Ο οικονομικός, τεχνολογικός και στρατιωτικός ανταγωνισμός με την Τουρκία, όρος εθνικής επιβιώσεως για την Ελλάδα
Μέχρι προσφάτως, η Ελλάδα αντιστάθμιζε σ’ έναν βαθμό τον Τουρκικό όγκο με το προβάδισμα που είχε στην οικονομική ανάπτυξη και στο επίπεδο ζωής, στην παιδεία, στην τεχνολογία, ακόμη και στην αμυντική βιομηχανία. Μεριμνούσε επίσης να διατηρεί ένα ποιοτικό πλεονέκτημα στις αεροναυτικές της δυνάμεις, με τολμηρές και πρωτοποριακές επιλογές υλικού και με το απαράμιλλο επίπεδο εκπαιδεύσεως και το υψηλό ηθικό του προσωπικού της.
Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν με γρήγορο ρυθμό από τη δεκαετία του ’80, αλλά επιδεινώθηκαν δραματικά κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Στο οικονομικό επίπεδο, οι νέες πολιτικές που εισήγαγε στην Τουρκία ο Τουργκούτ Οζάλ από τη δεκαετία του ’80 έδωσαν μια νέα δυναμική στην Τουρκική οικονομία. Απέναντι στον γνωστό οικονομικό πόλο, που είχε επίκεντρο τη Δυτική κυρίως Τουρκία, άρχισε να αναπτύσσεται στην Ανατολία ένας νέος οικονομικός πόλος, που συνδεόταν με το λεγόμενο Ισλαμικό κεφάλαιο. Στο σημείο αυτό πρέπει να παρατηρηθεί ότι η Τουρκία γειτνιάζει στα ανατολικά της σύνορα με έναν ολόκληρο Ισλαμικό κόσμο, πλούσιο σε πετρέλαιο, που αποτελεί ένα νέο διεθνές επίκεντρο αναπτύξεως και ο οποίος εκτείνεται από το γειτονικό Ιράκ και Ιράν μέχρι τη Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Η Τουρκία όμως έχει ανοικτές αγορές επίσης τόσο προς τα Δυτικά, τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και τις ΗΠΑ όσο και προς τα Βόρεια, τη Ρωσία. Η Τουρκία επιδιώκει επίσης να αναπτύξει στρατηγικές σχέσεις με την Κίνα.
Η Τουρκία επωφελήθηκε από το άνοιγμα των αγορών με την παγκοσμιοποίηση. Έχει χαμηλό κόστος παραγωγής, μεγάλη εσωτερική αγορά, φθηνό εργατικό δυναμικό, ξένες επενδύσεις και εθνική στρατηγική. Η τελευταία είναι εμφανής σε μια σειρά στρατηγικών στόχων: Μετατροπή της Τουρκίας σε ενεργειακό κόμβο για την Ευρώπη και σε περιφερειακό διαμεσολαβητή (hub) στην ενεργειακή αγορά. Έλεγχο των υδάτων των δύο μεγάλων ποταμών, του Τίγρη και του Ευφράτη, για την παραγωγή ενέργειας και στρατηγικού ελέγχου, με τη συνεπαγόμενη πολιτική επιρροή, την παραγωγή τεράστιας ποσότητας γεωργικών προϊόντων, με στόχο τις αγορές της Μέσης Ανατολής. Ανάπτυξη, τέλος, πολεμικής βιομηχανίας για την υποστήριξη της στρατηγικής φιλοδοξίας της Άγκυρας να καταστεί περιφερειακή δύναμη, στο πλαίσιο του Νέο-Οθωμανικού οράματός της. Η πρόοδος που έχει επιτύχει σε αυτόν τον τομέα, μέσα σε λίγα χρόνια, είναι εκπληκτική. Εκμεταλλεύεται τη θέση της στο ΝΑΤΟ για να προάγει χωρίς εμπόδια τον στρατιωτικό της εκσυγχρονισμό και για να έχει απρόσκοπτη πρόσβαση σε ευαίσθητες τεχνολογίες για την ανάπτυξη της δικής της πολεμικής βιομηχανίας. Ορόσημο αποτελούν η κάθετη αναβάθμιση των ναυπηγικών της ικανοτήτων. Λειτουργούν σήμερα στην Τουρκία έξι ναυπηγεία και είναι σε θέση να κατασκευάσει κάθε είδους πολεμικό πλοίο. Η θεαματική ανάπτυξη της αεροπορικής της βιομηχανίας, με κορωνίδα το πρόγραμμα για την κατασκευή, μέχρι το 2023, δικού της μαχητικού αεροσκάφους 5ης γενεάς, σε συνεργασία με τη Σουηδική αεροπορική εταιρεία Saab.
