτεύουσα» στην Εμμανουήλ Μπενάκη, που δεν είναι, όμως, της παρούσης. Ας προσθέσουμε στη σούμα και τα κοσμοβριθή «πολυκαταστήματα», δηλαδή του «Τσίτα», το «Πικαντίλλυ» και το «Ρωσικόν» απέναντι από το Πανεπιστήμιο και την Εθνική Βιβλιοθήκη και τα τρία και όλα αυτά στη φτωχή και καθημαγμένη τότε Ελλάδα…