Οι «ανορθόδοξες» αποφάσεις της ΕΚΤ και η κρυφή αγωνία της Ευρωζώνης για το χρέος

Η ΕΚΤ έχει έλθει στο κέντρο της προσοχής τελευταία, αφού διαχειρίζεται το σωληνάκι το οποίο προσφέρει, κυριολεκτικά με το σταγονόμετρο, το «φιλί της ζωής» στη ρευστότητα της οικονομίας. Την ίδια όμως στιγμή που πιέζει την Ελλάδα να τηρήσει τις δεσμεύσεις της λίστας Χαρδούβελη, λαμβάνει αποφάσεις μεγάλης σημασίας για την Ευρώπη.

Η πρόσφατη απόφαση της Λευκωσίας έδωσε τις λεπτομέρειες για τον τρόπο με τον οποίο άρχισε να εφαρμόζεται το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Η απόφαση αφορά για πρώτη φορά αγορές κρατικών ομολόγων, στο πλαίσιο ενός ευρύτερου προγράμματος που περιλαμβάνει και αγορές άλλων χρεογράφων, όπως καλυμμένα ομόλογα και εγγυημένους τίτλους.

Η αγορά κρατικών ομολόγων για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα αποτελεί μάλλον ιστορική καμπή για την Ευρωζώνη και έχει ιδιαίτερη σημασία για τα προβλήματα αποπληθωρισμού, στασιμότητας και υπερχρέωσης που αντιμετωπίζει η νομισματική ένωση. Στόχος είναι η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών με επιδίωξη ετήσιου πληθωρισμού στο 2%. Υπάρχουν όμως πολλές άλλες πτυχές που αφορούν την ανάκαμψη, τους δημοσιονομικούς κανόνες και το κόστος δανεισμού.

Το πρόγραμμα άρχισε στις 9 Μαρτίου 2015 και θα διαρκέσει τουλάχιστον μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2016. Όσον αφορά τη διάρκεια, είναι χαρακτηριστικό ότι ο όρος τουλάχιστον σημαίνει ότι εάν ο στόχος του πληθωρισμού στο 2% δεν επιτυγχάνεται, το πρόγραμμα θα συνεχιστεί όσο χρειαστεί. Η πρόβλεψη αυτή προδίδει την ανησυχία για την κατάσταση στασιμότητας στην οποία έχει περιέλθει η ευρωπαϊκή οικονομία, παρά το γεγονός ότι επισήμως τείνει να υποβαθμίζεται και ενώ το παράδειγμα της Ιαπωνίας δεν είναι αδιάφορο.

Ποσοστό 80% των αγορών κρατικών ομολόγων θα αγορασθεί από τις εθνικές τράπεζες του ευρωσυστήματος, ενώ το 20% θα αγορασθεί από την Κεντρική Τράπεζα στη δευτερογενή αγορά. Η κατανομή αυτή προδίδει, πρώτον, την έλλειψη χρηματοοικονομικής ολοκλήρωσης της Ευρωζώνης και, δεύτερον, την άρνηση της Γερμανίας να μοιρασθεί το ρίσκο της κίνησης σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Το πρακτικό αποτέλεσμα είναι η πτώση του κόστους δανεισμού των χωρών που κινδυνεύουν από υψηλά χρέη και στασιμότητα και λόγω του μεγέθους τους (Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία) αποτελούν μεγάλο κίνδυνο για την Ευρωζώνη. Η αναπτυξιακή ώθηση είναι σήμερα απαραίτητη, αλλιώς και οι μεγάλες οικονομίες του ευρωπαϊκού Νότου κινδυνεύουν να εγκλωβισθούν σε τροχιά στασιμότητας. Η επιβολή περιοριστικών μέτρων (λιτότητα) επιτείνει την ύφεση, θέτοντας σε δοκιμασία την κοινωνική και ευρωπαϊκή συνοχή.

Αποτελεί, βέβαια, κοινοτυπία ότι το θεσμικό πλαίσιο της Ευρωζώνης, προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις του Συμφώνου Σταθερότητας, εμφανίζει ένα αναπτυξιακό έλλειμμα. Η απουσία κοινής δημοσιονομικής πολιτικής, παρά την υιοθέτηση κοινού νομίσματος, επέτρεψε στις ισχυρότερες χώρες -κυρίως στη Γερμανία- να επωφεληθούν από την πολιτική του ισχυρού ευρώ, να εκμεταλλευθούν τη μεγάλη εσωτερική αγορά και επομένως να διαθέσουν τα πλεονάσματα για άσκηση αναπτυξιακής πολιτικής σε εθνικό επίπεδο, κάτι που δεν μπορούσαν να κάνουν οι πιο αδύναμες χώρες.

Σήμερα, που η οικονομική κρίση ανέδειξε και τα όρια της χρηματοπιστωτικής «μόχλευσης», έρχεται πάλι στο προσκήνιο το αναπτυξιακό έλλειμμα της Ένωσης. Ενώ το βάρος του χρέους εξαντλεί κάθε
αναπτυξιακή προοπτική στις υπερχρεωμένες χώρες, η ΕΚΤ δεν έχει τον θεσμικό ρόλο να λειτουργήσει ως τελικός πιστωτής. Ένα τέτοιο σενάριο θα ήταν απόλυτα λογικό ως επόμενο θεσμικό βήμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αλλά δεν είναι ρεαλιστικό να υποθέσουμε ότι αυτό θα θεωρηθεί από όλους αναγκαίο, αφού κάποιοι και ιδίως η Γερμανία ωφελούνται από αυτήν την κατάσταση.

Η κρίση εξυπηρέτησης του χρέους, αναδεικνύοντας τις πρακτικές συνέπειες των θεσμικών ατελειών της ΟΝΕ, επιτάχυνε την ανάγκη δημιουργίας ενός «ταμείου ρευστότητας» για να υποκαταστήσει την απουσία «τελικού πιστωτή». Η αγορά κρατικών ομολόγων από την ΕΚΤ συναρτάται βεβαίως με όρους που σχετίζονται με την ελεγκτική εξουσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στα δημοσιονομικά των χωρών. Ουσιαστικά όμως έχει συμπληρωθεί ο μηχανισμός επιτήρησης, μειώνοντας τα όρια της δημοσιονομικής κυριαρχίας.

Το γεγονός αυτό επιτρέπει στη Γερμανία να αποδεχθεί κινήσεις για την αντιμετώπιση της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους. Με άλλα λόγια, οι αποφάσεις Ντράγκι δημιουργούν χρηματοοικονομικό μηχανισμό ανάληψης και διαχείρισης ενός μέρους του χρέους κάθε απειλούμενης χώρας. Την ίδια όμως στιγμή εμφανίζονται άτεγκτοι προς την Ελλάδα.

Επομένως, η ανάληψη πρωτοβουλιών ποσοτικής χαλάρωσης από την κεντρική τράπεζα, που θα ευνοήσει την πτώση των επιτοκίων δανεισμού, μπορεί να επιτρέψει στη χώρα μας να επωφεληθεί, υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει επωφελής συμφωνία μέχρι τον Ιούνιο, με ένα πρόγραμμα παραγωγικής ανασυγκρότησης που θα περιλαμβάνει μια μακροχρόνια δημοσιονομική προσαρμογή με προοπτική ανάπτυξης του ενδογενούς της δυναμικού.


Σχολιάστε εδώ