Η πολιτική των διαπραγματεύσεων
Η κριτική των κομμάτων θα πρέπει να διαβιβάζεται εμπιστευτικά και απευθείας προς την κυβέρνηση. Η δημόσια κριτική θα πρέπει να είναι εποικοδομητική, ώστε να ενισχύεται η χώρα και όχι οι αντίπαλοι. Σ’ αυτήν τη βάση διατυπώνονται οι παρακάτω σκέψεις πάνω σε κρίσιμα ζητήματα των διαπραγματεύσεων.
Το πρώτο ζήτημα είναι η θέληση του ελληνικού λαού. Πρέπει να αντιληφθούμε σωστά την πραγματική θέληση του ελληνικού λαού που εκφράστηκε στις τελευταίες εκλογές. Τα αποτελέσματα των εκλογών έδειξαν πως το 80% του λαού ψήφισε καθαρά αντιμνημονιακά, αφού εκτός από το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ, που δείχνει κάποιον αρχικό ενδοιασμό, το υπόλοιπο διασκορπίστηκε στην αποχή και στα μικρότερα κόμματα. Το αντιμνημονιακό ποσοστό είναι ακόμη μεγαλύτερο αν λάβει κανείς υπόψη του και τους πολλούς που σύρθηκαν για διάφορους λόγους να ψηφίσουν την προηγούμενη κυβερνητική συνεργασία. Ολόκληρο αυτό το ποσοστό του λαού, αφού ξεπεράστηκε κάθε ενδοιασμός, προσχώρησε, με την έναρξη των διαπραγματεύσεων, στη στήριξη της νέας κυβέρνησης. Σ’ αυτό πρέπει να προσθέσουμε και την ευρύτατη συμπαράσταση των λαών της Ευρώπης που εκφράζεται με τις κινητοποιήσεις στο εξωτερικό.
Η πραγματική θέληση του ελληνικού λαού και των λαών της Ευρώπης είναι ότι απορρίπτουν το καθεστώς δανεισμού που επιβλήθηκε στην Ελλάδα. Αυτό σημαίνει ότι απορρίπτουν όλοι μαζί: α. Την κηδεμόνευση της Ευρώπης από τη Γερμανία και τις ΗΠΑ. β. Την απομύζηση των εθνικών οικονομιών και την ανθρώπινη εξαθλίωση με πολιτική απάνθρωπης λιτότητας και με άλλα μέσα που εξυπηρετούν το υπερεθνικό «σκιώδες χρηματοπιστωτικό σύστημα» της κερδοσκοπίας και εμποδίζουν την προαγωγή της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Το δεύτερο ζήτημα που ακολουθεί λογικά. Ποιος είναι ο στόχος των διαπραγματεύσεων της κυβέρνησης που θα ανταποκρίνεται στην παραπάνω θέληση του ελληνικού λαού και των λαών της Ευρώπης. Ο στόχος δεν μπορεί να είναι άλλος παρά: 1. Η ανακήρυξη της πλήρους ακυρότητας των δανειακών συμβάσεων από το 2010 μέχρι σήμερα και η υποκατάστασή τους με νέα συμφωνία, που θα είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα, τις Συνθήκες της ΕΕ και το διεθνές δίκαιο. 2. Η πλήρης αποκατάσταση της εθνικής κυριαρχίας, της δημοκρατικής και της συνταγματικής νομιμότητας και της αξίας και των δικαιωμάτων του ανθρώπου, που επλήγησαν κατάφωρα από το παράνομο καθεστώς δανεισμού. Με τη νέα συμφωνία, οι Βρυξέλλες πρέπει να παύσουν να είναι όργανο κέντρων κηδεμόνευσης της χώρας μας και να περιοριστούν στο έργο εφαρμογής των Συνθηκών της ΕΕ. Η Ελλάδα θα πρέπει να παύσει να ζητά την έγκριση των Βρυξελλών για κάθε βήμα της στην εξωτερική πολιτική και στην πολιτική ανάπτυξης που είναι έξω από τις υποχρεώσεις της ως μέλους της ΕΕ – όταν, μάλιστα, η ΕΕ αρνείται να εγγυηθεί τα σύνορά μας και να στηρίξει την πραγματική ανάπτυξη της χώρας μας.
Το τρίτο ζήτημα είναι η σωστή κατανόηση των διαπραγματεύσεων. Οι διαπραγματεύσεις (πρέπει να) έχουν στόχο την πλήρη υποκατάσταση των δανειακών συμβάσεων από μια νέα νόμιμη συμφωνία. Μέχρι σήμερα, οι διαπραγματεύσεις δείχνουν ότι γίνονται προς αυτήν την κατεύθυνση.
