Ασκούνται νέες πιέσεις για επανάληψη των διακοινοτικών συνομιλιών στο Κυπριακό πάνω σε απαράδεκτη βάση
Η Αμερικανίδα υφυπουργός είναι η κατ’ εξοχήν αρμόδια για τους Αμερικανικούς χειρισμούς στα γεωπολιτικά θέματα και για την ασκούμενη πολιτική των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ενώσεως στο θέμα της Ουκρανίας και των οικονομικών κυρώσεων κατά της Ρωσίας. Προφανώς, η διαφοροποίηση της Ελλάδος στο θέμα των οικονομικών κυρώσεων κατά της Ρωσίας, που εκφράζει σιωπηρά και άλλες χώρες – μέλη, επηρεάζει τη γενικότερη πολιτική των ΗΠΑ και της ΕΕ κατά της Ρωσίας. Μια γεωπολιτική αλλαγή στον Ελληνικό χώρο έχει τεράστια σημασία.
Το Βερολίνο παραμένει αδιάλλακτο γιατί δεν θέλει να ανοίξει ρωγμή στην πολιτική που ακολουθεί ούτε να δημιουργήσει προηγούμενο και να θέσει υπό αμφισβήτηση ένα μοντέλο Ευρώπης που είναι πλεονεκτικό για την οικονομικά ισχυρότερη χώρα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Η στάση αυτή της Γερμανίας διευρύνει τη διάστασή της με την πολιτική των ΗΠΑ. Οι τελευταίες δεν συμφωνούν γενικά με την πολιτική της λιτότητας που έχει επιβάλει η Γερμανία στην Ευρώπη. Πιστεύουν ότι η πολιτική αυτή κρατά την Ευρώπη στάσιμη και βυθίζει ορισμένες χώρες σε ύφεση. Επηρεάζει επίσης την Αμερικανική και την παγκόσμια οικονομία, γιατί περιορίζει τη διεθνή ζήτηση και ενισχύει τις υφεσιακές τάσεις.
Οι ΗΠΑ δεν ανησυχούν, όμως, μόνο για την πολιτική της λιτότητας στην Ευρώπη. Ως η ηγέτιδα δύναμη και ο πρωταγωνιστής στη νέα ένταση με τη Ρωσία, με αφορμή την Ουκρανία, διαπιστώνουν με ανησυχία ότι η αδιάλλακτη οικονομική πολιτική της Γερμανίας, ειδικότερα έναντι της Ελλάδος, μπορεί να οδηγήσει σε γεωπολιτικό «ατύχημα», με δεδομένη την απόφαση της νέας ελληνικής κυβερνήσεως να μην αποδεχθεί παθητικά όσα εξωφρενικά απαιτούνται για να ανοίξει η στρόφιγγα της χρηματοδοτήσεως της χώρας.
Η προγραμματισμένη για τη Δευτέρα συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού με τη Γερμανίδα Καγκελάριο θα είναι, από την άποψη αυτή, ενδεικτική για το αν η Γερμανία είναι διατεθειμένη να δώσει μεγαλύτερη προσοχή στις Αμερικανικές πιέσεις και να επιδείξει μεγαλύτερη κατανόηση τόσο για την οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα και τους ενδεδειγμένους τρόπους για την έξοδό της από το οικονομικό αδιέξοδο όσο και για τους γεωπολιτικούς «κινδύνους», που επισημαίνει η Αμερικανική πλευρά.
Οι πιέσεις, βεβαίως, δεν κατευθύνονται μόνο προς τη Γερμανική πλευρά. Κατευθύνονται επίσης προς την Ελληνική πλευρά, με στόχο τη συγκράτησή της από περαιτέρω ανοίγματα προς τη Μόσχα, με διαβεβαιώσεις ότι οι ΗΠΑ θα ασκήσουν την επιρροή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση για να βρεθεί μια συμβιβαστική λύση στο πρόβλημα.
Οι Αμερικανικές πιέσεις έχουν όμως και ένα άλλο ιδιαίτερο αντικείμενο, που συνδέεται με το Κυπριακό. Η Victoria Nuland είναι αυτή που πρωτοστάτησε για τη συμφωνία του κοινού ανακοινωθέντος Αναστασιάδη – Έρογλου. Η επίσκεψή της στην Αθήνα συμπίπτει με την επιστροφή στη Λευκωσία του ειδικού αντιπροσώπου για το Κυπριακό του Γ. Γραμματέα του ΟΗΕ Έσπεν Μπαρθ Άιντα, με δεδηλωμένο στόχο την επανάληψη των διακοινοτικών συνομιλιών και την επιτάχυνσή τους, όπως ζητά η Τουρκική πλευρά, για την εξεύρεση «λύσεως» πριν το τέλος του 2015.
Ο Νορβηγός ειδικός αντιπρόσωπος του Γ. Γραμματέα του ΟΗΕ, αντιγράφοντας και υπερακοντίζοντας τον Αυστραλό προκάτοχό του Αλεξάντερ Ντάουνερ, έκανε δηλώσεις με τις οποίες ζητά από την Ελληνική πλευρά να επιστρέψει στις διακοινοτικές συνομιλίες γιατί υπάρχει δήθεν τώρα «ένα παράθυρο ευκαιρίας». Διευκρινίζοντας το νόημα των δηλώσεών του, είπε ότι αναφέρεται στην εκπνοή της Τουρκικής NAVTEX στις 6 Απριλίου και σε ενδεχόμενη αποχώρηση του Τουρκικού ερευνητικού σκάφους «Barbaros» από το λιμάνι της κατεχόμενης Αμμοχώστου.
Συνέδεσε, όμως, επιτηδείως την αποχώρηση αυτή με αποχή της Κύπρου από οποιαδήποτε περαιτέρω έρευνα στην Κυπριακή ΑΟΖ, με αφορμή την ολοκλήρωση της γεωτρήσεως της ENI-KOGAS στο οικόπεδο 9, τα αποτελέσματα της οποίας αναμένεται να ανακοινωθούν εντός των προσεχών ημερών.
Η προσωρινή αυτή τεχνική αποχή από γεωτρήσεις επιχειρείται να επιστρατευθεί ως «παράθυρο ευκαιρίας» για να ικανοποιηθούν οι Τουρκικές αξιώσεις, που ζητούν ισοδύναμη αποχή και των δύο πλευρών από έρευνες και γεωτρήσεις στην Κυπριακή ΑΟΖ μέχρι να συμφωνηθεί στις διακοινοτικές συνομιλίες η «συνδιαχείριση» του φυσικού αερίου.
Ο Έσπεν Μπαρθ Άιντα αναφέρεται επίσης στα απογοητευτικά αποτελέσματα της προηγούμενης γεωτρήσεως της ENI-KOGAS στο οικόπεδο 7 και στις χαμηλές διεθνείς τιμές του φυσικού αερίου, για να υποβαθμίσει τη σημασία του Κυπριακού φυσικού αερίου και να «πείσει» την Κυπριακή Κυβέρνηση ότι δεν πρέπει, για τον λόγο αυτό, να υπερεκτιμά τον παράγοντα του φυσικού αερίου στο Κυπριακό και να τον καθιστά «εμπόδιο» για την επιστροφή της στις διακοινοτικές συνομιλίες και την επιδίωξη «λύσεως» του Κυπριακού.
Η εικόνα αυτή αντιφάσκει με την εξαγγελία, την περασμένη εβδομάδα, ύστερα από συνάντηση του Κυπρίου Προέδρου με τον αναπληρωτή διευθύνοντα σύμβουλο της Noble Energy, ότι το κοίτασμα «Αφροδίτη» στο οικόπεδο 12 κηρύχθηκε εμπορεύσιμο. Έχει τελειώσει δηλαδή η πρώτη φάση της έρευνας και αναπτύξεως και η Κύπρος είναι τώρα χώρα παραγωγής και εξαγωγής φυσικού αερίου. Στο πλαίσιο αυτό, έχει συμφωνηθεί ήδη με την Αίγυπτο η εξαγωγή μεγάλης ποσότητας φυσικού αερίου.
Η νίκη στις εκλογές στο Ισραήλ του Βενιαμίν Νετανιάχου προκαλεί δυσφορία στην Ουάσινγκτον, που επιθυμεί μια νέα προσέγγιση Τουρκίας και Ισραήλ, με «συμμετοχή» της Τουρκίας στα ενεργειακά αποθέματα της Ανατολικής Μεσογείου, αναλώμασι ουσιαστικά της Κύπρου και της Ελλάδος, και προώθηση της Ευρωπαϊκής προοπτικής της Άγκυρας.
Η αποδοχή από την Ελληνική πλευρά μιας συγκεκαλυμμένης «συνδιαχειρίσεως» του φυσικού αερίου της Κύπρου για την επανάληψη των διακοινοτικών συνομιλιών, θα ήταν ολέθρια και απαράδεκτη παραχώρηση.
Είναι καιρός τα δύο μεγάλα κόμματα στην Κύπρο, το ΔΗΣΥ και το ΑΚΕΛ, που πρωτοστατούν για την επανάληψη των διακοινοτικών συνομιλιών, να προβληματιστούν για το πού οδηγεί η πολιτική αυτή.