Η Σουηδία έχει ως πάγια πολιτική να έχει αυτάρκεια στον τομέα των μαχητικών αεροσκαφών, παρά το γεγονός ότι είναι μια μικρή χώρα 8 εκατ. κατοίκων. Για να αντιμετωπίσει το ολοένα αυξανόμενο κόστος των συγχρόνων αεροσκαφών αναζητά διεθνείς συνεργασίες. Η Τουρκία αντιμετωπίζεται μέσα από το ιδιαίτερο γεωπολιτικό πρίσμα της αντιπαραθέσεως προς τη Ρωσία. Η Σουηδία θεωρεί ότι η Τουρκία, λόγω του ιστορικού παρελθόντος της, της θρησκείας της, της γεωγραφίας της και της συμμετοχής της στο ΝΑΤΟ, είναι εξ ορισμού μια χώρα γεωπολιτικά ανταγωνιστική της Ρωσίας. Αρχιτέκτονας της στενής προσεγγίσεως και συνεργασίας μεταξύ Σουηδίας και Τουρκίας είναι ο πρώην Σουηδός υπουργός Εξωτερικών Carl Bildt, για τον οποίο καταγγέλλεται ότι έχει συμφέροντα στην Τουρκική πολεμική βιομηχανία και ότι πρωτοστατεί συστηματικά σε ανθελληνικές θέσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Άλλα ορόσημα της αναπτυσσόμενης Τουρκικής πολεμικής βιομηχανίας είναι το πρόγραμμα του Τουρκικού άρματος Altay, που μπαίνει σε μαζική παραγωγή, το Τουρκικό επιθετικό ελικόπτερο, το πρόγραμμα πυραύλων Τουρκικής κατασκευής κάθε είδους και βεληνεκούς, περιλαμβανομένου του Τουρκικού πυραύλου Κρουζ.
Η ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας συνεπάγεται, εκ των πραγμάτων, παράλληλη ανάπτυξη της έρευνας και της τεχνολογίας. Ως επιστέγασμα της γιγάντιας αυτής προσπάθειας, η Άγκυρα έχει την κρυφή φιλοδοξία να αναπτύξει πυρηνικά όπλα, χρησιμοποιώντας ως πρώτο στάδιο την ειρηνική χρήση της πυρηνικής ενέργειας.
Γιατί η Ελλάδα, που πρωτοπορούσε μέχρι τη δεκαετία του ’80, υποσκελίσθηκε από την Τουρκία στην οικονομική ανάπτυξη, στην έρευνα, την παιδεία και την τεχνολογία; Γιατί, ειδικότερα, δεν μπόρεσε η Ελλάδα να αξιοποιήσει τις μεγάλες αμυντικές δαπάνες της για την ανάπτυξη της αμυντικής της βιομηχανίας, όπως το έπραξε η Τουρκία;
Τα ερωτήματα είναι αδυσώπητα για το πολιτικό σύστημα, που απέτυχε τόσο οικτρά να κρατήσει τη χώρα σε ρυθμούς αναπτύξεως σε όλους τους τομείς, που απαιτεί όχι μόνο το επίπεδο ζωής των κατοίκων της αλλά επίσης η εθνική της ασφάλεια και το εθνικό της μέλλον.
Ποιο είναι επίσης γι’ αυτό το μέρος της εσωτερικής ευθύνης αλλά και το μέρος της εξωτερικής ευθύνης, που συνδέεται με το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση; Η Ελλάδα σήμερα έχει επείγουσα εθνική ανάγκη να βρει έναν δρόμο προς την ανάπτυξη. Εάν το άνοιγμα του δρόμου αυτού απαιτήσει μεγάλες αποφάσεις ενώπιον μιας απαράδεκτης εμμονής σε αποτυχημένες πολιτικές, δεν πρέπει να υπάρξει δισταγμός. Πάνω απ’ όλα είναι η Ελλάδα και το εθνικό της μέλλον.
Εν τω μεταξύ, όμως, η Ελλάδα ας αρχίσει να αντιμετωπίζει αυτά που μπορεί και από μόνη της να αντιμετωπίσει και να χαράξει μια νέα πολιτική στην παιδεία, στην πολεμική βιομηχανία, στη διαμόρφωση μιας εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής, στον έλεγχο της λαθρομεταναστεύσεως.