Το τέταρτο και σημαντικότερο ζήτημα είναι οι κόκκινες και αδιαπραγμάτευτες γραμμές των διαπραγματεύσεων. Αναμφίβολα, οι διαπραγματεύσεις εμπεριέχουν ασάφειες που δημιουργούν ανησυχίες. Οι ασάφειες, όμως, σε όλες τις διαπραγματεύσεις είναι συνήθεις και συχνά επιβεβλημένες. Η βασική ασάφεια, όμως, που δημιουργεί εύλογες ανησυχίες στον ελληνικό λαό και συγχρόνως αποδυναμώνει τις διαπραγματεύσεις είναι: Η αδιαπραγμάτευτη τήρηση των κόκκινων γραμμών που συνιστούν τα εξής στοιχεία: α. Η πλήρης υποκατάσταση των παράνομων και άκυρων δανειακών συμβάσεων από μια νέα συμφωνία, η οποία θα είναι νόμιμη ως προς το ύψος και ως προς τους όρους του χρέους και θα κυρωθεί από τη Βουλή σύμφωνα με το Σύνταγμα. β. Η σαφής πρόθεση της κυβέρνησης να χρησιμοποιήσει το ισχυρό όπλο της Ελλάδας, ήτοι, την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης με αξιοποίηση των πηγών πλούτου της χώρας στη βάση ανεξάρτητης και πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής.
Τα δύο βασικά αυτά στοιχεία των κόκκινων γραμμών έχουν κατά καιρούς έμμεσα υπονοηθεί, αλλά δεν είναι ορατά στον πολιτικό λόγο της κυβέρνησης. Θα πρέπει να καταστούν σαφή από τώρα. Όπως από τώρα θα πρέπει να γίνουν σαφείς και οι απαράγραπτες αξιώσεις της Ελλάδας κατά της Γερμανίας για τα απάνθρωπα εγκλήματα πολέμου, το ληστρικό αναγκαστικό «δάνειο» από το κατεχόμενο κράτος μας και για τις πρωτοφανείς θηριωδίες κατά του λαού του. Οι τρόποι να καταστούν σαφή όλα αυτά τώρα είναι πολλοί και μπορεί να τους βρει η διπλωματία μας. Η διαδιδόμενη όμως -εντέχνως- άποψη ότι δήθεν δεν είναι συμφέρον για τη χώρα να προβληθούν σήμερα, λόγω των διαπραγματεύσεων, αλλά σε ευθετότερο χρόνο, οι κόκκινες γραμμές, όπως τις περιγράψαμε, και οι αξιώσεις μας κατά της Γερμανίας, αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, μια πολιτική «ραγιάδικη», για την αναποτελεσματικότητα της οποίας έχει μακρά εμπειρία ο ελληνικός λαός.
Με την αποσαφήνιση αυτών των δικαιωμάτων της Ελλάδας, οι διαπραγματεύσεις θα ενισχυθούν υπέρ της χώρας μας και η στήριξη του ελληνικού λαού και των λαών της Ευρώπης (κυρίως του Νότου) θα γίνει πιο δυνατή, κάτι που φοβούνται σοβαρά τα κέντρα επιβολής του παράνομου χρέους. Τον κλονισμό αυτής της λαϊκής στήριξης επιδιώκει η προπαγάνδα εκφοβισμού και εκβιασμού, που κινούν τα κέντρα των αγορών, των γεωπολιτικών επιδιώξεων και των χειραγωγημένων κυβερνήσεων και ΜΜΕ, για δήθεν οικονομική καταστροφή, εκδίωξή μας από την Ευρώπη και παντοδυναμία της Γερμανίας. Τα κέντρα αυτά θα πρέπει να έχουν σαφή εικόνα της ελληνικής πολιτικής ότι η Ελλάδα θέλει να ανήκει στην Ευρώπη, αλλά μόνο ως ισότιμο και όχι ως υπόδουλο μέλος της.
Θα κλείσουμε με την επισήμανση δύο κινδύνων των διαπραγματεύσεων:
Ο πρώτος είναι ο περιορισμός τους στο καθαρά οικονομολογικό πεδίο (στους αριθμούς), με εξασθένιση της πολιτικής διάστασης, από τη σωστή προβολή της οποίας εξαρτάται η επιτυχία. Ο δεύτερος είναι η κυρίαρχη προβολή του ανθρωπιστικού στόχου, που αναμφίβολα είναι κοινωνικά ουσιαστικής προτεραιότητας.
Και τα δύο αυτά στοιχεία, που κυριαρχούν σήμερα στις διαπραγματεύσεις, ενέχουν τον -ορατό πια- κίνδυνο να καταλήξουν σε μια συστημική συμφωνία, που θα είναι ό,τι χειρότερο για την Ελλάδα και την Ευρώπη.
* Ο Γιώργος Κασιμάτης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών